https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgJvaEY_xA9P4w0pNB4u5WjtbGLfKIv0q4VkXF1P3D3Z-L6z5RpOPg2k5XzZ4SW8aXYLTtz9rqwMWUqHMp2kOtrIZvazEt6GU_LEVqRI6bYPLCHJQvQuqv4RNRpbogTvDZFXkwOvP0NtRs/s246/The_biggest_Greek_flag_in_the_World_720p_-Segment_.gif

Monday, January 24, 2011

Το στοιχειωμένο σπίτι του φιλοσόφου Αθηνόδωρου


Αθήνα, Ελλάδα - 1ος μ.Χ. αιώνας (καταγεγραμμένο)

Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς έγιναν για πρώτη φορά δημοφιλείς κάποιες «πραγματικές» ιστορίες φαντασμάτων˙ μια τέτοια υπόθεση θα ήταν ανώφελη σε κάθε περίπτωση. Οι ιστορίες φαντασμάτων ήταν δημοφιλείς από την εποχή της προφορικής διάδοσης και πιθανόν να παραμείνουν έτσι για αρκετό καιρό ακόμη, όσο οι άνθρωποι θα έχουν την επιθυμία να φοβούνται κάτι. Γνωρίζουμε, ωστόσο, πότε τέτοιες «πραγματικές» ιστορίες φαντασμάτων άρχισαν να καταγράφονται από «αξιόπιστες» πηγές και μια από τις πιο αρχαίες ιστορίες είναι εκείνη με την υπογραφή του Πλίνιου του Νεώτερου.


Πέρα από την αρχαιότητά της, αποτελεί μια αρκετά τυπική ιστορία φαντασμάτων σε αρκετά σημεία της. Αυτό που είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό σε αυτή την ιστορία είναι η εμφάνιση του φαντάσματος. Είναι επίσης πιθανόν να φέρει την ευθύνη για το στερεότυπο που έχει δημιουργηθεί ότι τα φαντάσματα κουβαλούν αλυσίδες, όπως και η παρουσία του Bob Marley στην ιστορία του Charles Dicken .A Christmas Carol..

Ο Πλίνιος ο Νεώτερος διατηρούσε καλές σχέσεις με τον περισσότερο γνωστό θείο του, Πλίνιο τον Πρεσβύτερο, παρόλο που και οι δύο έκαναν το ίδιο πράγμα: ήταν σχολαστικοί και προσεκτικοί καταγραφείς αυτών που έβλεπαν και άκουγαν. Ο Πλίνιος ο Νεώτερος ευθύνεται για ό,τι γνωρίζουμε για τη Ρώμη, όταν αυτή βρισκόταν στην ακμή της αυτοκρατορίας της. Καμιά από τις επιστολές του δεν αφήνει ενδείξεις ότι ήταν ένα αφελές ή προληπτικό άτομο, ωστόσο ο ίδιος εγγυήθηκε για την εγκυρότητα μιας συγκεκριμένης ιστορίας φαντασμάτων που είχε ακούσει. Τα παρακάτω είναι αποσπάσματα μιας επιστολής του προς τον Lucias Sura:

«Υπήρχε στο παρελθόν στην Αθήνα ένα μεγάλο και όμορφο σπίτι, το οποίο όμως είχε αποκτήσει τη φήμη ότι ήταν στοιχειωμένο. Ο κόσμος περιέγραφε πώς ακούγονταν αποκρουστικοί θόρυβοι μέσα στη νύχτα: μεταλλικοί ήχοι από αλυσίδες που όλο και δυνάμωναν, ώσπου ξαφνικά εμφανιζόταν ένα απεχθές φάντασμα ενός γέρου άνδρα που έδινε την εικόνα μιας αξιοθρήνητης αθλιότητας και ταλαιπωρίας. Τα γένια του ήταν μακριά και μπλεγμένα, τα μαλλιά του ατημέλητα και αχτένιστα. Τα λιπόσαρκα πόδια του ήταν φορτωμένα με το βάρος σφιχτών δεσμών που έσερνε αποκαμωμένα, βγάζοντας ένα επώδυνο στεναγμό. Οι καρποί του ήταν κι αυτοί δεμένοι με μεγάλες και βαριές αλυσίδες, ενώ κάθε τόσο σήκωνε τα χέρια του και κουνούσε τα δεσμά του με αδύναμη μανία.».

«Αρκετοί που ήταν δύσπιστοι και κορόιδευαν τις φήμες για το φάντασμα και ήταν αρκετά θαρραλέοι για να παρακολουθήσουν όλη τη νύχτα το σπίτι, κατατρόμαξαν στη θέα του φαντάσματος και, το χειρότερο, αρρώστια ή ακόμη και θάνατος ήταν η μοίρα όσων είχαν τολμήσει να περάσουν αυτούς τους καταραμένους τοίχους μετά το σούρουπο. Το σπίτι απομονώθηκε. Τοποθετήθηκε μια πινακίδα που έγραφε «ενοικιάζεται», αλλά τα χρόνια περνούσαν και το σπίτι ερείπωνε και κατέρρεε.».

Τότε προφανώς ο φιλόσοφος Αθηνόδωρος, ο οποίος είχε μείνει χωρίς λεφτά, είδε το σπίτι, καθώς έψαχνε ένα μέρος να ζήσει και αποφάσισε να το νοικιάσει, παρόλο που του είχαν πει την ιστορία με το στοίχειωμα. Το νοίκιασε ωστόσο. Έτσι την πρώτη νύχτα, καθώς ξενυχτούσε στην προσπάθειά του να λύσει ένα δύσκολο πρόβλημα, συνάντησε το απειλητικό φάντασμα.

«ο θόρυβος της αλυσίδας, αρχικά μακρινός αλλά πιο έντονος όσο πλησίαζε, του τρύπησε τα αυτιά. Παρόλ’ αυτά ο Αθηνόδωρος καθώς ήταν αρκετά απασχολημένος με τις σημειώσεις του δεν διέκόψε τα γραπτά του, ώσπου ο μεταλλικός ήχος έγινε όλο και πιο συνεχής. Τότε σήκωσε το πρόσωπό του και μπροστά του στεκόταν το φάντασμα, ακριβώς όπως του το είχαν περιγράψει.».

«Η τρομακτική μορφή φαινόταν να του δείχνει κάτι με το δάχτυλό της, ο φιλόσοφος όμως της έγνεψε ότι ήταν απασχολημένος και επέστρεψε στα γραπτά του. Οι αλυσίδες χτυπούσαν αγριεμένα και επίμονα και ο Αθηνόδωρος ήρεμα σηκώθηκε από τη θέση του, πήρε τη λάμπα και έγνεψε στο φάντασμα να τον οδηγήσει».

Το φάντασμα οδήγησε τον φιλόσοφο σε έναν κήπο, όπου και σταμάτησε σε ένα συγκεκριμένο σημείο και έδειξε ακριβώς προς τα κάτω, προτού εξαφανιστεί. Ο Αθηνόδωρος σημάδεψε το σημείο και την επόμενη μέρα πρότεινε να σκαφτεί ο κήπος. Λίγα μέτρα κάτω από τη γη βρέθηκε θαμμένος ένας σκελετός δεμένος με σκουριασμένες σιδερένιες αλυσίδες. Έγινε η κατάλληλη ταφή για τα λείψανα και μια σειρά τελετουργικών στο σπίτι, ύστερα από τα οποία οι ένοικοί του δεν ενοχλήθηκαν ξανά.

Τίτλος πρωτότυπου: THE HOUSE OF ATHENODORUS