Πρωί |
Αρχίζει να κλείνει |
12 το μεσημέρι |
Απόγευμα |
Αργά το απόγευμα |
Βλαστός όρθιος, πολύκλαδος, σκληρός και κούφιος .
Η Ρίζα ατρακτοειδής, κάθετη και βαθιά.
Τα άνθη κυανά και σπάνια λευκά ή μωβ. Η απόχρωση των πετάλων εξαρτάται από την οξύτητα του εδάφους.
Ο καρπός είναι αχαίνιο, με τραχειά επιφάνεια και σχήμα κυλινδρικό έως ελαφρά κωνικό, με χρώμα ανοιχτό έως σκούρο καστανό.
Ο χυμός του είναι γαλακτώδης και πικρός .
Το φυτό έχει φαρμακευτική και μαγειρική χρήση.
Στο ίδιο είδος ανήκουν επίσης και τα:
Α. Cichorium spinosum (Κιχώριον το ακανθώδες).
Ακανθώδες και πολυετές. Φύεται συνήθως στα παράλια, ιδιότητα που του έδωσε και την κοινή ονομασία «Ραδίκι της θάλασσας». Άλλες ονομασίες του είναι και: Σταμνάγκαθο, Ραδικοστοιβάδα (στην Κρήτη). Οι τρυφεροί βλαστοί του χρησιμοποιούνται στη μαγειρική.
Β. Cichorium divaricatum ή pumilum ( Κιχώριον το εντενές ).
Ο Γεννάδιος αναφέρει για το Cichorium intybus :
« Κιχώριον το εντετμημένον (Cichorium intybus), πολυετές, λαχανευόμενον, απαντών ιδίως εν Θεσσαλία, κοινότατον πολλαχού της λοιπής Ευρώπης (γαλλιστί Chicorée sauvage, αγγλιστί Chicory, τουρκιστί Χιντιπά), κοινώς δε γνωστόν υπό τα ονόματα Ραδίκι, Πικραλίδα, Πίκρα, Πικρομάρουλο, Παπαδουλιά (εν Λήμνω) και ενιαχού Κιχώρι. Καλλιεργείται πολλαχού εκτενώς ιδίως διά τας ρίζας του, αι οποίαι είναι φαρμακευτικαί (φρμ. Κιχωρίου ρίζα, Radix Cichorii) και χρησιμοποιούνται κατά μεγάλα ποσά προς νόθευσιν ή αντικατάστασιν του καφέ (γαλλιστί Café de chicorée), ιδίως εν Γαλλία, Βελγίω, Ολλανδία, Γερμανία και Αυστρία. Το φυτόν τούτο καλλιεργείται και ως λαχανικόν υπό πολλάς δε διαφοράς [= εννοεί παραλλαγές· έτσι και παρακάτω] (γαλλιστί Chicorée sauvage à grosse racine, Chicorée à grosse racine de Bruxelles, Chicorée sauvage ameliorée, Chicorée sauvage ameliorée panachée, Chicorée sauvage ameliorée frisée και άλλα). «Βιαζομένης τον χειμώνα της βλαστήσεώς του υπό σκιάν, επιτυγχάνεται το λίαν εκτιμώμενον λαχανικόν Barbe du capuchin». Τέταρτον είδος, απαντών μόνον καλλιεργούμενον υπό πλείστας διαφοράς, είναι το Κιχώριον το Αντίδιον ή Εντύβιον (Cichorium endivia), είδος ετήσιον ή διετές. Είναι δε το Αντίδιον από πολλού γνωστόν και καλλιεργείται ως λαχανικόν εις πάσας τας παραμεσογείους χώρας. Απασών των διαφορών του τα φύλλα είναι ούλα [= κατσαρωτά], αλλά των μεν ακέραια (αι γαλλιστί Scarioles), των δε πολυσχιδή (αι γαλλιστί Endives)· εκ των εχουσών πολυσχιδή φύλλα είναι και η παρ’ ημίν συνήθως καλλιεργουμένη διαφορά η γνωστή υπό το όνομα Αντίδι, εν δε τη Κύπρω Σαλάτα.»
Ιστορικά στοιχεία και άλλα σχετικά μπορείτε να δείτε στη διεύθυνση