1. Ιστορικά και γεωγραφικά στοιχεία κατανομής των ιδιωμάτων
Δωδεκανησιακά ονομάζουμε τα ιδιώματα που μιλιούνται στη Ρόδο, το Καστελόριζο, την Κάρπαθο, την Κάσο, τη Χάλκη, την Τήλο, τη Νίσυρο, τη Σύμη, την Κάλυμνο, την Αστυπάλαια, την Κω και τη Λέρο.
Σύμφωνα με τον Κοντοσόπουλο (2000, 42), κάποιες γραπτές μαρτυρίες για τα ιδιώματα αυτά, και συγκεκριμένα για αυτό της Ρόδου, υπάρχουν σε λογοτεχνικά κείμενα (κυρίως ποιήματα), τα οποία γράφτηκαν κατά τον 14ο αιώνα. Φαίνεται, λοιπόν, ότι η διαλεκτική διαφοροποίηση σε αυτή την περιοχή της Ελλάδας έχει τις ρίζες της αρκετούς αιώνες πριν.
Ο Browning (1991, 171-172) παρατηρεί σχετικά ότι «[τ]α Δωδεκάνησα [...] για πολύ καιρό ήταν ένα είδος ουδέτερης γης ανάμεσα στο Βυζάντιο και τους Άραβες, και πιθανόν τότε καθιερώθηκαν και τα κύρια χαρακτηριστικά των ιδιωμάτων τους».
2. Γλωσσική περιγραφή των ιδιωμάτων
Τα δωδεκανησιακά ιδιώματα, μολονότι εμφανίζουν ορισμένες κοινές τάσεις, χαρακτηρίζονται από μεγάλη ποικιλία και συχνά έντονη διαφοροποίηση από νησί σε νησί ή ακόμη και ανάμεσα σε διαφορετικές περιοχές του ίδιου νησιού (αυτό ισχύει περισσότερο για τα μεγαλύτερα από αυτά, δηλαδή τη Ρόδο, την Κω και την Κάρπαθο βλ. Κοντοσόπουλος 2000, 46).
Επίσης, τα ιδιώματα αυτά εμφανίζουν αξιοπρόσεχτες ομοιότητες με την κυπριακή και την κρητική διάλεκτο, καθώς και με άλλα ιδιώματα κοντινών νησιών, όπως είναι η Ικαρία, η Χίος, ορισμένες από τις Κυκλάδες (ιδίως η Αμοργός, η Δονούσα, η Ηρακλειά, η Σχοινούσα και τα Κουφονήσια) και λιγότερο η Πάτμος (της οποίας το ιδίωμα μοιάζει περισσότερο με την κρητική διάλεκτο).
Οι ομοιότητες με τα γειτονικά ιδιώματα, καθώς και οι μεταξύ τους διαφοροποιήσεις έχουν ως αποτέλεσμα ο Trudgill (2003, 60), εξετάζοντας συνολικά τη διαλεκτική διαφοροποίηση της ελληνικής γλώσσας, να τα κατατάσσει σε δύο διαφορετικές ομάδες: στα νοτιοανατολικά, όπου εντάσσει τα ιδιώματα της Ρόδου, της Καρπάθου, της Κω, της Κάσου, του Καστελόριζου, της Λέρου (μαζί με αυτό της Πάτμου και την κυπριακή διάλεκτο) και στα ανατολικά, όπου εντάσσει τα ιδιώματα της Σύμης, της Τήλου, της Νισύρου, της Καλύμνου, της Αστυπάλαιας (μαζί με αυτά της Ικαρίας, της Χίου και των κοντινών περιοχών της ασιατικής ενδοχώρας).
Τα κυριότερα χαρακτηριστικά των δωδεκανησιακών ιδιωμάτων είναι τα ακόλουθα:
α. Φωνητική-Φωνολογία
* Σιγήση των [v], [γ] και [ð] μεταξύ φωνηέντων: πηγάδι [piáði], σίδερο [síero], πρόβατο [prόato].
* Στη θέση των συμπλεγμάτων [rθ], [rγ], [vγ] εμφανίζονται τα [rt], [rk], [vk] αντίστοιχα: ήρθα [írta], πύργος [pírkos], αβγά [avká].
* Διατηρείται το τελικό [n] και συχνά αφομοιώνεται προς το σύμφωνο που ακολουθεί: ξύλον [ksílon], χαρτίν [xartín], μιαν βολάν [miáv volán] 'μια φορά', τον λαό [tol laόn], 'εφ φεύγω μπρι τηλ λαμπρή (Κάλυμνος). Αποτέλεσμα της αφομοίωσης είναι η παρουσία δευτερογενών διπλών συμφώνων.
* Τα διπλά σύμφωνα προφέρονται ως τέτοια και η προφορά αυτή ενίοτε επεκτείνεται και σε λέξεις στις οποίες δεν απαντούν διπλά. Άλλοτε τα άηχα διπλά σύμφωνα (κκ, ππ, ττ) προφέρονται ως [kx] [pf] [tθ], π.χ. λάκχος (λάκκος), πάπφου (πάππος).
* Σε ορισμένες περιοχές απαντά δασύς τσιτακισμός, δηλαδή το /k/ προφέρεται [t∫] πριν από [i] και [e]: και [t∫e].
* Το ημίφωνο ʝ τρέπεται σε [s] ή [∫] (παχύ σ) ύστερα από άηχο σύμφωνο και σε [ʒ] (παχύ ζ) ύστερα από ηχηρό, π.χ. πσ'άνω (πιάνω), σέρζ'α (χέρια).
β. Μορφολογία
* Απαντούν οι καταλήξεις -ουσι(ν) και -ασι(ν) στο γ΄ πληθυντικό πρόσωπο ενεστώτα και αορίστου αντίστοιχα: ράβγουσι, κλέψασι, πουλήσασι.
* Απαντούν οι ρηματικές καταλήξεις -εύκω και -εύγκω αντί για -εύω: δουλέβκω /δουλέβɟω (δουλεύω)
* Η συλλαβική αύξηση διατηρείται ακόμη και άτονη, ενώ συχνά απαντά συλλαβική αύξηση η- [i]: ήπηρα, ήκουσα, ηφέρνανε, ηποφασίσανε.
Τέλος, τα δωδεκανησιακά ιδιώματα ανήκουν, κατά τον Κοντοσόπουλο (2000, 44), στη ζώνη του είντα 'τί'.
3. Σύγχρονη κοινωνιογλωσσική κατάσταση
Όπως επισημαίνει ο Κοντοσόπουλος (2000), τα δωδεκανησιακά ιδιώματα εμφανίζουν έντονη τάση υποχώρησης λόγω της επικράτησης της νεοελληνικής κοινής και της μετανάστευσης προς τα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας. Αντίστοιχες παρατηρήσεις κάνει και η Ζαχαρίου-Μαμαλίγκα (1994, 94) ειδικά για το ιδίωμα της Σύμης, επισημαίνει δηλαδή ότι, μετά την απελευθέρωση των Δωδεκανήσων από τους Ιταλούς (1945) και την ενσωμάτωσή τους στο ελληνικό κράτος (1948), η ευκολότερη επικοινωνία και οι εντονότερες επαφές με τις κεντρικές ελληνικές περιοχές συνεπάγονται την έντονη επίδραση της νεοελληνικής κοινής στην ομιλία των κατοίκων του νησιού αυτού.
Ωστόσο, όπως συμβαίνει με τις περισσότερες ελληνικές διαλέκτους και ιδιώματα, απουσιάζουν οι σύγχρονες καταγραφές και αναλύσεις του δωδεκανησιακού λόγου, με αποτέλεσμα να μην μπορεί κανείς να μιλήσει με βεβαιότητα για την ύπαρξη ή όχι διαλεκτικών στοιχείων και ποιων. Οι επιμέρους μελέτες που έχουν γίνει αποτελούν ως επί το πλείστον συλλογές διαλεκτικού υλικού με στόχο τη «διάσωσή» του, έχουν γίνει με παλαιότερη μεθοδολογία (δηλαδή κυρίως μέσα από την καταγραφή της «ιδιαίτερης» προφοράς και του «αποκλίνοντος» λεξιλογίου) και αφορούν ορισμένα φαινόμενα ή ιδιώματα μεμονωμένα και όχι μια συνολική και συστηματική προσέγγιση των δωδεκανησιακών ιδιωμάτων