https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgJvaEY_xA9P4w0pNB4u5WjtbGLfKIv0q4VkXF1P3D3Z-L6z5RpOPg2k5XzZ4SW8aXYLTtz9rqwMWUqHMp2kOtrIZvazEt6GU_LEVqRI6bYPLCHJQvQuqv4RNRpbogTvDZFXkwOvP0NtRs/s246/The_biggest_Greek_flag_in_the_World_720p_-Segment_.gif

Sunday, November 01, 2015

Ευκάλυπτος: σπορά φύτεμα καλλιέργεια



Ευκάλυπτος: σπορά φύτεμα καλλιέργεια

Καλλιέργεια και πολλαπλασιασμός ευκάλυπτου

Είναι δένδρο πολυτιμότατο για τα μέρη προ πάντων που κάνουνε θραύση οι πυρετοί. Κατάγεται από την Αυστραλία. Εκεί υπάρχουν απέραντοι βάλτοι- κι’ όμως οι κάτοικοι δεν υποφέρουν από θέρμες (πυρετούς), γιατί οι βάλτοι αυτοί είναι δάση από ευκαλύπτους.
Η μυρουδιά που βγάζουν ολοένα τα φύλλα τους εμποδίζει την ανάπτυξη της αρρώστιας. Με τα φύλλα του κάνουν αρωματικά μπάνια που είναι πολύ δυναμωτικά και οι θερμασμένοι βλέπουν όφελος πίνοντας ζεστό από ευκαλυπτόφυλλα. Με την εσέντζα (αιθέριο έλαιο) που βγάζουν από αυτά φτιάχνουν μερικές μυρουδιές και διάφορα ποτά, μα πολύ πιο χρήσιμη είναι στην απολύμανση.
Οι ευκάλυπτοι εκτός από την ευεργεσία αυτή που δίνουνε τα φύλλα τους εξυγιαίνουν ταυτόχρονα τα βαρικά μέρη με τις πολλές και μακριές ρίζες τους που στεγνώνουν το χώμα γιατί τραβούν μεγάλα ποσά νερού. Για αυτό ψηλώνουν γρήγορα και γίνονται σε 5-6 χρόνια μεγάλα δένδρα. Εδώ και 50 χρόνια μονάχα οι βοτανολόγοι μας ήξεραν τον ευκάλυπτο.
Το 1882 άρχισε το άλλοτε Δημόσιο Δενδροκομείο -που είναι σήμερα η Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή- να κάνει δενδράκια από διάφορα σόγια ευκαλύπτου και να στέλνει στις επαρχίες. Έτσι δοκιμάστηκε με το χρόνο σε όλο το Κράτος και απεδείχθηκε πως ο ευκάλυπτος ο αμυγδαλόφυλλος και ο ρητινοφόρος προκόβουν στα ζεστά μέρη μας σαν να είναι ντόπια δένδρα. Και το καλό είναι πως τα σόγια αυτά είναι από εκείνα που φτιάχνουν έπιπλα με το ξύλο τους. Στην Τίρυνθα, Ναύπλιο, Μεσσηνία, Γαστούνη της Ηλείας, Σπάρτη, Ερέτρια Εύβοιας, Λίντζι (Κυλλήνη), Μεσολόγγι και στην Αθήνα έχουμε ευκαλύπτους 25 μέτρα και ψηλότερους που ανθίζουν ταχτικά και σπόρος τους ωριμάζει και σπέρνοντας αυτόν κάνουμε δενδράκια. Από έξω δεν φέρνουμε πια σπόρο ευκαλύπτου παρά όταν θέλουμε να δοκιμάζουμε κανένα νέο σόι.
Το ξύλο του, όταν κόψουμε το δένδρο σε κατάλληλη ηλικία, είναι θαυμάσιο για έπιπλα. Τους ευκαλύπτους που είναι σόι τους να έχουν κόκκινο ξύλο, τους μεταχειρίζονται για μαόνι. Και οι επιπλοποιοί μας τους φέρνουν από το εξωτερικό στέλνοντας χιλιάδες δραχμές χρυσές. Τους άλλους (ευκαλύπτους) που έχουν άσπρο ξύλο τους βάζουνε ντύματα στα έπιπλα. Ο ευκάλυπτος είναι ένα από τα καλύτερα δώρα της φύσεως.
Μέρη που είναι όλο βάλτος και οι δυστυχισμένοι κάτοικοι γεωργοί έχουν γίνει σαν σκιάχτρα από τις θέρμες, μπορεί, όταν φυτευτούν με ευκαλύπτους, να εξυγιανθούν και να αποκτήσουν οι άνθρωποι την υγεία τους. Για να φυτεύσουν όμως οι γεωργοί τους βάλτους είναι για πολλούς λόγους αδύνατο. Αργότερα ίσως να καταλάβουν πώς θα έχουνε μεγάλο εισόδημα από ξυλεία φυτεύοντας τους βάλτους με ευκάλυπτο αμυγδαλόφυλλο που γίνεται στα νερά. Σήμερα μονάχα το Κράτος που έχει αγροκήπια και φυτώρια μπορεί με ευκολία και με λίγα σχετικώς έξοδα να κάνει αυτή την δουλειά. Στα αγροκήπια ή φυτώρια να δώσει ανάλογο πίστωση για να φράξουν με ακανθωτό σύρμα τους βάλτους του Δημοσίου που είναι στην περιφέρειά τους και να αγοράσουν γλαστράκια και να τα υποχρεώσει να έχουν πρώτη τους δουλειά να κάνουν στα γλαστράκια αυτά ευκάλυπτους αμυγδαλόφυλλους και να τους φυτεύουν στους φραγμένους βάλτους. Και επειδή έχουμε πολλούς βάλτους να γίνουν ανάλογα αγροκήπια.
Με έντεκα χιλιάδες γλαστράκια μπορούμε να φυτέψουμε περισσότερο από 100 στρέμματα βάζοντας τους ευκαλύπτους σε τρία μέτρα απόσταση. Με την μέθοδο αυτή δεν αστοχεί κανένα δενδράκι γιατί φυτεύονται απείραχτα, με όλο τα χώμα τους στη ρίζα. Έτσι σε 10 χρόνια θα έχουν δασωθεί πολλοί βάλτοι και το Κράτος θα αποκτήσει περιουσία αλογάριαστη και μεγάλα κέρδη επειδή οι γεωργοί θα δούνε την υγεία τους και θα δουλεύουνε καλύτερα την γη και περισσότερα χρόνια, αφού δε θα πεθαίνουν από τις θέρμες παράκαιρα. Και το χόρτο που θα γίνεται στους ευκαλύπτους από κάτω θα είναι πιο θρεπτικό και δε θα έχει κλαμπάτσα που ψοφάει τα ζώα και το Κράτος θα κάνει δάση που η ξυλεία τους θα αξίζει πολλά - εκατομμύρια δραχμές, χωρίς να υπολογίσουμε πως το έργο αυτό θα είναι από τα πιο πολιτισμένα για την τωρινή Ελλάδα.
Καλλιέργεια
Ο ευκάλυπτος προκόβει στις επαρχίες που κάνει μαλακό χειμώνα (στις ζεστές) και τα σόγια που σηκώνει ο τόπος μας είναι: αμυγδαλόφυλλος, ρητινοφόρος (resinifera) οίσυοειδής (viminalis), δυτικός (occidentalis) και σφαιριόκαρπος (blobulus). Όλα τα σόγια του ευκάλυπτου πολλαπλασιάζονται μονάχα με σπόρο. Για να κάνουμε δενδράκια ευκαλύπτου σπέρνουμε το σπόρο τον Απρίλη που είναι η κατάλληλη εποχή για τον τόπο μας και τον σπέρνουμε σε κάσες ίσαμε μισή επάνω - κάτω πιθαμή βαθιές και βαλμένες κάτω από πρόχειρη καλύβα φτιαγμένη σύρριζα σε απαγερό τοίχο και ανοιχτή από την μεσημβρινή πλευρά. Στην καλύβα αυτή, αφού στρώσουμε το χώμα, πιθώνουμε τις κάσες ίσια για να είναι αλφάδι και τις γεμίζουμε με κοσκινισμένο κοπρόχωμα ή κοπριά καλά χωνεμένη (παλιά) και ανακατωμένη δυο μερδικά με ένα ψιλή άμμο του ποταμού. Στις κάσες αυτές σπέρνουμε τον ευκάλυπτο λίγο αραιά και αμέσως σκεπάζουμε το σπόρο του ίσαμε μισό γαϊτάνι πασπαλίζοντας με την ίδια κοπριά το μέρος που σπείραμε και το πατούμε με σανιδίτσα για να στρώσει. Αμέσως κατόπιν ποτίζουμε τις κάσες με ψεκαστήρα ή με ποτιστήρι με μικρούτσικες τρύπες για να μην γδέρνει το νερό τη κοπριά και ξεχώνεται ο σπόρος και δεν παύουμε να κάνουμε το πότισμα κάθε βράδυ ώσπου να φυτρώσει ο ευκάλυπτος και γίνει κατάλληλος για μεταφύτεψη.
Συνήθως φυτρώνει σε 6-7 μέρες και τον Ιούνιο που θα έχει 5-6 φυλλαράκια μεταφυτεύεται. Για να κάνουμε την μεταφύτεψη φέρνουμε στην καλύβα κοπριά χωνεμένη καλά ή κοπρόχωμα, το κοσκινίζουμε και φτιάχνουμαι χαρμάνι (μίγμα) ανακατώνοντας δυο μερδικά με ένα μερδικό ψιλή άμμο του ποταμού.
Από το μίγμα αυτό ρίχνουμε στα γλαστράκια ίσα με την μέση και το πατούμε με τα δάχτυλά μας. Τα γλαστράκια πρέπει να είναι 15 πόντους ψηλά. Ύστερα παίρνουμε την κάσα με τα φυτά του ευκαλύπτου και πιάνουμε ένα-ένα με τα δάχτυλα του αριστερού χεριού και με το άλλο, κρατώντας τραπεζομάχαιρο, κόβουμε τριγύρω το χώμα, τραβούμε το φυτό ανάλαφρα και έτσι βγαίνει με χώμα στις ρίζες. Και τα φυτεύουμε ένα ένα στα γλαστράκια, ρίχνουμε όσο κοπρόχωμα ή κοπριά χρειάζεται, το πατούμε με τα δάχτυλα μας προπάντων κοντά στη ρίζα και ποτίζουμε και εξακολουθούμε να ποτίζουμε κάθε βράδυ. Τα γλαστράκια τα αφήνουμε προσωρινά στην καλύβα ώσπου να ριζοβολήσουν οι ευκάλυπτοι.
Όταν ριζοβολήσουν παίρνουμε τα γλαστράκια και τα βάζουμε με τάξη σε ίσωμα και κάτω από φουντωτά δένδρα για να έχουν οι ευκάλυπτοι ήλιο χωρίς να τους χτυπούν οι αχτίδες του. Οι περιποιήσεις που κάνουμε κατόπιν ώσπου να μεγαλώσουν, είναι να τους ποτίζουμε ταχτικά το βράδυ, τους στυλώνουμε με καλαμάκια και μονοβεργούμε, αφήνοντας στη κορφή τα γύρω τρυφερά βλαστάρια. Τον Οκτώβριο-Νοέμβριο βγάζοντας τους ευκαλύπτους από τα γλαστράκια τους φυτεύουμε στην παντοτινή θέση τους. Όταν τους φυτεύουμε σε βάλτο δεν τους ποτίζουμε γιατί έχουν υγρασία. Μονάχα στύλωμα κάνουμε.
Για να βγάλουμε, τον ευκάλυπτο χουφτώνομε το γλαστράκι με το αριστερό χέρι, τον περνούμε ανάμεσα στα δάχτυλα μας και αναποδογυρίζουμε το γλαστράκι κρατώντας το με το δεξί χέρι. Και χτυπούμε τα χείλια του σε κόχη σκαμνιού ή σε πεζούλι και αμέσως το ανασύρουμε και μένει στο αριστερό χέρι μας ο ευκάλυπτος με όλο το χώμα. Με γλαστράκια δε λαθεύει καμία ρίζα και είναι ο πιο συφερτικός και σίγουρος τρόπος για να δασώσει κανείς ένα μέρος- και με τα λίγα λεπτά που θα δώσει για τα γλαστράκια θα γλυτώσει τα έξοδα τού να ξαναφυτεύει τους ευκαλύπτους που αστοχούν.
Στα δενδροκομεία από το σπορείο μεταφυτεύουνε τον ευκάλυπτο σε φυτώριο (βραγιές) και σε απόσταση 2 πιθαμές από ολούθε. Και το δεύτερο ή τρίτο χρόνο τους πουλούν βγάζοντας τους με χώμα (μπάλα) στις ρίζες. Στη Γαστούνη της Ηλείας, στη Μανωλάδα και Βαρθολομιό πού το κλίμα σηκώνει πολύ τον ευκάλυπτο και σε λίγο βάθος έχει το χώμα υγρασία, τον σπέρνουν σε βραγιές (σπορείο) καλά λιπασμένες με χωνεμένη κοπριά και τον δεύτερο ή τρίτο χρόνο βγάζουν από εκεί ευκαλύπτους, χωρίς χώμα, τους φυτεύουνε και δεν λαθεύει ούτε ένας όταν στην αρχή ποτίζονται.
Πηγή: Ο πλούτος από τα δένδρα-Αλέξανδρου Ν. Γεωργακόπουλου-Εν Αθήναις 1931