Ο καιρός περνά και η Ελλάδα όχι μόνο δεν βλέπει μια αχτίδα φωτός, αλλά βολοδέρνει με κύματα που μέρα με την ημέρα αγριεύουν όλο και πιο πολύ, με την οικονομία της στραγγαλισμένη και τον λαό της τρομοκρατημένο, μουδιασμένο, εξουδετερωμένο, εξουθενωμένο, ανίκανο να λάβει μέρος σε οποιαδήποτε προσπάθεια για μια καινούργια αρχή – έστω και με αιματηρές θυσίες.
Το πρόβλημα της χώρας ήταν και παραμένει το ίδιο: ΠΟΛΙΤΙΚΟ! Kαι πρόκειται για πρόβλημα στο οποίο οι ξένοι δεν μπορούν να δώσουν λύση.
Πίσω υπάρχει πάντα η δυσφήμηση της χώρας. Και μπροστά, το χάος.
Η πολιτική εξουσία αδυνατεί να δώσει ένα όραμα στον λαό, φοβισμένη και η ίδια μπροστά στο μέγεθος της αβελτηρίας και της ανικανότητάς της.
Η πολιτική αβεβαιότητα και το αφιλόξενο οικονομικό περιβάλλον έχουν κλείσει όλες τις πόρτες για επενδύσεις – έναν ακριβώς χρόνο μετά τις πομπώδεις εξαγγελίες περί fast track, εμίρηδων και πολυδιαφημισμένων «αποβάσεων» του πρωθυπουργού στις Ηνωμένες Πολιτείες προς προσέλκυση επενδυτών.
Τώρα, έναν χρόνο μετά, σέρνονται όλοι ως παρακεντέδες, πότε διαφημίζοντας και πότε ξορκίζοντας την εσωτερική χρεοκοπία και εκλιπαρώντας για άλλη μια δόση δανείου – την ώρα που τα μέσα ενημέρωσης εμφανίζουν αυτές τις ικεσίες ως «κρίσιμες συναντήσεις».
Ουδείς πείθεται. Τόσο εντός, όσο και εκτός συνόρων. Θεωρούν όλοι, Έλληνες και ξένοι πως, ελλείψει πολιτικών πρωτοβουλιών, το καράβι θα τσακιστεί τελικά στα βράχια. Και προσπαθούν ώστε να συμβεί αυτό με τις μικρότερες συνέπειες σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο.
Είναι, όμως, έτσι; Είναι πράγματι η Ελλάδα μια ανίκανη χώρα, χωρίς δυνατότητες, χωρίς αγωνιστικότητα, χωρίς προοπτικές;
Η συμφωνία της προηγούμενης εβδομάδας στον ΟΤΕ για την επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας, αποδεικνύει το αντίθετο.
Αν δεχθούμε τον ΟΤΕ ως μια μικρογραφία της Ελλάδας – με επιχειρηματικές δραστηριότητες, οικονομικά μεγέθη, συμφέροντα, κέρδη και ζημίες, συνδικαλιστικές διεκδικήσεις και αγκυλώσεις – θα δούμε ότι όλα είναι δυνατά.
Χωρίς νόμους και αστυνόμους, χωρίς μεγάλες μετωπικές συγκρούσεις, με αμοιβαίες υποχωρήσεις η υπό τον Μιχάλη Τσαμάζ (πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του Οργανισμού) διοίκηση της επιχείρησης διεξήγαγε πολύμηνες διαπραγματεύσεις με την συνδικαλιστική ομοσπονδία, την ΟΜΕ-ΟΤΕ, και κατέληξαν σε μια συμφωνία επ’ ωφελεία όλων.
Αν επρόκειτο κάτι τέτοιο να το επιτύχει η πολιτική ηγεσία του τόπου, θα είχε προ πολλού κατεβάσει τα ΜΑΤ – απ’ ότι ακούμε, ίσως γίνουμε Αργεντινή, οπότε θα χρειάζονταν και τα… τανκς.
Η περίπτωση του ΟΤΕ, που ως γνωστόν αποτελεί την μεγαλύτερη και σοβαρότερη γερμανική επένδυση, μέσω της Ντόιτσε Τέλεκομ, στη χώρα, θα μπορούσε να αποτελέσει ένα είδος πιλότου για προσέλκυση επενδύσεων στη χώρα.
Αυτή η συμφωνία θα έπρεπε να διαφημίζεται σήμερα από την κυβέρνηση, ως μεγάλη επιτυχία, αλλά και ως πρότυπο για το πώς θα μπορούσαν να εξελιχθούν τα πράγματα στη χώρα.
Θα το πράξουν; Όχι, βέβαια. Η συμφωνία στον ΟΤΕ δεν είναι δική τους επιτυχία – επομένως γιατί να την διαφημίσουν;
Γιατί να πάνε έξω, στους επενδυτές που έχει τρομάξει το μάτι τους, κραδαίνοντας αυτή τη συμφωνία και δείχνοντας σε όλους πως με τον διάλογο (και όχι με τον εκφοβισμό) όλα μπορούν να λυθούν – ώστε να μην χαθούν θέσεις εργασίας, αλλά και οι επιχειρήσεις να μην αιμορραγούν;
Αν επρόκειτο για επιτυχία (λέμε τώρα) του πολιτικού προσωπικού, θα μας είχαν ταράξει, προβάλλοντας τις αξεπέραστες ικανότητές τους για διαπραγμάτευση.
Οπότε, τα ρίχνουμε όλα στο εχθρικό περιβάλλον και στους «κακούς» Γερμανούς, Αμερικανούς και όποιον ξένο θέλει, αλλά φοβάται να επενδύσει στην Ελλάδα.
Κι’ όταν μας… τελειώνουν οι ξένοι, πιάνουμε τους Έλληνες – σκληροί, βολεψάκηδες, τεμπέληδες, φοροκλέφτες και ό,τι του κατέβει καθενός στο κεφάλι, για να καλύψει την δική του ανικανότητα, διαπλοκή και έλλειψη πατριωτισμού.
Μπροστά στα μάτια τους οι ξένοι δεν έχουν ως παράδειγμα τον ΟΤΕ, αλλά τον ΟΣΕ.
Μπροστά στα μάτια τους οι ξένοι δεν έχουν το αίσιο τέλος των διαπραγματεύσεων στον ΟΤΕ, αλλά τις συγκρούσεις στους δρόμους, που έρχονται ως αντίδραση στην ανικανότητα της κυβέρνησης να εμπνεύσει τον λαό, προκειμένου να συμμετάσχει στην προσπάθεια.
Αυτό που βλέπουν οι ξένοι, είναι μια χώρα που δεν μπορεί να πάρει ένα τρένο από την Αθήνα να το πάει στο Θεσσαλονίκη χωρίς να δημιουργούνται νέα ελλείμματα.
Βλέπουν προνόμια και ανισότητες και αδιαλλαξία.
Βλέπουν ατιμωρησία και αδυναμία να μοιραστούν δυο γαϊδουριών (γομαριών, δηλαδή) άχυρα και γελοίες μεγαλοστομίες και άθλια γραφειοκρατία – που είναι σύστημα εξουσίας, γι’ αυτό δεν εξαλείφεται.
Βλέπουν δηλαδή μια εικόνα που δεν είναι η πραγματική εικόνα της Ελλάδας.
Επομένως, πώς να έλθουν να επενδύσουν;
Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι οι κυβερνώντες θα φούσκωναν σαν διάνοι (πιο πολύ και από τα φουσκωμένα από την ΕΛ.ΣΤΑΤ στατιστικά στοιχεία) αν η συμφωνία στον ΟΤΕ ήταν αποτέλεσμα δικών τους κινήσεων, αλλά τώρα κάνουν σα να μην συνέβη τίποτε…
Είναι βέβαιο ότι ο κ. Παπανδρέου, κατά την αυριανή συνάντησή του με την Μέρκελ θα αρκούσε να αναφερθεί μόνο στη συμφωνία του ΟΤΕ, για να ζητήσει από την Γερμανία να έλθει για επενδύσεις στην Ελλάδα.
Είναι επίσης βέβαιο πως αντί να παρακαλάμε για να μας δώσουν λίγα ψάρια έπρεπε να τους προσκαλούμε για ψάρεμα στην Ελλάδα, το καλύτερο και πιο άτυχο κομμάτι του κόσμου.
Επειδή, όμως, όλα αυτά δεν θα συμβούν, διότι η πάνσοφη ηγεσία μας ενδιαφέρεται μόνο για την προπαγανδιστική προβολή του εαυτού της και την πολιτική επιβίωσή της, εναπόκειται στη διοίκηση του ΟΤΕ, σε συνεργασία με την ΟΜΕ-ΟΤΕ, να στείλουν το μήνυμα στο Βερολίνο – όχι μόνο σε επίπεδο Ντόιτσε Τέλεκομ, αλλά και σε επίπεδο κυβέρνησης, κοινοβουλίου και επιχειρηματιών γενικότερα.
Υ.Γ. Και μην μου πείτε πως έτσι πολύ σύντομα την Ελλάδα θα την κατέχουν οι ξένοι. Μήπως τώρα την κατέχουν Έλληνες; Ξέρετε εσείς κανέναν πατριώτη που συνειδητά να οδήγησε την πατρίδα του σε χρεοκοπία;
Ξέρετε κανέναν πατριώτη που να νοιάζεται περισσότερο μήπως τον υποκαταστήσει ο Ράιχενμπαχ (ο Γερμανός επικεφαλής της Ομάδας Δράσης της Κομισιόν) από το τι θα κάνει τελικά ο Ράιχενμπαχ για να ξαναπάρει μπροστά η χώρα;
Και ξαναρωτώ: Έκαναν τίποτε και φοβούνται μήπως τους υποκαταστήσει σε κάτι ο Ράιχενμπαχ;