https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgJvaEY_xA9P4w0pNB4u5WjtbGLfKIv0q4VkXF1P3D3Z-L6z5RpOPg2k5XzZ4SW8aXYLTtz9rqwMWUqHMp2kOtrIZvazEt6GU_LEVqRI6bYPLCHJQvQuqv4RNRpbogTvDZFXkwOvP0NtRs/s246/The_biggest_Greek_flag_in_the_World_720p_-Segment_.gif

Wednesday, February 02, 2011

Ο «Φόντακας» των γηπέδων

Ο Γιώργος Σιδέρης με τη φανέλα του Ολυμπιακού

Σέντερ φορ με τις ικανότητες του Γιώργου Σιδέρη ανέδειξε ελάχιστους το ελληνικό ποδόσφαιρο. Φόβος και τρόμος για τις αντίπαλες άμυνες. Ταύρος πραγματικός. Ασταμάτητος στις κατά μέτωπον επιθέσεις. Κανονιέρης με όλη τη σημασία της λέξης. «Οταν έμπαινε ο Σιδέρης, έκλαιγαν μανούλες» έγραψε για αυτόν ο 96χρονος θρύλος του «Θρύλου» Λεωνίδας Ανδριανόπουλος.


Ο «Φόντακας», όπως έμεινε στην ποδοσφαιρική ιστορία ο Σιδέρης, γεννήθηκε στον Πειραιά το 1938. Ξεκίνησε να παίζει μπάλα στον τοπικό Ατρόμητο. Στις 3.12.1958 ο τότε ομοσπονδιακός προπονητής Αντώνης Μηγιάκης του εμπιστεύτηκε τη φανέλα με το Νο 9 της Εθνικής στον αγώνα με τη Γαλλία (1-1) για την προκριματική φάση του Κυπέλλου Εθνών. Εκτοτε γίνεται το κρυφό αντικείμενο του πόθου για Ολυμπιακό και Παναθηναϊκό. Τον κέρδισαν οι Ερυθρόλευκοι στους οποίους μεταγράφηκε το καλοκαίρι του 1959. Επί 12 συνεχή χρόνια υπήρξε η σημαία του Ολυμπιακού και άξιος διάδοχος του Γιάννη Βάζου, του Ηλία Υφαντή, του Μπάμπη Δρόσου και του Αριστείδη Παπάζογλου. Το 1966 και το 1967 οδήγησε τον Ολυμπιακό του Μάρτον Μπούκοβι στην κατάκτηση του Πρωταθλήματος.
Παράλληλα αγωνίστηκε σε έξι τελικούς Κυπέλλου Ελλάδας (1960, 1961, 1963, 1965, 1968, 1969) χωρίς να φύγει ποτέ ηττημένος από το γήπεδο. Τη μοναδική φορά που δεν σήκωσε το τρόπαιο ήταν το 1969 όταν με δικό του γκολ και του Μίμη Δομάζου ο τελικός με τον Παναθηναϊκό στο φαληρικό στάδιο τελείωσε ισόπαλος 1-1 και ο νικητής κρίθηκε στο στρίψιμο της δεκάρας. Τριάντα πέντε χρόνια μετά το τέλος της καριέρας του ο Σιδέρης παραμένει πρώτος σκόρερ στην ιστορία του Κυπέλλου με 70 γκολ εκ των οποίων τα 6 σημείωσε σε τελικό, ρεκόρ το οποίο επίσης παραμένει ακατάρριπτο.
Το 1970 ο Σιδέρης ενέδωσε στην πρόταση της βελγικής Αντβέρπ και έγινε ο πρώτος έλληνας ποδοσφαιριστής που αγωνίστηκε σε ομάδα του εξωτερικού. Οκτώ χρόνια νωρίτερα είχε αποδεχθεί πρόταση της ιταλικής Λανερόσι και αγωνίστηκε σε φιλικά παιχνίδια της. Την περίοδο εκείνη είχαν εκδηλώσει ενδιαφέρον για την απόκτησή του η Ιντερ, η Φιορεντίνα και η Ατλέτικο Μαδρίτης. Το 1972 επέστρεψε από το Βέλγιο στον Ολυμπιακό για να κλείσει την καριέρα του. Στις 6.2.1972 αποθεώθηκε από 30.000 θεατές, σημειώνοντας δύο γκολ στο 3-2 επί της Παναχαϊκής των Δαβουρλή, Μιχαλόπουλου και Ρήγα. Η τελευταία σελίδα της καριέρας του γράφτηκε δύο εβδομάδες αργότερα στο 0-0 με τον Παναθηναϊκό.
Ο «Φόντακας» με 224 γκολ σε 284 παιχνίδια παραμένει ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία του Ολυμπιακού και 4ος στην ιστορία των ελληνικών πρωταθλημάτων πίσω από τους Θωμά Μαύρο (259), Κριστόφ Βαζέχα (244) και Μίμη Παπαϊωάννου (233). Τρεις φορές αναδείχτηκε πρώτος σκόρερ του Πρωταθλήματος. Το 1965 με 29 γκολ, το 1967 με 22 και το 1969 με 35, επίδοση που απέσπασε το ασημένιο παπούτσι στην Ευρώπη.
Με την Εθνική ομάδα σημείωσε 14 γκολ σε 28 παιχνίδια. Ο άτυχος αγώνας με τη Ρουμανία στις 16.11.1969 στο Βουκουρέστι (1-1) που στέρησε από την ελληνική ομάδα την πρόκριση στο Μουντιάλ του Μεξικού ήταν ο τελευταίος στη διεθνή καριέρα του Σιδέρη. Παρ' ότι ως ποδοσφαιριστή τον χαρακτήρισε η δύναμη, υπήρξε αγαπητός με όλους και ουδέποτε αντίκρισε την κόκκινη κάρτα διαιτητή. Από τότε που κρέμασε τα ποδοσφαιρικά παπούτσια του δεν ξαναπάτησε σε γήπεδο. Επέστρεψε το 1995 ως μέλος του ΔΣ της ΠΑΕ Ολυμπιακός και υπεύθυνος του ποδοσφαιρικού τμήματος, αλλά δεν έμεινε για πολύ. Η ατμόσφαιρα των γηπέδων είχε πάψει προ πολλού να τον συγκινεί.