19 Μαΐου σήμερα. Ημέρα Μνήμης της Ποντιακής Γενοκτονίας. Φέτος είναι η πρώτη χρονιά που νιώθουμε πιο ασήκωτο το βάρος της στους ώμους μας. Η πρώτη χρονιά που συνειδητοποιούμε πως ζούμε ξανά μια βαριά εθνική ήττα. Άλλη μια απώλεια εθνικής κυριαρχίας.
Πέρσι, δεν είχαμε προλάβει να το πολυκαταλάβουμε. Πολύ φρέσκο το μνημόνιο, πολύ «ασφαλές» το «καταφύγιο», ετοιμαζόμασταν να υποδεχθούμε και τον Ερντογάν με πολυπληθή συνοδεία…
Θυμάστε; 21 Μαΐου μας είχε κουβαληθεί – πάλι καλά που δεν έκανε απόβαση σαν τον Μουσταφά Κεμάλ δυο μέρες νωρίτερα να συμπέσει με την (λέμε τώρα) δική τους 19η Μαΐου, που την ονόμασαν... Γιορτή της Νεολαίας, αλλά βέβαια σε ανάμνηση της απόβασης του σφαγέα μας στη Σαμψούντα!
Φέτος, όμως; Πώς νιώθουμε φέτος; Είναι πιο έντονες οι μνήμες, οι διηγήσεις, οι οιμωγές, οι ολοφυρμοί, όλα αυτά που ακούγαμε από τα μικράτα μας, αλήθειες ανακατεμένες με θρύλους, που κι’ αυτοί ήσαν αλήθειες;
«Εχάθεν ο Πόντος, εσβέστεν από τον χάρτην», έλεγε η γιαγιά μου κάθε φορά που τη ρωτούσα «τι υπάρχει τώρα εκεί, γιαγιά;».
Μέχρι την ώρα που άφησε την τελευταία της πνοή, σε βαθιά γεράματα και αφού επί δεκαετίες είχε φροντίσει να τυραννήσει τον εαυτό της με τους πιο απίθανους τρόπους, η γιαγιά πίστευε πως ο Κεμάλ και ο θηριώδης Τοπάλ Οσμάν δεν εξόντωσαν και δεν εκτόπισαν μόνο τους ανθρώπους.
Πίστευε πως κατάφεραν να εξαφανίσουν ολόκληρο τον Πόντο, με τα παρχάρια και τις ομορφιές του. Και πως εκεί που κάποτε υπήρχε η γη που αγάπησε, τώρα ένα στοιχειωμένο ποτάμι, με τα νερά κοκκινισμένα από το αίμα κυλούσε τα αποτρόπαια νερά του.
Αυτά τα βιώματα, αυτό το «απαγορευμένο» για το σπίτι μας θέμα, με εμπόδισε για πολλά χρόνια να ζητήσω να μάθω όσα η γιαγιά δεν έλεγε, με τον παππού να πέφτει συνεχώς θύμα μιας ιδιότυπης λογοκρισίας.
Όταν εκείνη πήγε να συναντήσει τους αγαπημένους της νεκρούς – διψήφιος αριθμός – απελευθερώθηκα. Και βάλθηκα να αναπληρώσω τον χαμένο χρόνο διαβάζοντας. Και μιλώντας για την Γενοκτονία, γι’ αυτό το έγκλημα της συστηματικής εκκαθάρισης, που σε τίποτε δεν διαφέρει από την Τελική Λύση των Ναζί, αλλά παρά ταύτα δεν αναγνωρίστηκε ποτέ διεθνώς.
Κι’ ας υπάρχουν όλα τα πειστήρια. Όπως το δεκατετράτομο μνημειώδες έργο του καθηγητή Κώστα Φωτιάδη, που εκδόθηκε από την Βουλή των Ελλήνων και περιλαμβάνει όλες τις αποδείξεις για τους 353.000 νεκρούς, θύματα μιας πρωτοφανούς θηριωδίας.
Χάρη σε ερευνητές όπως ο Φωτιάδης, ο Αγτζίδης, ο καθηγητής Ενεπεκίδης και άλλοι, μπορούμε σήμερα να αποδείξουμε την Εθνοκάθαρση. Τη σφαγή των γυναικόπαιδων στη Χάβζα. Τις σφαγές της Μερζιφούντας. Την καταστροφή της Σάντας. Τον απαγχονισμό της ηγεσίας του Ποντιακού Ελληνισμού στην Πλατεία της Αμάσειας. Τις λεηλασίες, τους εμπρησμούς, τις εκτελέσεις στην Αμισό και στην Πάφρα. Την τρομοκρατική δράση των συμμοριών και των τσετών. Τα τάγματα εργασίας και τις εξοντωτικές πορείες στα βάθη της Ανατολίας. Τις επιστολές των μελλοθανάτων, όπως εκείνη του δημοσιογράφου Νίκου Καπετανίδη, που λίγο πριν σταθεί κάτω από την αγχόνη έγραψε: Θαρσείτε και καρτερείτε, μια φορά κανείς πεθαίνει!
Δεν είχαν ταινίες να μας δείξουν οι παππούδες μας και οι γιαγιάδες μας. Δεν έφεραν μαζί τους τηλεοπτικές εικόνες για να τις δείξουν στη διεθνή κοινότητα. Δεν θυμόνταν κανένα δημοσιογράφο που να βρέθηκε κοντά τους την ώρα του μαρτυρίου. Κάπου εκεί, τριγύριζε εκείνον τον καιρό, ως πολεμικός ανταποκριτής, ο μεγάλος συγγραφέας Ερνεστ Χεμινγουέι. Αλλά δεν κουβαλούσε μαζί του κάμερα, μόνο το μπλοκάκι των σημειώσεών του. Από μια άποψη, οι παππούδες μας υπήρξαν τυχεροί άνθρωποι. Πόνεσαν, αλλά δεν έπαιξαν στο έργο. Δεν ανέβασαν τις θεαματικότητες. Για τον δικό τους πόλεμο, για τον δικό τους πόνο, έγραψε μόνο ο Χεμινγουέι. Και τον έκανε αθάνατο.
Από τότε σιωπή. Η επίσημη αναγνώριση της Γενοκτονίας από την Ελλάδα, το 1994, και μετά ξανά σιωπή. Οι Εβραίοι πέτυχαν την αναγνώριση του Ολοκαυτώματος, οι Αρμένιοι την δική τους Γενοκτονία.
Και η Ελλάδα; Τι έχει κάνει η Ελλάδα γι’ αυτό; Καλή ερώτηση. Με κακή, δυσοίωνη απάντηση, που εξηγεί και την σημερινή υποδούλωση: Σε διεθνές επίπεδο, η Ελλάδα έκανε ό,τι και με την διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων: ΤΙΠΟΤΑ.
Η Ποντιακή Γενοκτονία, δεν μνημονεύεται σε κανένα επίσημο κείμενο ή ψήφισμα εκτός Ελλάδας και δεν έχει συνδεθεί με την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας – εδώ ο Όλι Ρεν κόντεψε να την αποσυνδέσει από την εφαρμογή του ίδιου του Πρωτοκόλλου της ΕΕ!
Ένας παράδοξος και επίκτητος αυτισμός, μας περιορίζει κάθε φορά σε εκδηλώσεις εσωτερικής κατανάλωσης. Κάθε χρόνο, στις 19 Μαΐου, συγκεντρωνόμαστε, συμφωνούμε ότι η Τουρκία διέπραξε Γενοκτονία εις βάρος του ποντιακού ελληνισμού, επαναλαμβάνουμε σχεδόν μηχανικά τον αριθμό των θυμάτων – 353.000 ψυχές – και φεύγουμε ικανοποιημένοι επειδή και φέτος κάναμε το καθήκον μας απέναντι στην ιερή μνήμη τους.
Το κενό παραμένει. Με τον ίδιο μιθριδατισμό που βλέπαμε τα εκατομμύρια να πετούν πάνω από το κεφάλι μας υπό την μορφή της μίζας και της ρεμούλας, με τον ίδιο μιθριδατισμό επαναλαμβάνουμε τον αριθμό των νεκρών, πιστεύοντας ότι έτσι ξεμπερδεύουμε.
Άλλωστε, έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που ένας μεγάλος Έλληνας, Πόντιος πολιτικός, ο Λεωνίδας Ιασονίδης πέθανε χωρίς ν’ αφήσει στους απογόνους του ούτε ένα σπίτι.
Ως υπουργός Προσφύγων κατόρθωσε να στεγάσει τον μισό τουλάχιστον προσφυγικό πληθυσμό. Αλλά ο ίδιος δεν απέκτησε σπίτι! Στις ανιψιές του, την Ναυσικά και την Άλεξ και στον ανιψιό του, άφησε μόνο τα μετάλλιά του.
Την ημέρα που μαζευτήκαμε για να τα παραδώσουν στην Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, μπήκα στον πειρασμό να ρωτήσω τη Ναυσικά: «Ο ίδιος δεν απέκτησε οικογένεια. Σε σας άφησε την περιουσία του;». «Όχι, όχι, δεν είχε περιουσία», απάντησε εκείνη. «Δεν απέκτησε ποτέ ένα δικό του σπίτι». «Καλά», επέμεινα, «αυτός μοίρασε σπίτια σε όλους, δεν πήρε ένα για τον εαυτό του; Πρόσφυγας ήταν κι’ αυτός. Δεν τον ρωτήσατε ποτέ γιατί;»
«Ναι, τον ρωτήσαμε», απάντησε η Ναυσικά. «Μας απάντησε πως αν αποκτούσε δικό του σπίτι, θα έλεγαν πως έγινε υπουργός για να λύσει το δικό του στεγαστικό πρόβλημα»!
Ήταν ο Πόντιος πολιτικός που είχε πει την περίφημη φράση-κατάρα: «Να στεγνώσει το λαρύγγι μας αν ξεχάσουμε τον Πόντο».
Από τότε, πολλοί ξέχασαν, πολλοί συμπληρώνουν σελίδες ατέλειωτες με περιουσιακά στοιχεία στη δήλωση του «πόθεν έσχες». Τα δικά τους λαρύγγια δεν στέγνωσαν ποτέ. Έρρευσαν άφθονα τα ηδύποτα…