https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgJvaEY_xA9P4w0pNB4u5WjtbGLfKIv0q4VkXF1P3D3Z-L6z5RpOPg2k5XzZ4SW8aXYLTtz9rqwMWUqHMp2kOtrIZvazEt6GU_LEVqRI6bYPLCHJQvQuqv4RNRpbogTvDZFXkwOvP0NtRs/s246/The_biggest_Greek_flag_in_the_World_720p_-Segment_.gif

Wednesday, February 01, 2017

Η ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ.



Η ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ

Πριν 2,4 με 1,5 εκατομμύρια χρόνια περίπου εμφανίστηκε ο Ηomohabilis (Άνθρωπος ο κατασκευαστής) με κύριο χαρακτηριστικό την ικανότητα να κατασκευάζει και να χρησιμοποιεί εργαλεία. Το γεγονός αυτό σήμανε τη γέννηση του ανθρώπινου πολιτισμού. Η εξέλιξη των εργαλείων είναι αντικειμενική μαρτυρία της αναπτυσσόμενης συνειδητής δραστηριότητας του ανθρώπου μέσα στον κόσμο. Τα εργαλεία και ο τρόπος κατασκευής τους θεωρούνται χαρακτηριστικά γνωρίσματα του πολιτισμού των διαφόρων εποχών...


Έτσι διακρίνονται οι παρακάτω εποχές:

Η εποχή του Λίθου (2.000.000 – 3.000 π.Χ.)
Η εποχή του Χαλκού και Ορείχαλκου (3.000 – 1400 π.Χ.)
Η εποχή του Σιδήρου (1400 – 500 μ.Χ.)
Η Μεσαιωνική εποχή (500 – 1450 μ.Χ.)
Η εποχή της Νέας Επιστήμης (1450 – 1700 μ.Χ.)
Η εποχή της Βιομηχανικής Επανάστασης (1700 – 1900 μ.Χ.)
Η εποχή της Μηχανοποίησης (1900 – 1945 μ.Χ.)
Η Ηλεκτρονική και Διαστημική εποχή (1945 – Σήμερα)

Η εποχή του λίθου χαρακτηρίζεται από τη χρήση του λίθου και ως εργαλείου και ως πρώτης ύλης για την κατασκευή εργαλείων. Αρχικά η πέτρα (πυριτόλιθος) χρησιμοποιήθηκε στο φυσικό της σχήμα. Σιγά -σιγά άρχισε να γίνεται και επεξεργασία της. Τα πρώτα εργαλεία ήσαν χονδροειδή με μήκος από 20 – 25 εκ. και σχήμα αμυγδαλοειδές. Προς το τέλος της περιόδου (Νεολιθική εποχή) εμφανίστηκε ο Ηomo sapiens (ο Άνθρωπος ο σοφός) ο οποίος βελτίωσε τα εργαλεία, αναπτύσσοντας την τεχνική της λείανσης και προσθέτοντας χειρολαβή σε αυτά.

Την περίοδο αυτή ανακαλύφθηκε η φωτιά η οποία απετέλεσε βασική προϋπόθεση για την πρόοδο του ανθρώπινου πολιτισμού. Κατά τη Νεολιθική εποχή εμφανίστηκαν οι μεγάλοι πολιτισμοί των Ινδιών, της Κίνας , της Αιγύπτου, των Σουμερίων κ.α., οι οποίοι παρουσίασαν μεγάλα τεχνικά και οικοδομικά έργα (επιχωματώσεις, αρδευτικά συστήματα, τείχη, πύργοι, ναοί, κ.λπ.) καθώς επίσης και δύο από τα μεγαλύτερα τεχνολογικά επιτεύγματα, τον τροχό και τη σχεδία. Η Νεολιθική εποχή κλείνει με το χαρακτηριστικότερο επίτευγμα του ανθρώπινου πολιτισμού, τη γραφή.

Η εποχή του Λίθου χαρακτηρίζει την Προϊστορία της ανθρωπότητας ενώ η ιστορία της χαρακτηρίζεται ως η εποχή των μετάλλων. Η εποχή των μετάλλων άρχισε με την ανακάλυψη και χρησιμοποίηση του χαλκού στην Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία. Ο χαλκός είναι ορυκτό και βρίσκεται είτε αυτοφυής (καθαρός) είτε σε πρόσμειξη με άλλα μέταλλα και χημικά στοιχεία. Ο ορείχαλκος (μπρούντζος) είναι κράμα χαλκού και κασσίτερου σε αναλογία 10 :1. Με τα υλικά αυτά ο άνθρωπος κατασκεύασε εργαλεία που έσπαζαν και χάραζαν αλλά και που έκοβαν.

Έτσι άνοιξαν νέες προοπτικές για την επεξεργασία του ξύλου με αποτέλεσμα την ανάπτυξη της επιπλοποιίας, την δημιουργία ξύλινων οικοδομικών κατασκευών, την κατασκευή των πλοίων, κλπ. Παράλληλα αναπτύχθηκαν η γεωργία, η μεταλλοτεχνία, η αγγειοπλαστική, η υαλουργία, κλπ με αποτέλεσμα να ενισχυθεί σημαντικά το εμπόριο. Η ανακάλυψη των μετάλλων είχε ως αποτέλεσμα και την προώθηση των επιστημών. Την εποχή αυτή τέθηκαν οι βάσεις των μετρικών συστημάτων, της γεωμετρίας, της τοπογραφίας (με τις χαρτογραφήσεις υπό κλίμακα), της αστρονομίας, της άλγεβρας και της αριθμητικής, της χημείας, της ιατρικής, κ.λπ.

Κατά την εποχή του Σιδήρου το κέντρο ανάπτυξης του ανθρώπινου πολιτισμού μεταφέρθηκε στην Ελλάδα και αργότερα στη Ρώμη. Η χρησιμοποίηση του σιδήρου προώθησε σημαντικά την ανάπτυξη της γεωργίας, της βιοτεχνίας, της οικοδομικής, της ξυλουργικής και ιδιαίτερα των θαλάσσιων μεταφορών στις οποίες βασίστηκε το εμπόριο. Η τεχνολογία στην αρχαία Ελλάδα γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη.

Μερικά ενδεικτικά παραδείγματα του τεχνολογικού επιπέδου του ελληνικού πολιτισμού είναι : η κατασκευή υδραγωγείων, ο καταπέλτης, η πολεμική τριήρης, ο οριζόντιος νερόμυλος, o κοχλίας του Αρχιμήδη για την άντληση του νερού, η κλεψύδρα, η λάμπα του Φίλωνα, η διόπτρα του Ήρωνα, η αιολόσφαιρα που θεωρείται η πρώτη ατμομηχανή, κλπ . Η σημαντικότερη ίσως έκφραση του επινοητικού πνεύματος των αρχαίων Ελλήνων είναι ο μηχανισμός των Αντικυθήρων ο οποίος μετρούσε αστρονομικά δεδομένα. Ο μηχανισμός των Αντικυθήρων θεωρείται η απαρχή της υψηλής τεχνολογίας.

Τα τεχνολογικά επιτεύγματα των Ρωμαίων αποτελούν συνέχεια εκείνων των Ελλήνων. Μεταξύ αυτών είναι η βελτίωση του νερόμυλου, η βελτίωση των οικοδομικών κατασκευών με τη χρήση ενός είδους τσιμέντου για τη θεμελίωση στο νερό, η κατασκευή μεγάλων δρόμων, η βελτίωση του καταπέλτη, κ.λπ. Η ιστορία της τεχνολογίας κατά το Μεσαίωνα είναι κυρίως η διατήρηση, η αξιοποίηση και η τροποποίηση των προηγούμενων τεχνολογικών επιτευγμάτων, παρόλο που η επιστημονική έρευνα παρεμποδίστηκε από τον έντονο θεολογικό χαρακτήρα της περιόδου.

Την εποχή αυτή ο Κινέζικος πολιτισμός ανέπτυξε ένα σύνολο τεχνικών μεθόδων άγνωστων στη δύση (εφεύρεση πυρίτιδας, χύτευση μετάλλων, κατασκευή χαρτιού, πορσελάνης, κατασκευή ανεμόμυλων, κ.λπ.). Τα επιτεύγματα του Κινέζικου πολιτισμού ήρθαν στη δύση μέσω των Αράβων. Σταθμοί στην εξέλιξη της τεχνολογίας κατά το Μεσαίωνα ήσαν η κατασκευή μηχανικών ρολογιών, η ανακάλυψη της τυπογραφίας, η κατασκευή κανονιών, η παραγωγή του σαπουνιού, η κατασκευή της μαγνητικής πυξίδας, η ανέγερση μεγάλων καθεδρικών ναών, κ.λπ.



Η ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

Ο Άλμπερτ Αϊνστάιν κάποτε δήλωσε: «Στις μέρες μας οι παλιές συσκευές ξαναανακαλύπτονται και τα αρχαία πειράματα γίνονται για άλλη μια φορά». Το ταξίδι στην αρχαία Ελληνική τεχνολογία, το ταξίδι στην ιστορία του Ελλαδικού χώρου είναι εντυπωσιακό. H τεχνολογία και η επιστήμη, όποτε συνδέονταν παρήγαγαν εκπληκτικά αποτελέσματα. Στην αρχαία Ελλάδα είχαμε νέες εφευρέσεις που άλλοτε έβρισκαν και άλλοτε όχι εφαρμογή στην οικονομία και την παραγωγική διαδικασία. Ξαφνιάζει η ευρύτητα και το πλήθος των αρχαιοελληνικών τεχνολογικών επιτευγμάτων.

 Καταρχήν ο άνθρωπος είχε να καλύψει την ανάγκη για μέτρηση μεγεθών και υπολογισμό του χρόνου. Έπειτα έπρεπε να καλύψει την ανάγκη για επικοινωνία και να επινοήσει τρόπους επικοινωνίας. Ο άνθρωπος ήθελε από πολύ νωρίς «να ανοίξει τα φτερά του». Να διευρύνει τους ορίζοντές του. Επιτακτική ανάγκη ήταν να ναυπηγήσει πλοία, για το εμπόριο, πλοία πολεμικά. Αφού ταξίδεψε, περιέγραψε την επιφάνεια της γης. Οι διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες του, η αύξηση του πληθυσμού, η ανάπτυξη του εμπορίου ώθησαν στη δημιουργία μεγάλων τεχνικών έργων.

Έπρεπε να χωροθετήσει, να κατασκευάσει υδραγωγεία, να διανοίξει σήραγγες και διώρυγες, να αλλάξει τη ροή των ποταμών, να αποξηράνει λίμνες, να κατασκευάσει φράγματα, να αναπτύξει οπλικά συστήματα, να κατασκευάσει αυτόματες μηχανές, να προχωρήσει σε οπτικά και ακουστικά επιτεύγματα για να ικανοποιήσει το πάθος του για το θέατρο και τη μουσική, να αναπτύξει την τεχνολογία των υλικών. Σκοπός μας είναι η αναζήτηση της ιστορικής πραγματικότητας πίσω από το μύθο και πέρα από το φράγμα του χρόνου και η υπογράμμιση της σημασίας της τεχνολογίας για τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό.

Ο μεγάλος πυλώνας του Ελληνικού Πολιτισμού στάθηκε η αρχαία Ελληνική Τεχνολογία. Άκρως εντυπωσιακές είναι οι διαπιστώσεις των επιστημόνων για την επινοητικότητα των αρχαίων προγόνων μας στον τομέα της τεχνολογίας. Πολύ σημαντική είναι η επινόηση των εργαλείων, για να ολοκληρωθούν οι κατασκευές, όμως το κυριότερο είναι το δέσιμο Επιστήμης - Τεχνολογίας, που βαδίζουν πάντα πλάι-πλάι. Η Επιστήμη τροφοδοτεί την Τεχνολογία και αντιστρόφως. Ήταν η εφεύρεση των Αρχαίων Ελλήνων για την παρουσία της θείας βούλησης στις τραγωδίες των μεγάλων ποιητών, ένα δείγμα της εφευρετικότητας αυτών των ανθρώπων.

Οι μηχανές των προγόνων μας αποτελούν σίγουρα τις πιο αινιγματικές και σε αρκετές περιπτώσεις παράδοξες εφευρέσεις. Και αυτό γιατί πριν από 2.500 χρόνια, οι αρχαίοι Έλληνες ανακάλυψαν τον τηλέγραφο, κατάφεραν να αποξηράνουν εκτάσεις, κατασκεύασαν πτητικές μηχανές, υπολογιστές, τσιμέντο και τόσα άλλα. Σε όλη την ελληνική Θεογονία / Κοσμογονία, η Τεχνολογία ήταν το θεόσταλτο συμπλήρωμα των φυσικών δυνάμεων το οποίο και έπαιξε πάντοτε τον αποφασιστικότερο ρόλο σε όλες τις εξελίξεις των θεϊκών πραγμάτων.

Ο ρόλος αυτός παγιώθηκε για τα επόμενα δύο χιλιάδες χρόνια στην νέα κατάσταση της Ολύμπιας βασιλείας του Δία ως εξής: η «εμπειρική τεχνική» του Ηφαίστου συμπληρώθηκε και ολοκληρώθηκε με την «έντεχνη σοφία» της Αθηνάς. Όταν μετά τη δημιουργία των ανθρώπων ο Προμηθέας τους είδε γυμνούς, ξυπόλητους, άοπλους και άστεγους προσπαθώντας να διορθώσει αυτό που θεωρούσε σφάλμα προσφέρει τεχνογνωσία και ενέργεια, ή όπως χαρακτηριστικότερα αναφέρει ο μύθος το «άνθος της πάντεχνης φωτιάς» κλεμμένη από τον Θεό Ήφαιστο. Μετά τους «κοσμογονικούς» μύθους ως συνδετικός κρίκος υπεισέρχεται ο μύθος του Δαίδαλου ένας ανθρώπινος θρύλος.

Ο Δαίδαλος (προσωποποίηση της αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας) ήταν γλύπτης, αρχιτέκτονας και εφευρέτης, μια πραγματικά παράξενη προσωπικότητα που κινείται στα όρια μεταξύ ιστορίας και μυθολογίας. Σχεδίασε το παλάτι της Κνωσού και τον Λαβύρινθο που ζούσε ο Μινώταυρος. Αλλά το πιο εντυπωσιακό επίτευγμα του Δαίδαλου ήταν η πρώτη πτήση με ανθρώπινη μόνο δύναμη. Ο Όμηρος και ο Πλάτωνας αναφέρουν ότι ο Δαίδαλος είχε κατασκευάσει κινητά αγάλματα (ρομπότ;) που κινούταν με υδράργυρο (όπως και ο Τάλως) για να φρουρούν τον λαβύρινθο.

Επίσης μικρές ξύλινες αυτοκινούμενες κούκλες για να παίζουν τα παιδιά του βασιλιά Μίνωα. Θεωρείται ο εφευρέτης της σφήνας, του άξονα και του αλφαδιού. Σε αρχαία Αιγυπτιακά κείμενα αναφέρεται ότι κάποιος που η περιγραφή του ταιριάζει με τον Δαίδαλο συμμετείχε και σε κάποιες σχεδιάσεις της εποχής εκείνης στην Αίγυπτο. Η πρώτη εκτροπή ποταμού αναφέρεται στη μυθολογία όταν ως έκτο άθλο ο Ηρακλής άλλαξε την ροή του ποταμού Αλφειού για να καθαρίσει την κόπρο του Αυγεία στην Ήλιδα.


Στα όσα στη σφαίρα του μύθου αναφέρθηκαν συνοπτικότατα παραπάνω καταδεικνύεται το μόνιμο ενδιαφέρον των Ελλήνων για την Τεχνολογία, που με την ζωογόνο εισβολή της Επιστήμης στην Τεχνολογία ενισχύεται και συνεχίζεται αδιάπτωτο, με συνέπεια και συστηματικότητα με τη μορφή λαμπρών τεχνολογικών επιτευγμάτων, από τον 8ο έως τον 1ο π.Χ. αιώνα. Με εργαλείο τα καταγεγραμμένα επιτεύγματα της τεχνικής είναι δυνατό να έχουμε την εξέλιξη σε αυτό που ονομάζεται τεχνολογία. Η τεχνική συνδέεται με την προσπάθεια του ανθρώπου να δαμάσει και να εκμεταλλευτεί τη φύση.

Η τεχνολογία διατηρεί τα χαρακτηριστικά της τεχνικής, όμως απαιτεί γνώση, έρευνα και ανάδραση, ώστε να εκμεταλλευτεί και να βελτιώσει τη φύση με εξελικτικό τρόπο. Η τεχνολογία απαιτεί βαθιά γνώση των μαθηματικών και διέπεται από λογική. Καταρχήν ο άνθρωπος είχε να καλύψει την ανάγκη για μέτρηση μεγεθών, για υπολογισμό του χρόνου. Το εμπόριο και η οικονομία απαιτούν τη χρήση οργάνων μέτρησης διάφορων ποσοτήτων, όπως για παράδειγμα βάρους, μήκους και όγκου.

Η γεωμετρία αποτέλεσε τη βάση της καταγραφής της τοπογραφίας ενός χώρου, όπου για το σκοπό αυτό κατασκευάστηκε όργανο σκόπευσης και καθορισμού των συντεταγμένων (γεωδαιτικό όργανο). Η γεωδαιτική διόπτρα του Ήρωνα 120 π.Χ. ήταν ένα φορητό εργαλείο που επέτρεπε ακριβείς γεωδαιτικές μετρήσεις στην επιφάνεια της γης. Μετρούσε αζιμούθια, ύψη, μήκη, καθώς και γωνιακές αποστάσεις. Αποτελούνταν από ένα τρίποδο, πάνω στο οποίο στηρίζονταν το σκόπευτρο (γωνιόμετρο) και μια βαθμονομημένη πλάκα, επάνω στην οποία κινούνταν.

Το όργανο περιελάμβανε επίσης μηχανισμό ακριβείας για οριζόντια και κατακόρυφη περιστροφή του γωνιομέτρου με τη χρήση ατέρμονος κοχλία, καθώς και σκόπευτρο. Ο μηχανισμός ακριβείας ήταν κατασκευασμένος από ορείχαλκο. Άλλο αξιόλογο αρχιτεκτονικό και τοπογραφικό όργανο που θεωρείται απαραίτητο συμπλήρωμα της διόπτρας του Ήρωνα είναι ο χωροβάτης. Ο χωροβάτης, πρόγονος του σημερινού αλφαδιού, που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση των κλίσεων διαφόρων επιφανειών, σε τοπογραφικές σκοπεύσεις κ.α.

Το όργανο περιγράφει ο Ήρων ο Αλεξανδρεύς στο έργο του «Περί Διόπτρας», εξηγώντας με ποιο τρόπο ο μηχανικός Ευπαλίνος από τα Μέγαρα χάραξε το γνωστό Ευπαλίνειο όρυγμα στο σημερινό Πυθαγόρειο της Σάμου, το 520 π.Χ. Η συμβολή του Ήρωνα υπήρξε σημαντικότατη, τόσο στη διάσωση του έργου άλλων Ελλήνων μηχανικών, όσο και στη βελτίωση υπαρχόντων. Υπήρξε διευθυντής της περίφημης Ανώτατης Τεχνικής Σχολής της Αλεξάνδρειας (το πρώτο πολυτεχνείο στην ιστορία). Γνωστός είναι ο τύπος του Ήρωνα που υπολογίζει το εμβαδόν ενός τριγώνου σε σχέση με τις πλευρές:

F = (S × (S-a) × (S-b) × (S-c)) × 0,5

Όπου: F = το εμβαδόν του τριγώνου, a, b, c = το μήκος των πλευρών και S = (a + b + c) / 2.

Ο Ίππαρχος (190 - 124 π.Χ.) θεωρείται ο πατέρας της σύγχρονης τριγωνομετρίας και είναι ο πρώτος που προσδιόρισε γεωδαιτικά τη γεωγραφική θέση στηριζόμενος στο γεωγραφικό πλάτος και το γεωγραφικό μήκος. Επίσης υπολόγισε με αξιοπρόσεκτη ακρίβεια τους ισημερινούς της γης. Θεωρείται μάλιστα και εφευρέτης του αστρολάβου. Γνωστός έγινε ο αστρολάβος που χρησιμοποιούσε ο Απολλώνιος τον 3ο αιώνα αλλά και ο σφαιρικός αστρολάβος που χρησιμοποιούσε ο Εύδοξος τον 4ο αιώνα.

Η θεμελίωση της ιδέας ότι μαθηματικές πράξεις είναι δυνατό να εκτελεστούν μηχανικά, με ιδιαίτερη ακρίβεια, με συνδυασμούς συρμών οδοντωτών τροχών, οδήγησε στην καταγραφή χιλιομετρικών αποστάσεων με το οδόμετρο και, φυσικά, ο μηχανισμός των Αντικυθήρων, ο πρώτος υπολογιστής που χρησιμοποιούσε γρανάζια. Η μέτρηση των μεγάλων αποστάσεων, μέσω εξελιγμένων γεωμετρικών μεθόδων, επέτρεψε στον Αναξιμένη να μετρήσει την απόσταση Γης / Ηλίου και στον Ερατοσθένη να προσδιορίσει με ακρίβεια την περιφέρεια της γης (μετρήσεις της Συήνης).

Ο δίσκος της Φαιστού αποτελεί τον πρώτο σκληρό δίσκο στην ιστορία. Βρέθηκε στην Φαιστό της Κρήτης (περίπου 60 χιλιόμετρα νότια του Ηρακλείου) στις αρχές του 20ου αιώνα. Είναι φτιαγμένος από κεραμικό υλικό, έχει 16 εκ. διάμετρο και είναι διπλής όψης. Η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε είναι η γραμμική A (η πρώτη γνωστή Ελληνική γραπτή γλώσσα). Πιστεύεται ότι είναι από το 1600 π.Χ. Κατόπιν ο άνθρωπος έπρεπε να καλύψει την ανάγκη για επικοινωνία. Έπρεπε να επινοήσει τρόπους επικοινωνίας. Η αριθμητική και η γεωμετρία ήταν οι οδηγοί για τις τηλεπικοινωνιακές επαφές.

Η τοπογραφία ορίζει τις θέσεις των φρυκτωριών ενώ οι πυρσείες ήταν ένα σύστημα ανάλογο του Μορς με προεκτάσεις στο σημερινό δυαδικό σύστημα. Σύμφωνα με την παράδοση, η είδηση της νίκης των Ελλήνων στην Τροία μεταδόθηκε στην Ελλάδα με φρυκτωρίες, δηλαδή με το άναμμα φωτιάς στις κορυφές διαδοχικών βουνών. Στα μεταγενέστερα χρόνια υπήρξαν εφευρέσεις σημαντικά πιο προχωρημένες, όπως για παράδειγμα ο υδραυλικός τηλέγραφος του Αινεία και ο ακουστικός τηλέγραφος που χρησιμοποιήθηκε στις εκστρατείες του Μ. Αλεξάνδρου.


Ο άνθρωπος ήθελε από πολύ νωρίς «να ανοίξει τα φτερά του». Να διευρύνει τους ορίζοντές του. Επιτακτική ανάγκη ήταν να ναυπηγήσει πλοία, για το εμπόριο, πλοία πολεμικά. Η θάλασσα αποτελούσε τη βασική οδό μεταφοράς εμπορευμάτων στην αρχαία Ελλάδα. Για τον λόγο αυτόν αναπτύχθηκε τόσο η τεχνολογία κατασκευής φορτηγών πλοίων για την εξυπηρέτηση του εμπορίου, όπως ήταν το πλοίο της Κυρήνειας και η ολκάς (πρόγονος του σημερινού τρεχαντηριού), όσο και η τεχνολογία κατασκευής πολεμικών πλοίων για την προστασία των θαλάσσιων δρόμων επικοινωνίας.

Αυτά τα πλοία ήταν η πεντηκόντορος και η τριήρης που κυριάρχησαν στην ανατολική Μεσόγειο για πάνω από 1.000 χρόνια. Στα δυσδιάκριτα όρια μεταξύ μυθολογίας και ιστορίας κάνει την εμφάνισή του ο ενδόμυχος πόθος του ανθρώπου να πετάξει (Ίκαρος). Ο Αρχύτας (440 - 360 π.Χ.) ήταν μαθηματικός από τον Τάραντα μαθητής του Πυθαγόρα που ασχολήθηκε μεταξύ πολλών άλλων και με πτήσεις. Η ιπτάμενη περιστερά του (γύρω στα 420 π.Χ.) αποτελεί την πρώτη αυτοπροωθούμενη ιπτάμενη μηχανή σε όλο τον κόσμο. Οι αρχαίοι Έλληνες αφού ταξίδεψαν και αποίκησαν, περιέγραψαν την επιφάνεια της γης.

Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν χάρτες της υφηλίου. Αυτό αποδεικνύεται περίτρανα: από την ανακάλυψη των χαρτών του Piri Reis που απέδειξε ότι οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν όλη την υφήλιο, επίσης από την ανακάλυψη του «χάρτη του Zeno» (1380) που απέδειξε ότι οι αρχαίοι είχαν εξερευνήσει τις χώρες του Αρκτικού κύκλου, αφού σ’ αυτόν παρουσιάζονται όρη της Γροιλανδίας, που επισημάνθηκαν μόλις το 1947 - 1949 καθώς επίσης το ίδιο ισχύει και για την Ανταρκτική, όπως απέδειξε η εύρεση του χάρτη που σχεδίασε το 1737 ο Γάλλος ακαδημαϊκός Φιλίπ Μπυά, ως αντίγραφο πανάρχαιων Ελληνικών χαρτών, όπου παρουσιάζεται η Ανταρκτική να αποτελείται από δύο νησιά, μία ανακάλυψη του 1958.

Ο Ίππαρχος (190 - 124 π.Χ.) έφτιαξε καταλόγους με χάρτες και υπολογισμούς φωτεινότητας σχεδόν 1000 άστρων. Ο Μαρίνος ο Τύριος υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους χαρτογράφους του αρχαίου κόσμου. Περίπου το 100 μ.Χ. επινόησε την κυλινδρική προβολή στον σχεδιασμό του χάρτη με τα αυξομερή πλάτη. Αργότερα ο Κλαύδιος Πτολεμαίος συμπλήρωσε και βελτίωσε το σύστημα το οποίο χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα. Ο μαθητής του Αριστοτέλη Δικαίαρχος φτιάχνει τον πρώτο χάρτη της γης λαμβάνοντας υπόψη την σφαιρικότητά της.

Με την κατασκευή των πρώτων οικισμών ο άνθρωπος απομακρύνθηκε από τις πηγές νερού και τροφής. Οι διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες του ανθρώπου ως συνεπακόλουθο της αύξησης του πληθυσμού και η ανάπτυξη του εμπορίου ώθησαν στην ανάπτυξη της οικοδομικής και στη δημιουργία μεγάλων τεχνικών έργων. Ο αυτοματισμός και η δημιουργία μηχανισμών για την κατασκευή τεχνικών έργων είναι μια από τις σημαντικότερες διαστάσεις της αρχαίας Ελληνικής τεχνολογίας.

Όλα είναι πλέον δυνατά για τον αρχαίο Έλληνα, μπορεί να χωροθετήσει, να κατασκευάσει επιβλητικά ανάκτορα,αποχετευτικά δίκτυα, υδραγωγεία, να διανοίξει σήραγγες και διώρυγες, να αλλάξει τη ροή των ποταμών, να αποξηράνει λίμνες, να κατασκευάσει φράγματα, οχυρωματικά έργα κ.ά. Η ανθεκτικότητα των δημόσιων οικοδομών της αρχαίας Ελλάδας, όπως για παράδειγμα οι ναοί, είναι εντυπωσιακή αν αναλογισθεί κανείς ότι έχουν αντέξει για χιλιετίες. Λιγότερο γνωστά είναι τα οικοδομικά και τεχνικά έργα της καθημερινής ζωής.

Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν επιτύχει τη συστηματική ύδρευση και αποχέτευση των πόλεων και είχαν αναπτύξει την οδοποιία και τη γεφυροποιία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα δικτύου ύδρευσης και αποχέτευσης για ολόκληρη πόλη αποτελούν η Κνωσός και η Θήρα. Οι ανασκαφές του Arthur Evans στις αρχές του προηγούμενου αιώνα έφεραν στο φως ένα εντυπωσιακό σύστημα ύδρευσης και αποχέτευσης στην Κνωσό με την ύπαρξη σιφωνίου για την αποφυγή των δυσάρεστων οσμών. Η ύπαρξη ενδοδαπέδιας θέρμανσης σε κάποια δωμάτια του παλατιού αποτελεί περίτρανο δείγμα της εξελικτικής ανωτερότητας του Μινωικού πολιτισμού.

Το ξανασυναντάμε και στην Θήρα με οργανωμένο αποχετευτικό δίκτυο, μεταξύ άλλων, στα πολυώροφα σπίτια και στις υδραυλικές εγκαταστάσεις της Σαντορίνης. Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός έχει να επιδείξει ένα από τα πρώτα δίκτυα ύδρευσης αλλά και ένα από τα πρώτα οδικά δίκτυα στην Ευρώπη. Το οδικό δίκτυο αποτελούνταν από δρόμους πλάτους μέχρι 5 μέτρων και όπου υπήρχε ανάγκη κατασκευαζόταν γέφυρα. Σε πολλά σημεία σώζεται ακόμη και στις μέρες μας το αρχαίο οδικό δίκτυο (π.χ. στην Αργολίδα).

Στους αρχαίους δρόμους συναντούνται και ζεύγη αυλακώσεων βάθους 7 - 10 εκ. και πλάτους περίπου 20 εκ. με απόσταση μεταξύ τους 1,4 μ. ή 1,8 μ. που εξυπηρετούσαν τα τροχοφόρα οχήματα της εποχής. Υπάρχουν αναφορές ότι την κατασκευή και σχεδίαση νέων δρόμων αναλάμβαναν οι Αμφικτύονες που χρέωναν ανάλογα και τις πόλεις για την κατασκευή. Πολλές φορές κάποιοι πλούσιοι της εποχής χορηγούσαν τα έξοδα κατασκευής κάποιων δρόμων. Η γέφυρα της Βαλύρας (άνω Πάμισος), η οποία χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα, επιβεβαιώνει την συνέχιση της αρχαίας Ελληνικής γνώσης για την οικοδομική χρήση της καμάρας μέχρι και τον 3ο αιώνα π.Χ.

Εντυπωσιακό παραμένει το μέγεθος των ογκολίθων που χρησιμοποιήθηκαν σε αυτές τις γέφυρες και τις κατατάσσει στα Κυκλώπεια κτίσματα. Η ανθρωπότητα θα χρειαστεί ακόμη 1.500 χρόνια για να ξαναπετύχει διάμετρο θόλου κάτι λιγότερο από είκοσι μέτρα (θησαυρός του Ατρέως, 13ος αιώνας π.Χ.). Το Ευπαλίνειο όρυγμα αποτελεί το αρχαίο υδραγωγείο του Πυθαγορείου της Σάμου κατασκευασμένο από τον Ευπάλινο πολύ πριν από τον 6ο π.Χ. αιώνα. Είναι καταπληκτικός ο τρόπος που συνδυάστηκαν η Γεωμετρία, η Γεωδαισία και η Οπτική για να κατασκευασθεί αυτό το μοναδικό για τα χρονικά του μνημείο.

Η αποξήρανση της τεράστιας λίμνης της Κωπαΐδας (13ος - 14ος αιώνας π.Χ.), δίκαια χαρακτηρίστηκε κολοσσιαία, από την άποψη της έκτασης όσο και της τεχνολογίας που χρησιμοποιήθηκε. Τα ευρείας κλίμακας αρδευτικά και αποξηραντικά έργα που εκτέλεσαν οι Μινύες του Ορχομενού στην κοιλάδα της Κωπαΐδας, αποδεικνύουν μεγάλες ικανότητες υδραυλικής μηχανικής οι οποίες θα χρειάζονταν άλλα 1.000 χρόνια για να ξαναποκτηθούν (γύρω στον 4ο αιώνα π.Χ.). Σύμφωνα με τον Ηράκλειτο, «πατήρ πάντων ο πόλεμος». Η πόλη – κράτος όσο πιο ισχυρή ήταν οικονομικά τόσο πιο πολλά επένδυε στον πολεμικό τομέα.

Χρησιμοποιήθηκε πρακτική εμπειρία και υπολογισμοί για την κατασκευή μεγάλων μηχανών. Καθοριστική επίδραση στην ποσοτικοποίηση των εφαρμογών στα οπλικά συστήματα, είχε ο Μέγας Αλέξανδρος. Αντιπροσωπευτικά δείγματα αποτελούν πολλοί καταπέλτες και βαλλίστρες, καθώς και εκτοξευτές υγρού πυρός. Πέρα από τις καθημερινές ανάγκες, οι αρχαίοι Έλληνες εφευρέτες είχαν κατασκευάσει και μηχανισμούς για τον εντυπωσιασμό των επισκεπτών ναών καθώς και για τη διασκέδαση του κοινού.

Ονομαστές έμειναν οι εφευρέσεις του Ήρωνα, όπως για παράδειγμα οι αυτόματες πύλες ναού, οι οποίες άνοιγαν όταν γινόταν θυσία στον βωμό και έκλειναν με το τέλος της, και η περίφημη αιολόσφαιρα, η πρώτη ατμομηχανή 1.500 χρόνια πριν από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης. Εκτός από τους παραπάνω μηχανισμούς στην αρχαιοελληνική μηχανολογία συναντάμε ανυψωτικές μηχανές, ποικίλες αντλίες, κοχλίες (του Αρχιμήδη), πρέσες λαδιού (του Ήρωνα), βαρούλκα, πολύσπαστα (τροχαλίες), οργανωμένη μαζική επεξεργασία ορυκτών, μηχανική κοπή νομισμάτων και αυτόματες κρήνες.

Οι αρχαίοι Έλληνες για να ικανοποιήσουν το πάθος τους για το θέατρο και τη μουσική εφηύραν οπτικά και ακουστικά επιτεύγματα. Τα αρχαία θέατρα εκτός από ειδυλλιακές τοποθεσίες αποτελούν μοναδικά στολίδια ακουστικής και οπτικής με ενδιαφέροντα ευρήματα αρχαίων τηλεπικοινωνιών. Ο «από μηχανής θεός» όπου με τη βοήθεια ενός ξύλινου γερανού, εμφανιζόταν στη σκηνή του θεάτρου το Θεϊκό πρόσωπο, ώστε να φαίνεται ότι έρχεται από ψηλά. Η μουσική αποτελεί σημαντικό στοιχείο κάθε πολιτισμού. Στην αρχαία Ελλάδα έχει ιστορία που φτάνει τουλάχιστον ως το 3.000 π.Χ. και πίστευαν ότι η μουσική ήταν ο μεσολαβητής μεταξύ ανθρώπων και θεών.

Είχαν κατασκευαστεί πολλά μουσικά όργανα, πέρα από τη λύρα και τον αυλό που είναι γενικά γνωστά. Αντιπροσωπευτικό δείγμα αποτελεί η ύδραυλις, ένα μουσικό όργανο που μοιάζει με το σημερινό εκκλησιαστικό όργανο και η αρχή λειτουργίας του είναι παρόμοια με την αρχή διανομής του φυσικού αερίου στις μέρες μας. Βασικό ρόλο στον τεχνολογικό πολιτισμό ενός λαού παίζει και η τεχνολογία των υλικών, κυρίως των μετάλλων. Κατά τον Όμηρο οι αρχαίοι Έλληνες είχαν ανακαλύψει πώς να επεξεργάζονται τον ορείχαλκο ενώ μεταγενέστερα ασχολήθηκαν με τη μεταλλουργία του σιδήρου.

Οι αρχαίοι Έλληνες γενικά επιδόθηκαν με μεγάλο ζήλο στη Μεταλλευτική και τη Μεταλλουργεία με δημιουργία μέσων που συνέβαλαν στην γενικότερη άνοδο και εξέλιξη του Πολιτισμού στον Ελλαδικό χώρο, από την 5η χιλιετία τουλάχιστον π.Χ. και μέχρι το τέλος των αρχαίων χρόνων.Το πλυντήριο μεταλλεύματος για την παραγωγή του αργύρου στην Λαυρεωτική κατά τους κλασσικούς χρόνους και το πρώτο, ίσως, έγγραφο βιομηχανικού πρότυπου στο οποίο καταγράφονται οι προδιαγραφές κατασκευής (ISO) των συνδέσμων των κιόνων ενός ναού αποτελούν σπουδαία δείγματα.

Τέλος, σημαντικό ρόλο παίζουν και οι εφευρέσεις που υποστηρίζουν τις δραστηριότητες της καθημερινής ζωής. Χαρακτηριστικά δείγματα αποτελούν ένας εκχυμωτής για την έκθλιψη φρούτων που βρέθηκε στο Δίον Πιερίας, ένας αργαλειός και μια ύσπληγα, ένας μηχανισμός που εξασφάλιζε την ταυτόχρονη εκκίνηση των δρομέων, ίχνη του οποίου έχουν διασωθεί στο στάδιο της Αρχαίας Ολυμπίας.


ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

3000 π.Χ.: Έναρξη λειτουργίας του μεταλλείου ασημιού στο Θορικό Λαυρίου.
2500 π.Χ.: Λειτουργία μεταλλευτικών κλιβάνων στο χωριό Στενό Αρκαδίας. Το 1980 ανακαλύφθηκαν στο χωριό Στενό Αρκαδίας έξι μονάδες χύτευσης μετάλλων με τεχνολογία παρόμοια με της υψικαμίνου, που χρονολογούνται ανάμεσα στα 2500 - 2200 π.Χ. ανατρέποντας τις μέχρι τώρα απόψεις για τη μεταλλουργική δραστηριότητα εκείνης της εποχής.
2000 π.Χ.: Κατασκευή μεγαλιθικών μνημείων Μάνης.
1500 π.Χ.: Παρουσία των περίφημων πλοίων της Θήρας. Τα πλοία της Θήρας έγιναν γνωστά.μέσα από τις περίφημες τοιχογραφίες που ήρθαν στο φως το 1973. Παρουσιάζουν επτά καλοζωγραφισμένα πλοία της περιόδου 1600 - 1500 π.Χ., που δείχνουν υψηλό επίπεδο ναυπηγικής αρτιότητας. Είναι εντυπωσιακό ότι αυτή η ναυπηγική παράδοση «χάνεται» για τα επόμενα 600 χρόνια και επανεμφανίζεται την εποχή της τριήρους, στους Αρχαϊκούς και Κλασικούς χρόνους.
1450 π.Χ.: Αρδευτικά και αποξηραντικά έργα στην Κωπαΐδα.
1200 π.Χ.: Έναρξη εργασιών στα μεταλλεία Λαυρίου. Τα μεταλλεία του Λαυρίου, που στήριξαν την ανάπτυξη της Αθηναϊκής Δημοκρατίας (παρείχαν 750 τάλαντα κατ’ έτος), άρχισαν να λειτουργούν πολύ νωρίτερα, το 1200 π.Χ., και η εκμετάλλευσή τους συνεχίστηκε μέχρι το τέλος του 4ου αιώνα π.Χ. Εκεί αναπτύχθηκαν τρεις σημαντικές μεταλλουργικές τεχνικές, η μαζική εκκαμίνευση και τήξη των μετάλλων, ο εμπλουτισμός των μεταλλευμάτων και η μηχανοποίηση της κοπής των νομισμάτων.
1000 π.Χ.: Κατασκευή του Αινιγματικού «Δρακόσπιτου» της Όχης.
780 π.Χ.: Χρήση του Αλφαβήτου.
650 π.Χ.: Έκδοση των πρώτων νομισμάτων.
650 π.Χ.: Ναυπήγηση της πρώτης τριήρους από τον Αμεινοκλή. Οι τριήρεις ήταν μακριά και στενά πλοία με τρεις σειρές κωπηλατών, με έναν ιστό και αρκετά πολύπλοκη εξάρτηση. Το μήκος τους έφτανε τα 40 μέτρα και το πλήρωμά τους αποτελείτο από 200 άνδρες περίπου.
600 π.Χ.: Κατασκευή της Διόλκου στην Κόρινθο. Ο Δίολκος των νεών, ήταν ένα από τα σημαντικότερα τεχνικά έργα της αρχαιότητας και ένωνε τα δύο λιμάνια των Κεχρέων στο Σαρωνικό και του Λέχαιου στον Κορινθιακό. Ήταν ένας λιθόστρωτος δρόμος πλάτους από 3,5 - 5 μ. με αυλακώσεις πάνω στις οποίες κυλούσαν πλατφόρμες που μετέφεραν τα σκάφη από το ένα λιμάνι στο άλλο.
580 π.Χ.: Το πρώτο πιεστήριο λαδιού.
570 π.Χ.: Ο Γλαύκος ο Χίος εφαρμόζει μέθοδο συγκόλλησης σιδηρών τμημάτων.
550 π.Χ.: Ο Αναξίμανδρος εφευρίσκει τον Γνώμονα και το Χάρτη.
540 π.Χ.: Ανέγερση του ναού της Αρτέμιδος στην Έφεσο. Ο Χερσίφρων ο Κνώσσιος αναλαμβάνει μαζί με τον Μεταγένη και τον Θεόδωρο την ανέγερση του ναού της Αρτέμιδος στην Έφεσο. Ο ναός, που περιλαμβάνεται στα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου, καταστράφηκε το 365 π.Χ. από τον Ηρόστρατο.
530 π.Χ.: Αναφέρονται οι πρώτες ανυψωτικές μηχανές. Η χρήση γερανών και άλλων ανυψωτικών μηχανών πρέπει να είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα. Η αναφορά σηματοδοτεί περισσότερο την έναρξη της συστηματικής μελέτης των αρχών λειτουργίας και των τεχνικών κατασκευής τους. Οι βασικοί τύποι ήταν πέντε: ο μοχλός, η απλή τροχαλία, η διπλή τροχαλία, το πολύσπαστο και το βαρούλκο. Με συνδυασμούς αυτών κατασκευάζονταν πιο πολύπλοκες ανυψωτικές μηχανές, όπως αυτές που αναφέρει ο Ήρωνας, η μονόκολος, η δίκολος, η τρίκολος και τετράκολος.
520 π.Χ.: Κατασκευή της περίφημης σήραγγας στη Σάμο από τον Ευπαλίνο. Η σήραγγα έχει μήκος 1.040 μ. και διατομή 1,80x1,80 μ. Η κατασκευή της άρχισε ταυτόχρονα και από τις δύο πλευρές και προχώρησε με εντυπωσιακή ακρίβεια έτσι ώστε τα δύο συνεργεία να συναντηθούν στο μέσο της απόστασης με ελάχιστη απόκλιση.
510 π.Χ.: Αρχίζει η κατασκευή του Ηραίου στη Σάμο.
450 π.Χ.: Ο Φειδίας κατασκευάζει το γιγάντιο άγαλμα του Δία στην Ολυμπία.
425 π.Χ.: Ο Αρχύτας κατασκευάζει την πρώτη ιπτάμενη μηχανή. Η «πετομηχανή» όπως την ονόμαζε ο Αρχύτας ο Ταραντίνος, λειτουργούσε με συμπιεσμένο αέρα και ένα σύστημα αεροπροώθησης που της επέτρεπε να πετά σε αποστάσεις περίπου 200 μ. Στον Αρχύτα αποδίδεται επίσης η κατασκευή της βίδας και της παιδικής ροκάνας.
400 π.Χ.: Χρησιμοποιούνται ο καταπέλτης και η βαλλίστρα. Πιστεύεται ότι εφευρέθηκαν από τους μηχανικούς του Διονυσίου του Πρεσβύτερου (399 π.Χ.) και αποτελούν χαρακτηριστική περίπτωση εφαρμογής επιστημονικών μεθόδων στην τεχνολογία του πολέμου. Όπως αναφέρει ο Βιτρούβιος στο έργο του De Architectura: «οι βαλλίστρες κατασκευάζονται με ποικίλες αρχές έτσι ώστε να παράγουν το ίδιο αποτέλεσμα. Μερικές λειτουργούν με χειρομοχλούς, άλλες με τροχαλίες, άλλες με άλλου είδους ανυψωτήρες και άλλες με τη βοήθεια τυμπάνων. Πάντως, καμία βαλλίστρα δεν κατασκευάζεται χωρίς να ληφθεί υπόψη το βάρος της πέτρας που πρόκειται να εκτοξεύσει. Για το λόγο αυτό οι αρχές του δεν είναι εύκολα κατανοητές από τον καθένα, παρά μόνο από εκείνους τους τεχνίτες που γνωρίζουν τη γεωμετρική επεξεργασία των αριθμών και των πολλαπλασίων τους».
380 π.Χ.: Έναρξη λειτουργίας των ελικοειδών πλυντηρίων στο Λαύριο.
360 π.Χ.: Ο Εύδοξος ανακαλύπτει τον αστρολάβο και τον πόλο.
350 π.Χ.: Γίνεται γνωστή η χρήση του υδραυλικού τηλέγραφου. Ο υδραυλικός τηλέγραφος είναι το πρώτο μηχανοποιημένο επικοινωνιακό σύστημα. Αποτελείται από δύο όμοιες μηχανές που τοποθετούνται σε δύο σημεία με οπτική επαφή και απόσταση 20 - 30 χλμ. Κάθε μηχανισμός διέθετε έναν πλωτό σωλήνα με χαραγές που αντιστοιχούσαν σε κωδικοποιημένες εντολές. Η επικοινωνία στηρίζονταν στη συγχρονισμένη μετακίνηση των δύο σωλήνων.
356 π.Χ.: Χτίζεται ο ναός της Αρτέμιδος στην Έφεσο.
353 π.Χ.: Χτίζεται το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού.
332 π.Χ.: Πολεοδομικό σχέδιο της Αλεξάνδρειας: Ο Δεινοκράτης ο Ρόδιος αναλαμβάνει, κατ’ εντολή του Μ. Αλεξάνδρου να εκπονήσει το σχέδιο που χαρακτηρίζεται από τους κάθετους μεταξύ τους δρόμους. Θα αποτελέσει πρότυπο για πολλές μεταγενέστερες πόλεις.
330 π.Χ.: Κολοσσιαίοι κίονες στα λατομεία Ευβοίας.
320 π.Χ.: Οι μηχανικοί του Μ. Αλεξάνδρου: Ο στρατός του Μεγάλου Αλεξάνδρου διέθετε ένα πλήθος τεχνίτες και μηχανικούς, όπως μεταλλουργούς, τοπογράφους, ξυλουργούς, γεφυροποιούς, ναυπηγούς, σηραγγοποιούς και πολλών άλλων ειδικοτήτων, ένα «σώμα μηχανικού», που κυριολεκτικά μεταμόρφωσε όχι μόνο την πολεμική τεχνολογία αλλά και την πολεοδομία, την γεφυροποιία, την ναυπηγική.
300 π.Χ.: Η πρώτη αναφορά σε διαδικασίες ποιοτικού ελέγχου: έλεγχος γνησιότητας των νομισμάτων.
300 π.Χ.: Το αρδευτικό σύστημα της Περαχώρας.
290 π.Χ.: Οι πολεμικές μηχανές του Δημητρίου του Πολιορκητή.
280 π.Χ.: Τελειώνει η κατασκευή του Κολοσσού της Ρόδου.
270 π.Χ.: Ο Ηρόφιλος και τα πρώτα χειρουργικά εργαλεία.
287-212 π.Χ.: Αρχιμήδης: Μερικά από τα επιτεύγματά του: ατέρμων κοχλίας, οδοντωτοί τροχοί, υδραυλικό ωρολόγιο, καύση του Ρωμαϊκού στόλου με κάτοπτρα.
275 π.Χ.: Χτίζεται ο Φάρος της Αλεξάνδρειας.
285-222 π.Χ.: Πνευματικές μηχανές του Κτησίβιου. Ο Κτησίβιος κατασκευάζει πολλές μηχανές που χρησιμοποιούν πεπιεσμένο αέρα και πολύπλοκες αντλίες. Ανάμεσά του ξεχωρίζει ένα μουσικό όργανο, η ύδραυλις, η πρόγονος ουσιαστικά του εκκλησιαστικού οργάνου.
260-180 π.X.: Φίλων ο Βυζάντιος. Από τους σημαντικότερους μηχανολόγους της Αρχαιότητας. Συνέγραψε βιβλία όπου περιγράφονται οι αρχές λειτουργίας πολλών μηχανισμών. Πολλά από αυτά έχουν διασωθεί: μοχλοί, πνευματικά, κλεψύδρα, πολιορκητική, πολεμικές μηχανές, οδοντωτοί τροχοί.
240 π.Χ.: Ναυπηγείται η Συρακουσία, το μεγαλύτερο πλοίο ψυχαγωγίας.
250 π.Χ.: Χρησιμοποιείται ηλιακό ρολόι με τρεις χάλκινους δακτυλίους.
210 π.Χ.: Ναυπηγούνται τεράστια πολεμικά πλοία.
90 π.Χ.: Κατασκευάζεται ο περίφημος υπολογιστής των Αντικυθήρων. Το 1901, στα Αντικύθηρα, σφουγγαράδες ανακαλύπτουν ένα ναυάγιο από όπου ανασύρθηκε ένα περίεργο αντικείμενο που έμελλε να δημιουργήσει πολλές διαμάχες σχετικά με την τεχνολογία των αρχαίων Ελλήνων. Ήταν ένας μηχανισμός με γρανάζια που η ακτινοσκοπική εξέτασή του στο Κέντρο Ερευνών «Δημόκριτος» από τον καθηγητή Derek de Solla Price του Πανεπιστημίου Yale, με τη συνεργασία του Έλληνα πυρηνικού φυσικού Χαρ. Καράκαλου, το 1973, αποκάλυψε ότι ήταν ο πιο πολύπλοκος μηχανισμός που είχε κατασκευαστεί μέχρι το 1200 μ.Χ.. Πρόκειται για ένα μηχανικό υπολογιστή που δείχνει τις κινήσεις του Ήλιου, της Γης και της Σελήνης με μεγάλη ακρίβεια.
50 π.Χ.: Ο Ανδρόνικος Κυρρήστης και το υδραυλικό ρολόι.
100 μ.Χ.: Κατασκευή του ατμολέβητα από τον Ήρωνα τον Αλεξανδρινό.


ΟΙ ΣΧΟΛΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

Οι ρίζες του αυτοματισμού και των αυτόματων μηχανών βρίσκονται 3.000 χρόνια πριν και συγκεκριμένα στην τότε περιοχή του αρχαίου Ελληνικού κόσμου. Τα μαθηματικά ως επιστήμη ήταν στενά συνυφασμένα με τα τεχνολογικά επιτεύγματα. Χρησιμοποιήθηκαν όχι μόνο θεωρητικά αλλά και ως εργαλεία, καθώς σε αυτά βασίστηκε ένα ευρύ φάσμα εφαρμογών και τα μέσα για τα μηχανολογικά σχέδια της περιόδου αυτής.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο Θαλής, ο Πυθαγόρας, ο Ευκλείδης και ο Αρχιμήδης ήταν κατά κύριο λόγο μαθηματικοί. Επιπλέον, η επίσημες πρακτικές της εφαρμοσμένης μηχανικής, ως διακριτά πεδία της θεωρητικής μηχανικής βασίστηκαν εξ' ολοκλήρου στο έργο του Αρχιμήδη. Υπήρχαν τρία κύρια θεσμικά όργανα στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, που συνέβαλαν στην επιστήμη και στην τεχνολογία: η Ακαδημία του Πλάτωνα, το Λύκειο του Αριστοτέλη και η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας.

Η Ακαδημία του Πλάτωνα και το Λύκειο του Αριστοτέλη λειτουργούσαν ως οικονομικά ανεξάρτητα πανεπιστήμια τα οποία εστίαζαν περισσότερο στην επιστήμη. Το μουσείο και η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας ιδρύθηκαν το 300 π.Χ. και λειτουργούσαν περισσότερο ως ερευνητικά εργαστήρια τα οποία εξαρτιόντουσαν οικονομικά από τους ηγεμόνες της Αιγύπτου.

Η Ακαδημία του Πλάτωνα

Ο Πλάτωνας ξεκίνησε τη φιλοσοφική του καριέρα ως μαθητής του Σωκράτη. Όταν ο δάσκαλός του πέθανε, ο Πλάτωνας ταξίδεψε στην Αίγυπτο και την Ιταλία, σπούδασε μαζί με τους μαθητές του Πυθαγόρα και ξόδεψε αρκετά χρόνια ως σύμβουλος στην οικογένεια που κυβερνούσε τις Συρακούσες. Τελικά, επέστρεψε στην Αθήνα και δημιούργησε τη δική του σχολή φιλοσοφίας στην ακαδημία . Στην ακαδημία, ο Πλάτωνας προσπάθησε να μεταδώσει στους μαθητές του το Σωκρατικό τρόπο σκέψης και να τους οδηγήσει στην επίτευξη της κατανόησης της φιλοσοφικής αλήθειας διαμέσου της μαθηματικής γνώσης.

Η «αλήθεια» είναι μια έννοια που απασχόλησε αρκετά τον Πλάτωνα, στην οποία οικοδομεί ολόκληρο το σύστημα και πιο συγκεκριμένα, επί του ιδεώδους της αλήθειας μέσω της ορθολογικής επιστήμης. Στις αρχικές διδακτικές προσπάθειές του, ο Πλάτωνας προσπάθησε να διαβιβάσει το πνεύμα της Σωκρατικής διδασκαλίας παρουσιάζοντας ακριβείς αναφορές απ’ τις συζητήσεις του με το δάσκαλό του. Βασική πηγή για τις διδασκαλίες αυτές είναι οι ''διάλογοι''. Ένα από τα σημαντικότερα έργα του είναι και απολογία του Σωκράτη η οποία φέρει μια περιγραφή της φιλοσοφικής ζωής του Σωκράτη όπως ο ίδιος τη παρουσίασε στο Αθηναϊκό δικαστήριο.

Οι μεσαίοι διάλογοι του Πλάτωνα, αναπτύσσουν, διατυπώνουν, και υποστηρίζουν τα δικά του συμπεράσματα σε ό,τι αφορά κεντρικά φιλοσοφικά θέματα. Ξεκινώντας με τον Μένωνα, για παράδειγμα, ο Πλάτωνας όχι μόνο αναφέρει τη γνώμη του Σωκράτη, πως κανείς δε κάνει λάθος εν γνώση του, αλλά επίσης εισάγει το δόγμα της πνευματικής ηρεμίας σε μια απόπειρα να ανακαλύψει αν η αρετή μπορεί να διδαχθεί ή όχι. Τέλος, ένα άλλο αριστούργημα του Πλάτωνα είναι η ''Πολιτεία''.

Αυτή ξεκινά με ένα Σωκρατικό διάλογο σχετικά με μα τη φύση της δικαιοσύνης αλλά προχωρά κατευθείαν σε μια επεκταμένη συζήτηση για τις αρετές της δικαιοσύνης, της σοφίας, της ανδρείας, και της σωφροσύνης όπως παρουσιάζονται στο καθένα ατομικά αλλά και στη κοινωνία σαν σύνολο. Το όραμά του αυτό για την ιδανική κοινωνία ή το ιδανικό άτομο, απαιτούσε την ύπαρξη ενός εκπαιδευτικού προγράμματος εφαρμοζόμενο τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες. Το μεγαλύτερο, ίσως, έργο του είναι η ακαδημία του.

Μάλιστα οφείλουμε να πούμε πως το παιδαγωγικό έργο του Πλάτωνα έχει υπερβεί κατά πολύ σε ιστορική σημασία το πολιτικό του έργο. Η Ακαδημία ήταν σχολή ανωτέρων μελετών και εκπαιδευτικό ίδρυμα ταυτόχρονα. Είχε ισχυρή καταστατική συγκρότηση και παρουσιάζεται περισσότερο υπό τη μορφή μιας αδελφότητας, μιας φιλοσοφικής αίρεσης, τα μέλη της οποίας αισθάνονται στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους και διακρίνεται και από μια οικειότητα στις σχέσεις μεταξύ των μαθητών και των δασκάλων την οποία θα χαρακτηρίζαμε στοργική και φιλική συνάμα.

Ο Πλάτωνας, εμφανίζεται ως οπαδός των ενεργητικών μεθόδων. Η διαλεκτική του είναι ασυμβίβαστη ως προς το παθητικό δογματισμό. Την άποψη αυτή δικαιολογεί το γεγονός πως ο Πλάτωνας εφόσον ήταν μαθητής του Σωκράτη (μέσω του οποίου ξεκίνησε τη φιλοσοφική του καριέρα) λογικό ήταν να περάσει τις δικές του μεθόδους. Έτσι λοιπόν, ο Πλάτωνας απέφευγε τη ''μασημένη τροφή'' στη διδασκαλία του. Προτιμούσε αντί να δώσει έτοιμο το αποτέλεσμα στους μαθητές, να τους αφήσει να ψαχτούν ώστε να οδηγηθούν οι ίδιοι μέσω της έρευνας στη σωστή λύση.

Γι’ αυτό ας μη φανταστούμε τη διδασκαλία στην ακαδημία του Πλάτωνα υπό την έννοια μιας δογματικής διδαχής. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι υπήρχε ένα πνεύμα οικειότητας μεταξύ των δασκάλων και των μαθητών αν κρίνουμε από τις διάφορες συζητήσεις πού λάμβαναν μέρος στα διάφορα συμπόσια, τα οποία σύμφωνα με τον Πλάτωνα αν χρησιμοποιούνταν με λογική και μέτρο αποτελούσαν οργανικά στοιχεία της αγωγής. Πόσο μάλλον αν κρίνουμε από το γεγονός ότι δάσκαλοι και μαθητές συμβίωναν στον ίδιο χώρο.

Ο Πλάτωνας προσέδιδε στα μαθηματικά μεγάλη αξία καθότι πίστευε πως μόνο αυτά είναι ικανά να οδηγήσουν στη κατάκτηση της αλήθειας. Συγκεκριμένα αναφέρει πως πρέπει να «κατευθύνει τη μελέτη των μαθηματικών προς ό,τι θα οδηγήσει το πνεύμα να απαλλαγεί από το αισθητό και να αντιληφθεί και να συλλάβει το νοητό, το οποίο αποτελεί τη μόνη αληθινή πραγματικότητα, τη μόνη απόλυτη αλήθεια». Έτσι η διδασκαλία των μαθηματικών κατείχε περίοπτη θέση στο πρόγραμμα της ακαδημίας.


Το Λύκειο του Αριστοτέλη

Ο Αριστοτέλης γεννήθηκε το 384 π.Χ. στα Στάγιρα της Χαλκιδικής. Ο θείος του Πρόξενος τον δίδαξε Ελληνικά, ρητορική και ποίηση. Μαθήτευσε στην Ακαδημία του Πλάτωνος και -σύμφωνα με το Διογένη το Λαέρτιο- αργότερα δίδαξε ρητορική και διαλεκτική. Η συνεισφορά του στη φυσική φιλοσοφία είναι μεγάλη. Μελέτησε την ύλη, τις μεταβολές, την κίνηση, το χώρο, το χρόνο και το διάστημα. Συνέβαλλε καθοριστικά στην ανάπτυξη και εξέλιξη της αστρονομίας, της χημείας, της μετεωρολογίας και της μαθηματικής επιστήμης με τη συστηματοποίηση του αφαιρετικού συμπερασματικού τρόπου σκέψης.

Το Λύκειο ήταν ένα από τα γυμνάσια της Αθήνας, δηλαδή ένας από τους χώρους έξω από τα τείχη, κοντά όμως στην πόλη, όπου σύχναζαν και αθλούνταν οι νέοι. Στα γυμνάσια όμως σύχναζαν και πολλοί σημαντικοί άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, που συζητούσαν τόσο μεταξύ τους όσο και με τους νέους. Την ονομασία του « Λύκειο» την οφείλει στο Λύκειο Απόλλωνα, στον οποίο ήταν αφιερωμένο. Στο χώρο αυτό δίδασκε ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ. ο Σωκράτης και σε αυτό το χώρο εγκατέστησε αργότερα τη φιλοσοφική του σχολή ο Αριστοτέλης.

Το Λύκειο ήταν σε μια ειδυλλιακή δενδρόφυτη περιοχή στους πρόποδες του Λυκαβηττού, κοντά στην όχθη του Ιλισού ποταμού. Εκεί ο Αριστοτέλης δίδασκε τους μαθητές του και συνομιλούσε με τους συνεργάτες του περπατώντας κατά την παράδοση, γι’ αυτό το λόγο η φιλοσοφική σχολή που ίδρυσε ονομάστηκε και Περιπατητική. Τα μαθήματα στο Λύκειο ήταν πρωινά, (ακροαματικοί λόγοι) και απογευματινά (εγκύκλιοι λόγοι ή λόγοι προς το κοινό). Τα πρωινά αφορούσαν τους παλιότερους και καλύτερους μαθητές του και περιλάμβαναν την συστηματική φιλοσοφία του Αριστοτέλη καθώς και θεωρίες άλλων φιλοσόφων.

Τα απογευματινό πρόγραμμα περιείχε μαθήματα εισαγωγικά περί ρητορικής, φιλοσοφίας, γραμματολογίας με μορφή διαλέξεων και απευθύνονταν σε αρχάριους μαθητές. Η μεγάλη ευρυμάθεια και η μοναδική ρητορική δεινότητα του Αριστοτέλη προσείλκυσε στο Λύκειο πολλούς μαθητές και ακροατές από όλα τα μέρη της Ελλάδας.

Η Σχολή της Αλεξάνδρειας

Στο ενοποιημένο γεωπολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό πλαίσιο του Ελληνικού κόσμου ήταν φυσικό να ολοκληρωθεί η στροφή της Ελληνικής σκέψεως προς αυτό που (πολύ - πολύ αργότερα) ο Νεύτων θα ονόμαζε Φυσική Φιλοσοφία. Αντί για την ερμηνεία του κόσμου από τα «έξω προς τα μέσα» (π.χ. αντί να ξεκινούν από τα τέσσερα στοιχεία της φύσεως ή τις γενικές αρχές), αναζητούν τώρα να συνδέσουν τα μικρογεγονότα της πραγματικότητας, για να τα κάνουν ενδεχομένως ν’ αποχτήσουν νόημα. Έτσι, ψάχνουν τον Κόσμο από «μέσα προς τα έξω», μ’ έναν τρόπο που προαναγγέλλει τον Γαλιλαίο.

Τώρα, πολύ περισσότεροι αρέσκονται στην παρατήρηση, στη μέτρηση, στην κατασκευή. Και κάτι ακόμα. Οι μεγάλοι συγγραφείς μηχανικοί δεν είναι πλέον κτηματίες ή στρατηγοί. Ο Κτησίβιος (ο ιδρυτής της Αλεξανδρινής τεχνολογικής παράδοσης) ήταν γιος κουρέα, ενώ ο Ήρων (του οποίου το έργο θα επανεκδίδεται συνεχώς μέχρι τον 16ο αιώνα μ.Χ. στην Ευρώπη) εργαζόταν στην αρχή ως υποδηματοποιός. Μια συντομότατη παρουσίαση του έργου των μηχανικών εκείνης της περιόδου εισάγει στο κλίμα της Αλεξανδρινής σχολής:

Σύγχρονος ή λίγο αρχαιότερος του Αρχιμήδους ο Κτησίβιος, επιστήμων Φυσικός κατ’ αρχήν, «επεδείκνυε με παραδείγματα την φύση του αέρα και την δύναμη / ταχύτητα της κινήσεώς του» μας λέει ο Φίλων ο Βυζάντιος. Το αερότονο του Κτησιβίου ήταν μια μηχανή η οποία, συνδυάζοντας ένα ελατήριο και πεπιεσμένο αέρα, ήταν σε θέση να πετάει κατά διαστήματα πέτρες. Το σπουδαιότερο είναι πως το μηχάνημα περιλάμβανε και μεταλλικό κύλινδρο με έμβολο, έναν μηχανισμό μεγάλης τεχνικής σημασίας. Η μεγάλη δόξα, όμως, του Κτησιβίου ήσαν οι αντλίες του.

Ο Βιτρούβιος τις περιγράφει ονομαστικά (και λεπτομερέστατα), ενώ ο Αρχιμήδης φαίνεται πως μάλλον βελτίωσε παρά εφηύρε την αντλία - κοχλία. Για τα επόμενα 2.000 χρόνια όλη η ανθρωπότητα αυτές τις αντλίες θα χρησιμοποιεί. Το χαρακτηριστικό, πάντως, του Κτησιβίου (χαρακτηριστικό του Αλεξανδρινού πνεύματος), ήταν το εύρος των τεχνικών ενδιαφερόντων, αλλά και οι μεγαλύτερες πρακτικές δυνατότητες χάρις στην ευχερέστερη χρήση των μετάλλων. Ο Βιτρούβιος ομολογεί πως δεν ξέρει τί να πρωτοδιαλέξει απ΄ τις μηχανές του Κτησιβίου, και παραπέμπει τους ενδιαφερομένους στα βιβλία του μεγάλου Αλεξανδρινού.

Ο Φίλων ο Βυζάντιος (γύρω στο 250 π.Χ.) συνέγραψε βιβλία, σημαντικό μέρος των οποίων διασώζεται. Μοχλοί, Πνευματικά, Κλεψύδραι, Πολιορκητική, Πολεμικαί Μηχαναί, Οδοντωτοί τροχοί. Αξίζει να προβληθεί το θέμα των οδοντωτών τροχών. Η μετάδοση δυνάμεως και ο πολλαπλασιασμός ή η υποδιαίρεση περιστροφικών κινήσεων στηρίζονται στους τροχούς αυτούς. Ήταν μια μεγάλη στιγμή για τη Μηχανολογία. Τα Πνευματικά του Φίλωνος είναι μια πραγματεία Φυσικής για υγρά και αέρια, χωρίς όμως ακόμα να αποτελεί άρτιο επιστημονικό σύστημα. Περιλαμβάνει ωστόσο πολλά διδακτικά πειράματα.

Οι μεταλλουργικές γνώσεις του Φίλωνος είναι προχωρημένες: Δικαιολογεί λεπτομερώς τον Κτησίβιο που είχε συστήσει την αντικατάσταση του «νευροτόνου με το χαλκότονον». Πρόκειται για την αντικατάσταση των ινών των ζώων με καταλλήλως θερμοσφυρηλατούμενα ελάσματα κρατερώματος. Ο Φίλων, τέλος, τιμά την αλεξανδρινή τάση προς τους αυτοματισμούς, πάνω στους οποίους ο Κτησίβιος τόσο είχε εργασθεί. Η σωζόμενη Αραβική μετάφραση των Πνευματικών του είναι θησαυρός τέτοιων παιγνίων.

Ο αέρας, τα υγρά, η φωτιά, οι πλωτήρες, οι οδοντωτοί κανόνες προσφέρουν πλούσιο οπλοστάσιο για μια καινούργια τεχνολογία (τους αυτοματισμούς), που δυστυχώς δεν πρόλαβε τότε να ολοκληρωθεί, όμως θα τροφοδοτούσε όλη την Ευρώπη για άλλα 1500 χρόνια. Οκτακόσια χρόνια παράδοση τελείωνε σχεδόν με τον Ήρωνα, το κύριο χαρακτηριστικό της όμως δεν αλλοιωνόταν. Ο Ήρων ο Αλεξανδρινός ήταν πάνω απ’ όλα επιστήμονας μεγάλου εύρους και βάθους.



Τα διασωθέντα βιβλία του ανήκουν σε τρεις κυρίως κατηγορίες, τα γενικά επιστημονικά (Μετρητική, Μηχανική, Βαρούλκος), τα αναφερόμενα σε εφαρμοσμένες επιστήμες (Πνευματικά, Περί Διόπτρας), και τεχνολογικά (Περί υδρίων ωροσκοπίων, Βελοποιϊκά, Χειροβαλίστρας κατασκευή και Αυτοματοποιητική). Στη Μηχανική του, έργο ωριμότητας, αναφέρεται συχνότατα επωνύμως στον Αριστοτέλη, στον Αρχιμήδη και στον Φίλωνα. Νέα μηχανήματα, όπως τα παντοειδή πιεστήρια, παρουσιάζονται για πρώτη φορά. Κάθε μηχάνημα αναλύεται σε απλούστερα τμήματά του, που ανάγονται με τη σειρά τους σε μοχλούς, με βασική γεωμετρική ερμηνεία.

Μέθοδος, λοιπόν, επιστημονική και διδακτική, παρόλο που τα βιβλία έχουν στόχο τις εφαρμογές. Υπάρχουν όμως και ερωτήματα, όπως «το γιατί ένα πεπλατυσμένο σώμα πέφτει βραδύτερα από σφαίραν ίσου βάρους», που μένουν αναπάντητα. Η επιστήμη θα είχε να κάμει ακόμα δρόμο πολύν, αν δεν διεκόπτετο. Στα Πνευματικά (σίφωνες, λάμπες, αντλίες, υδραυλικά μουσικά όργανα) βρισκόμαστε στην ατμόσφαιρα του Φίλωνος, αλλά με πολύ περισσότερες εφαρμογές, ιδίως με την κινητήρια δύναμη του ατμού. Έτσι, ο περίφημος ατμοστρόβιλος του Ήρωνος μπορεί στα μάτια μας να μοιάζει με παιχνίδι, συνιστά όμως μια διανοητική επανάσταση.

Και θα είναι ο μόνος πρόδρομος της ατμομηχανής για τα επόμενα 1000 χρόνια. Με τέτοια δεδομένα, δεν είναι καθόλου περίεργο που τα έργα του Ήρωνος γνώριζαν αλλεπάλληλες εκδόσεις σ’ όλο τον κόσμο, μέχρι και το 1578 μ.Χ., οπότε δημοσιεύτηκε η τελευταία Ιταλική έκδοση. Άραγε, μόνο από τον 17ο αιώνα και ύστερα οι γνώσεις μας ξεπέρασαν το εύρος της τεχνολογικής παιδείας των Ελλήνων;

Η Σχολή της Αλεξάνδρειας είναι συνυφασμένη με τον Ήρων τον Αλεξανδρινό (10 - 70 μ.Χ.). Η συμβολή του επηρέασε την δυτική επιστήμη και τεχνολογία και τα γραπτά του ανατυπώνονταν μέχρι τον 16ο αιώνα. Σπούδασε στο μουσείο της Αλεξάνδρειας και παρουσίασε στα βιβλία του την μέχρι τότε γνώση στις τεχνολογίες αυτοματισμού. Ο Ήρων ο Αλεξανδρινός εστίασε στους μηχανισμούς και στην τεχνολογική καινοτομία. Οι μηχανισμοί αυτοί είχαν είτε με τη μορφή μηχανών οι οποίες λειτουργούν με τη βοήθεια εξωτερικών μέσων (όπως η ενέργεια από τα ζώα ή τον αέρα), είτε με μηχανές που κινούνταν αυτόνομα, χωρίς να απαιτείται καμία ανθρώπινη παρέμβαση.

Εφηύρε την πρώτη ατμομηχανή του κόσμου, ανέπτυξε κάποια από τα πιο εξελιγμένα εργαλεία παρατηρήσεων και κατασκεύασε διάφορες πρωτότυπες συσκευές, όπως μια αυτοκαθαριζόμενη λάμπα λαδιού. Οι εφευρέσεις του Ήρωνα ήταν ιδιαίτερα αξιοσημείωτες για την ενσωμάτωση σε αυτές συστημάτων ελέγχου ανάδρασης, που σήμερα αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο των αυτοματισμών. Αυτό όμως που πραγματικά ενθουσίαζε τον Ήρωνα ήταν οι καινοτομίες, συσκευές που λειτουργούσαν με πεπιεσμένο αέρα, αυτόματα, και μαγικά θέατρα με φιγουρίνια τα οποία κινούνταν αυτόματα.

Ο Ήρων έγραψε αρκετά βιβλία που αφορούσαν ποικίλα επιστημονικά και τεχνολογικά θέματα. Στα έργα που σώθηκαν συγκαταλέγονται τα εξής:

Όροι Γεωμετρίας και Γεωμετρικά, που περιέχουν εφαρμοσμένα γεωμετρικά προβλήματα. Στη γεωμετρία, διατύπωσε και απέδειξε έναν τύπο, γνωστό ως ο τύπος του Ήρωνα, για τον υπολογισμό του εμβαδού ενός τριγώνου σε σχέση με τις πλευρές του. Επίσης σκέφτηκε μια επαναληπτική διαδικασία για τον υπολογισμό της τετραγωνικής ρίζας κάποιου αριθμού.
Στερεομετρικά, με πρακτικά προβλήματα στερεομετρίας.
Περί μέτρων και Μετρικά Α,Β και Γ, με γενικά προβλήματα μετρήσεων.
Περί διόπτρας, με στοιχεία τοπογραφικών μετρήσεων. Εδώ περιγράφει το οδόμετρο, το ναυτικό δρομόμετρο (παραλλαγή του οδομέτρου για χρήση σε πλοίο).
Κατοπτρικά, με στοιχεία οπτικής. Εδώ, ο Ήρων είχε προτείνει ότι το φως ακολουθεί το συντομότερο γεωμετρικά μονοπάτι. Αυτή η θεωρία δεν είναι πλέον αποδεκτή, κι έχει αντικατασταθεί με την αρχή του ελαχίστου χρόνου, που αποτελεί ειδική περίπτωση της αρχής της ελάχιστης δράσης.
Πνευματικά Α και Β, με τα αυτόματα πνευματικά και υδραυλικά συστήματα. Αναλυτικότερα, περιγράφεται η λειτουργία της αιολόσφαιρας (η πρώτη ατμομηχανή), η αυτόματη πόρτα για ναούς ή θέατρα, αυτοματισμοί για το θέατρο του, όπως για παράδειγμα πολλαπλές εναλλασσόμενες σκηνές κινούμενων μορφών που συνοδεύονταν από οπτικά και ηχητικά εφέ.
Αυτοματοποιητική. Έργο του 1ου αιώνα π.Χ. Είναι το αρχαιότερο γνωστό κείμενο με περιγραφές αυτόματων μηχανικών συστημάτων -αυτόματα θέατρα-, ικανών να κάνουν προγραμματισμένες κινήσεις.
Μηχανική, από της οποίας διασώθηκαν μόνο Ελληνικά αποσπάσματα, ενώ το πλήρες κείμενο σώθηκε σε Αραβική μετάφραση του ''Kosta ben Luka''. Στο βιβλίο αυτό περιέχεται η θεωρία της στατικής και της κινηματικής των σωμάτων, αναλύονται τα πέντε απλά μηχανικά στοιχεία, ο τροχός, ο μοχλός, το πολύσπαστο, η σφήνα, και ο κοχλίας. Εξετάζεται η μετάδοση κίνησης με οδοντωτούς τροχούς, οι ανυφωτικές μηχανές και άλλα συστήματα εφαρμοσμένης μηχανικής.
Βελοποιικά, το βιβλίο με τα παλαιότερα χειρόγραφα σχήματα, που περιέχουν τη θεωρία της βολής και αναλύει τα Ελληνιστικά βαλλιστικά όπλα.

Στον Ήρωνα αποδίδονται οι εφευρέσεις πολλών ελεγκτικών μηχανισμών ανάδρασης που λειτουργούσαν με νερό, φωτιά και συμπιεσμένο αέρα σε διάφορους συνδυασμούς καθώς και η κατασκευή του πρώτου προγραμματιζόμενου αναλογικού υπολογιστή με ένα πολύπλοκο σύστημα γραναζωτών ατράκτων, διάστικτων με καβίλιες και δεμένων με σχοινιά, που στις άκρες τους είχαν βάρη (σακιά άμμου που άδειαζαν με την πάροδο του χρόνου). Ο υπολογιστής αυτός χρησιμοποιούνταν στην λειτουργία του αυτόματου θεάτρου του.

ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ

Εισαγωγή

Αρχαίος Ελληνικός Κόσµος και Επιστήµη είναι έννοιες συνυφασµένες. Η αναζήτηση της ανάπτυξης και εξέλιξης της επιστήµης, της µηχανικής και της τεχνολογίας στον Αρχαίο Ελληνικό Κόσµο είναι ένας πολλά υποσχόµενος τοµέας έρευνας. Μέχρι πριν λίγα χρόνια, όµως, η όποια αναφορά σε αυτά τα θέµατα ήταν ευκαιριακή, ενώ η δηµοσίευση άρθρων -πολύ λιγότερο δε πραγµατειών και βιβλίων- ήταν περιορισµένη σε µηδαµινά επί̟εδα. Αυτός ο χώρος ήταν αγνοηµένος από τους ειδικούς και άγνωστος για τον περισσότερο κόσµο σε βαθµό τέτοιο, που µπορεί να ειπωθεί ότι ήταν περιθωριοποιηµένος.

Συχνά δε, οι αναφορές σε αρχαία Ελληνικά επιστηµονικά επιτεύγµατα Μηχανικής και Τεχνολογίας επέσυραν στην καλύτερη περίπτωση σκωπτικά σχόλια περί ονειροφαντασίας ενώ, στην χειρότερη, οι λίγοι που τολµούσαν να αρθρώσουν τέτοιο ερευνητικό λόγο χλευάζονταν και υβρίζονταν ως ιστορικώς άσχετοι, αρχαιολογικώς ακατάρτιστοι, ακόµη και ως ακραίοι εθνικιστές και πατριδοκάπηλοι. Στο εξωτερικό τα πράγµατα ήταν καλύτερα.

Φαίνεται ότι οι ε̟ιστήµονες, µηχανικοί και τεχνολόγοι του εξωτερικού ήταν πολύ πιο φιλέλληνες ή, εν πάση περιπτώσει, έδειχναν ήδη από περασµένους αιώνες ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην έρευνα των σωζόµενων κειµένων και ευρηµάτων αρχαίας Ελληνικής επιστήµης και µηχανικής. Ευρεία πεποίθηση ήταν ότι τέτοιου είδους αναζητήσεις θα µπορούσαν ενδεχοµένως να οδηγήσουν σε ευφυείς λύσεις και σύγχρονων προβληµάτων ή τουλάχιστον θα αποτελούσαν ορθά επιστηµονικά εφαλτήρια για περαιτέρω ανακαλύψεις, καθώς ή ευρηµατικότητα των αρχαίων Προγόνων µας εξέπληττε και συνεχίζει να εκπλήττει τους πάντες.

Το παρών άρθρο της µελέτης «Αρχαίων Ελλήνων Επιστήµη, Μηχανική και Τεχνολογία» έχει ως σκοπό την ανασκόπηση επιτευγµάτων απαράµιλλης επιστηµονικής και µηχανικής σκέψης και εφευρετικότητας των αρχαίων Ελλήνων. Η παρουσίαση βασίζεται µόνο σε υλικό υπαρκτό και τεκµηριωµένο από ιστορικές ή σύγχρονες πηγές και αρχαιολογικά ευρήµατα.

Υλικά και Πρώτες Ύλες

Οι πρώτες ύλες και τα υλικά που είχαν στη διάθεσή τους οι Έλληνες Επιστήµονες και Μηχανικοί καθόρισαν σε µεγάλο βαθµό, όπως ήταν λογικό, το επίπεδο της αντοχής, της λεπτοµέρειας, της χρηστικότητας και του µεγέθους των έργων τους. Από τα σκεύη, τα εργαλεία και τα αντικείµενα, ως τους ναούς και τις άλλες µεγάλες κατασκευές, το επίπεδο της τεχνολογίας ̟που διαµορφώθηκε εξαρτάται άµεσα από τη διαθεσιµότητα και τα χαρακτηριστικά των υλικών και των πρώτων υλών που χρησιµοποίησαν οι Έλληνες µηχανικοί.

Ξύλο

Το Ξύλο αποτελεί, µαζί µε τον πηλό και το λίθο, ένα από τα πρώτα υλικά τα οποία έθεσε σε χρήση ο άνθρωπος από τους Προϊστορικούς χρόνους. Οι χρήσεις του ξεκινούν από όπλα και εργαλεία, σκεύη και µικροαντικείµενα, ως έπιπλα, εκµαγεία για διάφορες τέχνες, λατρευτικά σύµβολα, άρµατα, µηχανήµατα, κ.λπ. Ιδιαίτερη µνεία χρειάζεται στις εφαρµογές του ξύλου στην Οικοδοµική αλλά και την Ναυπηγική (οι γνωστότερες είναι τα εµπόλια από κρανειά και κυπαρίσσι εντός των σπονδύλων των κιόνων, το σκαρί και τα διάφορα εξαρτήµατα και όργανα των πλοίων).

Αξιοσηµείωτο είναι το γεγονός ̟ως ήταν καταγεγραµµένες οι ιδιότητες όλων των ειδών ξυλείας του Ελληνικού και όχι µόνο κόσµου, µε συνιστώµενες χρήσεις λιγότερο ή περισσότερο εξειδικευµένες. Η προστασία του ξύλου γινόταν µε ξύσιµο µε άµµο και επάλειψη µε πίσσα. Αργότερα χρησιµοποιούνταν µια ουσία από εντεριώνη κέδρου.

Πηλός

Χρησιµοποιήθηκε ευρέως στον Ελληνικό κόσµο ήδη από τους ̟Προϊστορικούς χρόνους. Με ωµό πηλό οι Έλληνες κατασκεύαζαν δηµόσια και ιδιωτικά κτίρια, αλλά και τείχη, πιστεύοντας µάλιστα ότι τα γήινα τείχη ήταν πιο ανθεκτικά, αν και δεν ήταν λίγοι οι στρατιωτικοί ηγέτες ̟που χρησιµοποίησαν το νερό εναντίον τέτοιων κατασκευών, ακόµα και µε εκτροπές ̟ποταµών (π.χ. Κίµων). Ωµός ο πηλός αποτελούσε το υλικό για την παρασκευή του βασικού δοµικού υλικού, της πλίνθου.

Οπτός ο πηλός ονοµαζόταν κέραµος. Η όπτηση γινόταν στο πιο σηµαντικό εργαλείο των κεραµέων, τον κλίβανο (φούρνο). Ο οπτός πηλός χρησιµοποιήθηκε για την κατασκευή αρχιτεκτονικών µελών σε ναούς και σηµαντικά κτίρια, για σκεύη και διακοσµητικά στοιχεία που έπρεπε να είναι ανθεκτικά στο νερό, και φυσικά στην κάθε είδους κεραµική (χρηστική και διακοσµητική).


Λίθος

Χρησιµοποιήθηκε αρχικά κυρίως για οχυρώσεις (κυκλώπεια τείχη και ογκόλιθοι) και θεµέλια. Αργότερα, από τον 7ο αιώνα π.Χ., άρχισε να αντικαθιστά το ξύλο και τον πηλό σε πολλά σηµεία των ναών και των σηµαντικών κτιρίων, ενώ στην Κλασσική εποχή κυριαρχούσε. Έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον το γεγονός ότι ήταν γνωστές οι ιδιότητες όχι µόνο των διαφόρων τύπων λίθων (σχιστόλιθος, ασβεστόλιθος, ηφαιστειογενή, κ.λπ.), αλλά και οι ιδιότητες του ίδιου υλικού αλλά από διαφορετικά µέρη, όπως για παράδειγµα το Πεντελικό µάρµαρο, Κυκλαδικό µάρµαρο, (χρωµατιστά) µάρµαρα Λακωνίας, Θεσσαλίας, Καρύστου Ευβοίας, Χίου, κ.λπ.

Ανάλογα µε το σκοπό και τη χρήση που ήθελαν να πετύχουν, οι αρχιτέκτονες ̟παράγγελναν τα αντίστοιχα µάρµαρα: έτσι παρήγγειλαν ο Ικτίνος και ο Καλλικράτης συγκεκριµένα Πεντελικό µάρµαρο για τις οπτικές του και άλλες ιδιότητες.

Μέταλλα

Η µεταλλουργία και η χρήση των µετάλλων είναι -µαζί µε τη γραφή- ένας βασικός παράγοντας πολιτισµού. Η ύπαρξη και ανάπτυξη της µεταλλουργίας κατατάσσει τον όποιο πολιτισµό σε ανώτερη εξελικτική βαθµίδα. Οι Έλληνες επεξεργάστηκαν διάφορα µέταλλα και κυρίως χαλκό, σίδηρο, κασσίτερο, άργυρο, χρυσό, µόλυβδο, χάλυβα. Οι χρήσεις των µετάλλων είναι πάρα πολλές και εκτείνονται από τα εργαλεία και τα όπλα, ως τα σκεύη, τα κοσµήµατα, διαφόρων ειδών εξαρτήµατα, µηχανήµατα, κ.λπ. Είναι εντυπωσιακή η τροµερή µεταλλευτική Τεχνολογία των Ελλήνων.

Εργαλεία και κατασκευές εξόρυξης (στοές), τόρνοι, κλίβανοι, εγκαταστάσεις επεξεργασίας (πλυντήρια), χηµική κατεργασία (κράµατα), µεταφορές και εµπόριο µεταλλευµάτων (αποστάσεις, προδιαγραφές). Χαρακτηριστικό παράδειγµα υψηλής τεχνογνωσίας αποτελούν οι εγκαταστάσεις στο Λαύριο της Αττικής. Αξίζει ιδιαίτερης µνείας η Στήλη της Ελευσίνας του 400 π.Χ. Αποτελεί την πρώτη αναφορά σε τόρνο µετάλλων, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και την πρώτη παραγγελία βασισµένη σε αυστηρές τεχνικές και χηµικές προδιαγραφές.

Συγκεκριµένα, ο αρχιτέκτονας επιθυµεί την κατασκευή πόλων και εµπολίων από σκληρό µπρούντζο για τους κίονες της Φιλώνιας Στοάς στο Τελεστήριο της Ελευσίνας. Η προµήθεια προϋποθέτει ισχυρά εργαλεία εξόρυξης και επεξεργασίας. Βρισκόµαστε δηλαδή σε µια εποχή υψηλής τεχνολογίας στον τοµέα της παραγωγής και κατεργασίας µετάλλων. Η σηµασία του έργου απαιτούσε «ό,τι το καλύτερο». Γι’ αυτό και ο αρχιτέκτονας θέλει µέχρι και η εξόρυξη να γίνει µε ιδιαίτερη φροντίδα και από άριστους τεχνίτες.

Προσδιορίζει τον τρόπο µε τον ο̟ποίο θέλει να γίνει και µάλιστα προχωρά στον ορισµό του κράµατος (11 µέρη χαλκό και 1 µέρος κασσίτερο) βάσει των επιθυµητών ιδιοτήτων που θέλει να προσδώσει στο κτίσµα του. Είναι ευνόητο ότι για «ό,τι το καλύτερο» πήγε στους καλύτερους, η παραγγελία αναφέρει ότι ο χαλκός πρέπει να είναι από το Μάριο της Κύπρου και ότι οι τεχνίτες ̟που θα εµπλακούν σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας πρέπει να είναι Κύπριοι. Η µεταλλευτική βιοµηχανία στην Κύπρο άρχισε περί το 3.500 π.Χ. µε τη Σκουριώτισσα να είναι το αρχαιότερο µεταλλείο χαλκού στον κόσµο.

Η λήψη του χαλκού από τις θειούχες ενώσεις του και τα οξείδιά του ήταν σχετικά εύκολη µε πυροµεταλλουργία. Από τις σκωρίες που έχουν µείνει υπολογίστηκε ότι η παραγωγή πρέπει να ανέρχετο στους 140 τόνους το χρόνο, ρυθµός που επέτρεπε την αναγέννηση των δασών που ήταν η καύσιµη ύλη για αυτή την ενεργοβόρο µέθοδο.

Υ̟ολογισµοί έχουν δείξει ότι ο χαλκός που παράχθηκε στην Κύπρο από την αρχαιότητα ήταν σε ποσότητες που αντιστοιχούν σε 17 φορές πλήρη αναδάσωση της νήσου ώστε να δοθεί η απαιτούµενη θερµογόνος ικανότητα. ∆εν είναι τυχαία λοιπόν η Οµηρική αναφορά «δασόεσσα Κύπρος». Επίσης, δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι αυτή η γη µε τη φοβερή γονιµότητα και αναγεννητική ικανότητα είχε προστάτιδα την Αφροδίτη, η οποία όµως ήταν παντρεµένη µε τον Ήφαιστο, προστάτη της µεταλλουργίας και όλων των τεχνιτών.

Εργαλεία και Όργανα

Εργαλεία

Αν και υπάρχουν λίγες αναφορές συγκεκριµένα για εργαλεία (αφού προφανώς θεωρούσαν αυτονόητη την ύπαρξη και χρήση), εντούτοις λεπτοµερείς µελέτες κειµένων έχουν δώσει πληροφορίες που εξάγονται για τα διάφορα εργαλεία των:

Τεκτόνων (ξυλουργών και ναυπηγών)
Λιθουργών, λιθοξόων, οικοδόµων
Πηλοποιών, πλινθουργών, κεραµέων
Μεταλλωρύχων

Έτσι έχουµε εργαλεία όπως:

Ο πέλεκυς, η αξίνα από χάλυβα ή ορείχαλκο. Χρησίµευε στην πελέκηση.
Το σκέπαρνον, για ξέση ή λείανση.
Ο πρίων, πριόνι.
Η σφύρα, για χτύπηµα και ξύσιµο λίθων.
Η τυπίς, σιδερένιο εργαλείο για λάξευση.
Η βαρεία, σιδερένιο βαρύ εργαλείο για απόσπαση ή θραύση λίθων.
Το τρύπανον ή τέρετρον, απλό ή µε ιµάντα για δηµιουργία οπών. Το γνωστό τρυπάνι. Πολύ χρήσιµο στη ναυπηγική.
Ο ξυστήρ, σκαρπέλο (για ξυλογλυπτική), αλλά και λείανση λίθων.
Η ρυκάνη, πλατύ µεταλλικό έλασµα.
Επίσης, έχουµε: ∆ιαβήτες, γνώµονες, κανόνες, καθέτους, στάθµες, αλφάδια, κ.λπ.

Μηχανήματα

Ήδη από τη βαθιά αρχαιότητα είναι προφανής η χρήση µηχανηµάτων, ως ανυψωτικών µηχανών (Τίρυνθα, Μυκήνες, Μινωικά οικοδοµήµατα, ∆ρακόσπιτα Ευβοίας, µεγαλιθικά Μάνης, κ.α.). Τον 6ο αιώνα π.Χ όµως εµφανίζονται γραπτές αναφορές σε ανυψωτικά µηχανήµατα (̟π.χ. για την κατασκευή του Ναού της Άρτεµης στην Έφεσο). Από εκείνη την περίοδο θεωρούµε ότι αρχίζει µια θαυµαστή πορεία πολλών Ελλήνων µηχανικών που καταλήγει στα εκπληκτικά εφευρήµατα της Ελληνιστικής εποχής.

Αρχιµήδης, Κτησίβιος, Ήρων, Βιτρούβιος, είναι µόνο 4 από τα σηµαντικότερα ονόµατα πολυπληθούς καταλόγου. Μοχλοί, Τροχαλίες, Βαρούλκα, Πολύσπαστα, και µηχανήµατα συνδυασµού των ανωτέρω χρησιµοποιούνται στην κατασκευή τειχών, ναών, µεγάλων οικοδοµηµάτων, υδραυλικών έργων, στις µεταφορές, στη ναυπηγική, αλλά και στην πολεµική τεχνολογία.

Μεγάλα Έργα και Κατασκευές

Όταν κάποιος επιχειρήσει να αναφερθεί σε µεγάλα έργα και κατασκευές των αρχαίων Ελλήνων, πραγµατικά δυσκολεύεται να αποφασίσει από που να αρχίσει και που να τελειώσει. Είναι πολλά τα πολύ µεγάλης σηµασίας έργα στον τοµέα της οικοδοµικής, της ναοδοµίας, της οδοποιίας, της κατασκευής λιµένων και οχυρώσεων, της υδραυλικής, κ.λπ. Έργα όπως ο Ναός της Αθηνάς στην Ακρόπολη των Αθηνών (Παρθενώνας), ο Ναός της Άρτεµης στην Έφεσο, το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού, ο Ναός της Ήρας στη Σάµο, ο ∆ίολκος της Κορίνθου, το Χρυσελεφάντινο Άγαλµα του ∆ία στην Ολυµπία, κ.α. προκαλούν ακόµα και σήµερα δέος σε ευρύ κοινό αλλά και µηχανικούς.

Εφευρέσεις και Μηχανισµοί

Είναι πραγµατικά ασύλληπτος ο αριθµός εφευρέσεων και µηχανισµών που ανακαλύφθηκαν και αναπτύχθηκαν από τους Έλληνες σε όλους τους τοµείς της Επιστήµης και της Τεχνολογίας. Το κεφάλαιο των Εφευρέσεων και Μηχανισµών αρχαίων Ελλήνων Μηχανικών είναι τόσο εκτενές που προσφέρει από µόνο του υλικό για δεκάδες τόµους βιβλίων. Το κάθε εφεύρηµα και ο κάθε µηχανισµός που είτε σώζεται, είτε γνωρίζουµε µέσα από φιλολογικές αναφορές, έχει αποτελέσει αντικείµενο διεξοδικών µελετών.

Κάποιοι µηχανισµοί έχουν διερευνηθεί περισσότερο από άλλους είτε λόγω περισσότερων στοιχείων, είτε λόγω του ενδιαφέροντος που παρουσιάζει η χρήση τους ακόµη και στις µέρες µας, είτε ακόµα και ελλείψει στοιχείων λόγω του δέους που προκαλεί η πολυπλοκότητά τους σε σχέση µε αυτά που φανταζόµαστε ότι «έπρεπε λογικά» να διαθέτουν οι πρόγονοί µας.

Από την καθηµερινή ζωή και τις γεωργικές εργασίες, ως την ναυσιπλοΐα και την αστρονοµία, την ιατρική και τη χειρουργική, τη µέτρηση χρόνου και αποστάσεων, την οικοδοµική και αρχιτεκτονική, την υδραυλική µηχανική, τις επικοινωνίες, κ.λπ. υπάρχει πλήθος µηχανικών που διέπρεψαν και εφηύραν µηχανισµούς. Όπως, πρέσα λαδιού, τόρνος και κλίβανος µετάλλων, χειρουργικά εργαλεία, γνώµονας και χάρτης, κυλινδρική ̟ροβολή, ηλιακά κάτοπτρα και ρολόγια, ανυψωτικές µηχανές, µηχανές άντλησης νερού, ατµοµηχανές, υδραυλικά όργανα και µηχανισµοί, αυτοµατισµοί.


ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ

Η αντίληψη που καλλιεργήθηκε για την σχέση των αρχαίων Ελλήνων με την τεχνολογία ήταν από νωρίς αρνητική. Το γεγονός αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην προβολή της καλλιτεχνικής και πνευματικής δημιουργίας της αρχαίας Ελλάδας αλλά και σε ορισμένες φιλολογικές ''μαρτυρίες'', όπως προκύπτουν από σχόλια αρχαίων συγγραφέων, το νόημα των οποίων έχει μάλλον παρερμηνευθεί. Οφείλεται όμως και στο γεγονός ότι η συστηματική και εντατική μελέτη του πρωτογενούς ''τεχνολογικού'' υλικού που σώθηκε από την αρχαιότητα, είτε σε μορφή κειμένων τεχνικού περιεχομένου είτε ως κατάλοιπα προϊόντων τεχνολογίας, ξεκίνησε πριν λίγες μόνο δεκαετίες.

Τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής έχουν ήδη αλλάξει ριζικά την αντίληψή μας για την ενασχόληση των αρχαίων Ελλήνων με την τεχνολογία και τη συμβολή τους στη γένεση και πρόοδο της επιστήμης. Βασικός στόχος των παρακάτω, είναι να προβληθεί αυτό ακριβώς το εύρος της τεχνικής δημιουργίας του αρχαιοελληνικού κόσμου, των καινοτομιών και των τεχνικών επιτευγμάτων, έτσι όπως αναδεικνύεται μέσα από την ερευνητική προσπάθεια που γίνεται τα τελευταία χρόνια, κυρίως από Έλληνες μηχανικούς και επιστήμονες.

Στην προσπάθεια αυτή αρωγός είναι η σύγχρονη τεχνολογία, η οποία δίνει στους μελετητές τη δυνατότητα να προσεγγίσουν το παρελθόν με μεγαλύτερη ακρίβεια και βεβαιότητα. Ένα εξαιρετικό παράδειγμα αυτής της ερμηνευτικής διαδικασίας είναι ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων, το ιστορικό της μελέτης του δείχνει παραστατικά το αυξανόμενο ενδιαφέρον των ειδικών από το 1900, χρόνο εύρεσης του αντικειμένου, μέχρι σήμερα και τις δυνατότητες που δίνει η διαρκώς εξελισσόμενη σύγχρονη τεχνολογία στην κατανόηση και ερμηνεία του.

Ένα εντυπωσιακό στοιχείο που διαφαίνεται σε πολλές περιπτώσεις είναι ότι αρκετές από τις εφευρέσεις του απώτερου αυτού παρελθόντος εξακολουθούν και σήμερα να λειτουργούν με την ίδια βασική αρχή, η αναρροφητική αντλία του Κτησιβίου, λόγου χάρη, χρησιμοποιούνταν ως πρόσφατα από την πυροσβεστική υπηρεσία. Κορυφαίο δείγμα της αρχαίας Ελληνικής τεχνολογίας, αλλά και πρόκληση για το επίπεδο γνώσης μας, αποτελεί ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων.

Όσο προχωρά η έρευνα του ιδιαίτερου αυτού αντικειμένου –μοναδικού και ως προς το γεγονός ότι σώθηκε ολόκληρο ως τις μέρες μας– η επιστημονική κοινότητα μένει κατάπληκτη από το πλήθος και το υψηλότατο επίπεδο τεχνικών αλλά και επιστημονικών γνώσεων που προϋποθέτει η κατασκευή του μηχανισμού αυτού. Πρόκειται αναμφίβολα για μια απτή απόδειξη ότι όχι μόνον είχαν τεχνολογία οι αρχαίοι Έλληνες αλλά το πιθανότερο είναι να την είχαν φτάσει σε επίπεδο πολύ υψηλότερο απ’ ό,τι υποψιαζόμασταν ως τώρα.

Η ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ

Ένα από τα παράδοξα της νεοελληνικής πραγματικότητας είναι κι η άποψη κατά την οποία οι «αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν σπουδαία τεχνολογία -οι Pωμαίοι ήσαν οι μεγάλοι τεχνικοί». O αντικειμενικός μελετητής της Ελληνικής ιστορίας, όμως, παρατηρεί ότι οι αρχαίοι Έλληνες ήταν λαός τόσο πολύ στραμμένος στην τεχνολογία, ώστε απ’ τα βάθη των αιώνων την είχαν ήδη «προβάλλει» στο μυθοθρησκευτικό επίπεδο. O Προμηθεϊκός μύθος είναι καταλυτικής σημασίας εν προκειμένω.

O Προμηθεύς παρατηρεί ότι το νεοδημιούργητο ον «άνθρωπος» είναι γυμνό, ξυπόλητο, άοπλο και άστεγο, σπεύδει δε να επανορθώσει το σφάλμα αυτό της Δημιουργίας, προσφέροντας στους ανθρώπους «έντεχνον σοφίαν» (δηλαδή τεχνογνωσία) και «πυρ» (δηλαδή ενέργεια). Έτσι γεννήθηκε η τεχνολογία, την επόμενη κιόλας μέρα της Δημιουργίας. Τέτοια βασική περί τεχνολογίας αντίληψη είχε αυτός ο λαός. Γι’ αυτό, άλλωστε, είχε και Θεόν μηχανικό (τον Ήφαιστο) και μυθικά γιγάντια ρομπότ, πως ο Tάλως, ο οποίος περιδιάβαζε ταχύτατα όλη την Kρήτη κι έριχνε βράχους θεόρατους πάνω στα πλοία των εχθρών.

Ένας τέτοιος λαός ήταν λοιπόν ανοιγμένος προς τις μηχανικές κατασκευές από πολύ νωρίς -εις πείσμα της ανιστόρητης απόψεως που προτάξαμε. Πλήθος απλών τεχνολογιών είχαν αυτοχθόνως αναπτυχθεί στις Ελληνίδες χώρες ή είχαν σταδιακά εισαχθή απ’ την Εγγύς Ανατολή. Όμως, εκεί γύρω στον 6ο π.X. αιώνα, κάτι το πρωτόφαντο συμβαίνει στην Eλλάδα: Σταδιακά, μια καινούργια (κατεξοχήν Ελληνική) δραστηριότητα, η Επιστήμη, αρχίζει να διαποτίζει την εμπειρική τεχνολογία. Xάρις στον υμέναιο αυτόν, η τεχνική καινοτομία θα γίνει ευχερέστερη, αλλά κι η τεχνολογία γίνεται παραγωγικότερη.

O Θαλής ο Mιλήσιος, εφαρμόζει τα μαθηματικά του στο μεγάλο χωματουργικό έργο εκτροπής του Άλιος ποταμού. Tο ίδιο άλλωστε κάνει κι ο Πυθαγόρας όταν, χάρις στην αριθμητικοποίηση της μουσικής κλίμακας, διευκολύνει την κατασκευή μουσικών οργάνων. Αυτήν ακριβώς την επιστημονική στροφή της Ελληνικής τεχνικής επισημαίνει κι ο Bιτρούβιος (1ος αιώνας μ.X.) όταν μας βεβαιώνει ότι «Οι Έλληνες κληροδότησαν στις επόμενες γενεές πολλές μηχανές επινοημένες και κατασκευασμένες με βάση τους αριθμούς και τους φυσικούς νόμους».

Tώρα, χάρις στην τεχνολογία, κατασκευάζονται και ακριβή μετρητικά όργανα: Διόπτρες, χωροβάτες, οδόμετρα, αστρολάβοι, υδραυλικά ωρολόγια, ζυγοί ακριβείας, θα είναι το «αντίδωρον» της τεχνολογίας προς τη ζωογόνα επιστήμη. Μια βασικότατη πλευρά της ζωής των αρχαίων Ελλήνων, λιγότερο ίσως γνωστή απ’ ό,τι η αρχαία Ελληνική φιλοσοφία και θρησκεία ή η στρατιωτική ιστορία των αρχαίων Ελλήνων, είναι η Τεχνολογία. Ένας πολιτισμός όμως δεν προσπελαύνεται χωρίς την κατανόηση βασικών κοινωνικών φαινομένων όπως η Οικονομία και η Τεχνολογία που την στηρίζει.


Φαίνεται δε ότι αυτή η Τεχνολογία των αρχαίων Ελλήνων δεν ήταν πρώτη στις προτιμήσεις των μελετών-μας, ούτε και περιέχεται στη διδασκαλία της αρχαιοελληνικής Ιστορίας στα σχολεία-μας. Τόσο μεγάλες ήσαν αυτές οι ελλείψεις, ώστε οδήγησαν μερικές φορές στον μύθο «οι αρχαίοι Έλληνες εχθρεύονταν την Τεχνολογία». Όπως και σε κάθε κοινωνικό φαινόμενο, έτσι και στην Τεχνολογία, πρέπει καταρχήν να παρακολουθήσουμε ένα αρχικό στάδιο το οποίο περιλαμβάνει πλήθος εισαγόμενων επιρροών.

Πλήθος εμπειρικών τεχνολογιών δεν αποκλείεται να είχαν φτάσει απ΄ την Εγγύς Ανατολή στις Ελληνίδες χώρες, στην Ιωνία, την Αττική και την Πελοπόννησο, και εφαρμόζονταν μέχρι τον 6o π.Χ. αιώνα. Όπως δεν αποκλείεται κι όλες αυτές οι Τεχνολογίες να ήσαν αυτόχθονες. Όμως αυτή τη φορά, κάτι διαφορετικό άρχισε να γίνεται στην Τεχνολογία με τους Έλληνες: Σταδιακά αλλά σίγουρα, μια καινούργια (κατεξοχήν Ελληνική) δραστηριότητα, η Επιστήμη, αρχίζει να διαποτίζει την κληρονομημένη Τεχνολογία. Από αυτόν τον υμέναιο θα προκύψουν καρποί πλούσιοι.

- Πρώτον, χάρις στην Επιστήμη, η ίδια η Τεχνολογία γίνεται παραγωγικότερη (οικονομικότερη, ευρύτερης εφαρμογής), η δε τεχνολογική καινοτομία γίνεται ευχερέστερη (γρήγορη τεχνολογική πρόοδος).

- Δεύτερον, καθώς τώρα αλληλοσυμπληρώνονται Επιστήμη και Τεχνολογία, ένα νέο είδος αναγκών περιμένει να υπηρετηθεί από την Τεχνολογία: Πρόκειται για την ίδια την Επιστήμη, η οποία έχει ανάγκη από ποικίλα όργανα παρατηρήσεως και μετρήσεως.

Τα «τεχνολογικά» αυτά προϊόντα θα είναι το αντίδωρο της Τεχνολογίας για όσα δωρήματα έλαβε από την Επιστήμη. Στην αρχαία Ελλάδα, η πολλαπλή σχέση Τεχνολογία - Επιστήμη - Τεχνολογία - Επιστήμη θα παρατηρηθεί πολλές φορές:

Η εμπειρική τεχνική της μετρήσεως των χωραφιών μετεξελίσσεται στην επιστήμη της Γεωμετρίας. Έτσι, ο μέγας μαθηματικός Θαλής ο Μιλήσιος ήταν και Μηχανικός σπουδαίος: τον Άλιν ποταμόν κατά τη διώρυχα εκτρεπόμενος εκ των αρχαίων ρεέθρων, Κροίσου στρατόν διεβίβασεν (Ηρόδοτος).
Με τη σειρά της, τώρα, η επιστήμη της Γεωμετρίας γίνεται υπόβαθρο νέων εφαρμοσμένων επιστημών, όπως της Οπτικής, της Γεωγραφίας, της Αστρονομίας αλλά και της Στατικής.
Άλλο ένα παράδειγμα διαλεκτικής σχέσεως ανάμεσα στην Επιστήμη και την Τεχνολογία στην αρχαία Ελλάδα ήταν η μουσική τεχνική. Η εμπειρική κλίμακα ήχων μετατρέπεται σε κλίμακα αντίστοιχων αριθμών από τον Πυθαγόρα. Και τότε, η κατασκευή μουσικών οργάνων γίνεται ευχερέστατη.

ΚΛΑΔΟΙ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ

Mεταλλευτική – Mεταλλουργία

Η νίκη των Αθηναίων στη Σαλαμίνα με 200 νεοναυπηγημένες τριήρεις, δεν είναι άσχετη του γεγονότος ότι, επί τρία χρόνια πριν, η παραγωγή αργύρου στο Λαύριο είχε φθάσει στο απόγειο (750 τάλαντα κατ’ έτος). Κι αν έχασαν τον Πελοποννησιακό πόλεμο, είναι ίσως διότι τα μεταλλεία είχαν σχεδόν κλείσει (75 τάλαντα κατ’ έτος). Βεβαίως, ούτε η μεταλλευτική ούτε η μεταλλουργία των Αθηναίων ήσαν αρχικώς πρωτότυπες. Όμως, κατά τον 5ο και τον 4ο αιώνα παρατηρείται μια άνθηση και μια συστηματοποίηση που ουδέποτε άλλοτε είχε παρατηρηθεί:

Άνετες στοές εξορύξεως.
Δίδυμα φρεάτια για την μηχανοποίηση της ανυψώσεως φορτίων.
Οργανωμένη μαζική εκκαμίνευση και τήξη.
Νέες τεχνικές εξόρυξης των μεταλλευμάτων.
Μηχανοποίηση της κοπής νομισμάτων.

Στρατιωτική Τεχνική

Εδώ πρόκειται για ένα μόνιμο ιστορικό φαινόμενο κι όχι για «επανάληψη» της Ιστορίας. Οι περισσότερες τεχνικές ανακαλύψεις γίνονται (ή, έστω, εφαρμόζονται ευρέως) για να εξυπηρετήσουν στρατιωτικές σκοπιμότητες. Αποφεύγοντας μια ηθικολογική προσέγγιση στο θέμα, παρατηρεί κανείς πως τούτο το φαινόμενο είναι εύλογο, Εδώ, το ψυχολογικό κίνητρο για την εφεύρεση είναι (δυστυχώς) έντονο, ενώ τα οικονομικά μέσα και η τεχνική υποστήριξη απεριόριστα (εξουσία, γαρ). Βεβαίως, οι στρατιωτικές μηχανές (όπως και ένα μεγάλο μέρος της αρχαίας τεχνολογίας, όπως είπαμε) είναι προγενέστερες των Ελλήνων.

Ο Ηρόδοτος περιγράφει πώς οι Πέρσες, εγκατεστημένοι στον Άρειο Πάγο, ''όκως στυπείον περί τους οϊστούς περιθέντες άψειαν, ετόξευον ες το φράγμα''. Μόνο, όμως, μετά τον 5ο αιώνα, μαζί με τις μεταβολές στην οχυρωτική (η αντιστοιχία ήταν αναπόφευκτη), παρατηρείται ταχύτατη τεχνολογική πρόοδος και στα «επιθετικά» όπλα. Ο Θουκυδίδης περιγράφει την κατά του Δηλίου επίθεση των Βοιωτών, ''Κεραίαν μεγάλην δίχα πρίσαντες, εκοίλανον άπασαν και ξυνήρμοσαν άπασαν πάλιν ακριβώς ώσπερ αυλόν.

Και επ’ άκραν λέβητά τε ήρτησαν αλύσεσι και ακροφύσιον από της κεραίας σιδηρούν ες αυτόν νεύον καθείτο, και εσεδιδήρωτο επί μέγα και του άλλου ξύλου. Προήγον δε εκ πολλού αμάξαις τω τείχει, και οπότε είη εγγύς, φύσας μεγάλας εσθέντες ες το προς εαυτών άκρον της κεραίας εφύσων. Η δε πνοή ιούσα στεγανώς ες τον λέβητα (έχοντα άνθρακας τε ημμένους και θείον και πίσσαν), φλόγα εποίει μεγάλην και ήψε του τείχους''. Το πρώτο φλογοβόλο της Ιστορίας είχε νικήσει την Αθηναϊκή φρουρά του Δηλίου.


Όμως, οι καιροί άλλαζαν, οι καταπέλτες που εφευρέθηκαν απ’ τους μηχανικούς του Διονυσίου του Πρεσβύτερου (399 π.Χ.), το ευθύτονον και το παλίντονον (τριπλάσιας αρχικής δυνάμεως απ΄ το ευθύτονον) περιείχαν γεωμετρικές και μηχανικές συλλήψεις που δίκαια επαληθεύουν κι εδώ την πλησίστια εισαγωγή του επιστημονικού πνεύματος στην τεχνολογία. Όταν δε ο μηχανικός του, ο Πολύειδος, κατασκευάσει την ελέπολιν, θα έχει εφεύρει το πρώτο θωρηκτό άρμα. Το ίδιο κι ο Επίμαχος ο Αθηναίος (μηχανικός του Δημητρίου του Πολιορκητή).

Η ελέπολις του Επιμάχου είχε 40 μ. ύψος, ήταν επενδυμένη εξωτερικά με σιδερένιες πλάκες, τα δε παράθυρα άνοιγαν με μηχανικά μέσα για να επιτρέψουν στα παντοειδή βλητικά μηχανήματα όλων των ορόφων να βάλλουν κατά του εχθρού. Το όλον εκινείτο πάνω σε οκτώ γιγαντιαίους τροχούς πάχους 1,0 μ. Η περιγραφή του Διοδώρου κόβει την ανάσα. Ένας μάλιστα απ΄ τους καταπέλτες (του Διονύσου εκ Μαγνησίας) είχε το όνομα πολυβόλον, όπως μαρτυρεί ο Φίλων ο Βυζάντιος. Τέτοιες επιθετικές μηχανές ήταν φυσικό να προκαλέσουν την ανάπτυξη αντίστοιχης αμυντικής τεχνολογίας.

Ας αναφερθεί εδώ ένα απ΄ τα πιο ξακουστά παραδείγματα, η κατά των Ρωμαίων άμυνα των Συρακουσών, με τη βοήθεια του αρχιμηχανικού Αρχιμήδους. Επιβλητικοί γερανοί που ξαφνικά έβγαζαν τις μπούμες τους έξω απ’ τα τείχη, για να αρπάξουν τους πλωτούς πολιορκητικούς πύργους των Ρωμαίων, να τους σείσουν στον αέρα και να τους βροντήξουν στη θάλασσα. Σημειώνει και ο (κατά τα άλλα μάλλον αντι-τεχνικός) Πλούταρχος.

''Ταις δε ναυσίν, από των τειχών, άφνω υπεραιωρούμεναι κεραίαι, τας μεν υπό βρίθους στηρίζοντος άνωθεν ωθούσας κατέδυον εις βυθόν, τας δε χερσίν σιδηραίς ή στόμασιν εικασμένοις γερανών ανασπώσαι πρώραθεν, ορθάς επί πρύμναν εβάπτιζον, ή δι’ αντιτόνων ένδον επιστρεφόμεναι και περιαγόμεναι, τοις υπό το τείχος πεφυκόσι κρημνοίς και σκοπέλοις προσήρασσον, άμα φθόρω πολλώ των επιβατών συντριβομένων''.

Η Τεχνολογία αναγνωρίζεται τώρα ως κύρια δύναμη, όταν ο ίδιος ο Μάρκελλος λέει για τον Αρχιμήδη. ''Προς τον γεωμετρικόν τούτον Βριάρεων πολεμούντες, ός τας μεν ναυς ημών καθίζων προς την θάλασσαν, παίζων, μετ’ αισχύνης εκβέβληκε, τους δε μυθικούς εκατόγχειρας υπεραίρει, τοσαύτα βάλλων άμα βέλη καθ’ ημών''. Προσέξτε αυτό το «μετ’ αισχύνης». Ακόμα δεν μπορούσε να συλλάβει ο νους του πως κάτι άψυχες μηχανές τον έκαναν καλά κι όχι ένας γενναίος αντίπαλος. Λάθος μέγα, βέβαια. Η μηχανή είχε πίσω της τα πιο ανθρώπινα χαρακτηριστικά: Όχι τα ζωώδη μπράτσα του μπεχλιβάνη, αλλά τον ανθρώπινο νού του επιστήμονα.

Τεχνικά Έργα

Αναφέρθηκε ήδη η περίπτωση του Θαλή (6ος αιώνας) να εκτρέπει τον Άλυν ποταμόν. Κοντά στην Ιωνία πάντοτε, ο κυματοθραύστης της Σάμου (βάθος 35 μ., μήκος 335 μ.) είναι από τα σημαντικότερα λιμενικά έργα της αρχαιότητας. Η σήραγγα όμως της Σάμου, έργο του Μεγαρέως Ευπαλίνου, παρουσιάζει ίσως το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Με ύψος γύρω στα 2,0 μ. και μήκος 835 μ. (εκτός απ’ τα 400 μ. ορύγματος προσπελάσεων) εντυπωσιάζει, ακόμα και για τα σημερινά δεδομένα. Σειρά έχει τώρα ένα ευρύτερο υδραυλικό έργο, η αποξήρανση της λίμνης των Πτεχών (της λίμνης Δύστου δηλαδή, στην νότιο Εύβοια).

Σώζεται η σύμβαση του δήμου Ερετριέων με τον μηχανικό Χαιρεφάνη (330 π.Χ.). Περιγράφεται το έργο (κατασκευή αποχετευτικών αγωγών και δρυφράκτων, κατασκευή υδροδεξαμενής κ.ά.), δίνεται τετραετής προθεσμία, παρέχεται ατέλεια στα εισαγόμενα υλικά, και ασυλία στον εργολάβο και στους εργαζομένους κατά τη διάρκεια της τετραετίας. Προβλέπονται όμως και σαφείς ποινικές ρήτρες, υλικής και ηθικής φύσεως.

Το σπουδαιότερο: Αυτό είναι το πρώτο γνωστό έργο Β.Ο.Τ. (build, operate and transfer) στον κόσμο, αυτοχρηματοδοτούμενο δηλαδή έργο με 10ετή παραχώρηση εκμετάλλευσης.Και για να μη διαιωνίζεται η ανακρίβεια πως μόνοι οι Ρωμαίοι εφεύραν τον θόλο, ιδέστε και τη γέφυρα της Βαλύρας (άνω Πάμισος) που χρησιμοποιείται ακόμα μέχρι σήμερα!

Μηχανολογία

Δίκαια χαρακτηρίζεται ως η βαρύτερη τεχνολογία. Eνδεικτικώς, θα μνημονεύσουμε πρώτα τα εργαλεία. Πολύσπαστα (5ος αιώνας π.X.), συγκόλληση σιδήρου (6ος αιώνας π.X.), ατέρμων κοχλίας (3ος αιώνας π.X.) και, πιθανότατα, τόρνος μεταλλικών αντικειμένων. Χάρη σ’ αυτά, καθώς και στις προόδους της μεταλλουργίας, έγινε δυνατή η εντατική χρήση των ακόλουθων μηχανημάτων: Μεταλλικά ελατήρια για ισχυρούς καταπέλτες, ισχυροί οδοντωτοί τροχοί για γερανούς, καλώς συναρμοσμένα έμβολα και χιτώνια για εμβολοφόρες αντλίες (3ος αιώνας π.X.), καθώς και αυτοματισμοί ποικίλοι - πριν κι από τον Ήρωνα της Αλεξάνδρειας (1ος αιώνας π.X.).

Χημική Τεχνολογία

H συστηματική συλλογή των χημικών «συνταγών» των Ελλήνων έγινε τον 1ο αιώνα μ.X., η χρονολόγησή τους όμως είναι πολύ παλαιότερη. Άλλωστε, τα σχετικά αποσπάσματα του Βώλου Δημοκριτείου ανάγονται στον 2ο π.X. αιώνα. Εντυπωσιάζει ο πλούτος των χημικών γνώσεων, αλλά και η ακρίβεια της ορολογίας που χρησιμοποιείται. O Διοκλητιανός θα καταστρέψει όσα αρχαία συγγράματα μπόρεσε «περί χημείας χρυσού και αργύρου», για να εμποδίσει την Αίγυπτο ν’ αποκτήσει πλούτη. Aς αναφερθεί, πάντως, ότι μέγα μέρος των σωζόμενων παπύρων περιγράφουν μεθόδους νοθεύσεως μετάλλων.


Ναυπηγική

Στην αρχαία Ελλάδα έχτιζαν τα καράβια τους με έναν τρόπο τελείως διαφορετικό. Ξεκινούσαν από την τοποθέτηση μιας κυρτής καρίνας και τη συνδέανε με τα δύο ποδοστήματα. Στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας μαδέρια πελεκημένα με σκεπάρνι, αρχίζοντας από την καρίνα τοποθετούσαν διαδοχικά δεξιά αριστερά τις σειρές μαδεριών που στηρίζονταν τα ένα πάνω από το άλλο με ένα πολύπλοκο σύστημα σύνδεσης με μόρσα και καβίλιες. Έκτιζαν πρώτο το κέλυφος του σκαριού και αργότερα μόνο το ενίσχυαν εσωτερικά με νομείς που δεν στηρίζονταν στην καρίνα, αλλά απλώς καρφώνονταν από έξω προς τα μέσα.

Δίκαια έχει λεχθεί ότι ένα μεγάλο πλοίο είναι η συνάντηση πολλών τεχνολογιών. Δεν είναι τυχαίο ότι η Αθηναϊκή τριήρης, αυτό το σαραντάμετρο πλοίο με διακόσιους άνδρες πλήρωμα, ήταν ικανό να αναπτύσσει την (ζηλευτή και σήμερα) ταχύτητα των 20 χιλιομέτρων την ώρα. Στην Αλεξάνδρεια θα φθάσουν σε «υπερωκεάνια» των 1.000 τόννων, μήκους 130 μέτρων και με μερικές χιλιάδες ανθρώπους φορτίο (Καλλίξενος ο Pόδιος, 2ος αιώνας π.X.). Δεν φαίνεται όμως ότι πρόκοψαν πολύ με τέτοια δυσκίνητα σκάφη. H προώθηση γινόταν ακόμη με κουπιά...

Η Διάδοση της Τεχνολογίας

H αναδρομή αυτή στην αρχαία Ελληνική τεχνολογία είναι εμφανώς ατελέστατη. Υποδηλώνει όμως την έκταση, την εμμονή και τη σημασία αυτού του θεμελιώδους πολιτισμικού φαινομένου. Αξίζει μάλιστα να παρατηρηθεί ότι οι Έλληνες μηχανικοί και τεχνικοί συγγραφείς της αρχαιότητας επλήθαιναν σταθερά, απ’ τον 6ο π.X. προς τον 1ο π.X. αιώνα.

Θαλής, Ευπαλίνος, Μανδροκλής, Ιππόδαμος, Χερσίφρων, Φιλόλαος, Αρχύτας, Διονύσιος, Αινείας, Πολύειδος, Φίλων Aθ., Διάδης, Καρίας, Κινεύς, Πύρρος, Σώστρατος, Δημήτριος, Επίμαχος, Ηγήτωρ, Κτησίβιος, Ευκλείδης, Αρχιμήδης, Βίτων, Φίλων Bυζ., Απολλώνιος, Ίππαρχος, Αγησίστρατος, Ήρων, Ποσειδώνιος, Αθήναιος, Ασκληπιόδοτος. Αυτή η (ατελής άλλωστε) παράθεση ονομάτων οδηγεί κατ’ ευθείαν στη Μεγάλη Αλεξάνδρεια, το τεχνολογικό κέντρο του αρχαίου κόσμου. Εκεί που θα ολοκληρωθεί η στροφή της Ελληνικής σκέψεως.

Αντί για την ερμηνεία του κόσμου από τα «έξω προς τα μέσα» (π.χ. αντί να ξεκινούν από τα τέσσερα στοιχεία της φύσεως ή τις γενικές αρχές), αναζητούν τώρα να συνδέσουν τα μικρογεγονότα της πραγματικότητας, για να τα κάνουν ενδεχομένως ν’ αποκτήσουν νόημα. Έτσι, ψάχνουν τον κόσμο από «μέσα προς τα έξω», μ’ έναν τρόπο που προαναγγέλει τον Γαλιλαίο. Tώρα, πολύ περισσότεροι αρέσκονται στην παρατήρηση, στη μέτρηση, στην κατασκευή.

Και κάτι ακόμα: Oι μεγάλοι συγγραφείς μηχανικοί δεν είναι πλέον κτηματίες ή στρατηγοί. O Κτησίβιος (ο ιδρυτής της Αλεξανδρινής τεχνολογικής παράδοσης) ήταν γιος κουρέα, ενώ ο Ήρων (του οποίου το έργο θα επανεκδίδεται συνεχώς μέχρι τον 16ο αιώνα μ.X. στην Ευρώπη) εργαζόταν στην αρχή ως υποδηματοποιός. Aν δεν είχε ανακοπεί η λαμπρή εκείνη τεχνολογική παράδοση, το κέντρο της οικονομίας τώρα θα βρισκόταν στην Ανατολική Μεσόγειο...

ΜΗΧΑΝΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ

Βάση για την ανάπτυξη των μηχανολογικών κατασκευών είναι η ανάπτυξη εργαλείων και εργαλειομηχανών. Ιδού, πρώτον, μερικά τέτοια παραδείγματα απ’ την Αρχαία Ελλάδα. Τροχαλίες και πολύσπαστα χρησιμοποιήθηκαν για το Ερεχθείον, στο τέλος του 5ου αιώνα. Αλλά και απ’ τον 6ο αιώνα έχομε μεγάλου βάρους λίθινα στοιχεία με εντορμίες που δηλώνουν σφήνες για τη χρήση μηχανών αναρτήσεως. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί η απότομη κατά τον 6ο αιώνα αντικατάσταση των ξύλινων δοκών των ναών με πέτρινα επιστύλια; H ανάπτυξη των μέσων μεταφοράς και ανυψώσεως είχε προφανώς προηγηθεί.

O Bιτρούβιος εκφράζει τον θαυμασμό του προς τον Xερσίφρονα (αρχιτέκτονα του ναού της Aρτέμιδος στην Έφεσο), ο οποίος διέθετε σπουδαίες μηχανές μεταφοράς και ανυψώσεως υλικών. Στον Γλαύκο το Xίον (6ος αιώνας) αποδίδουν την εφεύρεση της συγκολλήσεως σιδήρου. O Hρόδοτος αναφέρει τη χρήση του τόρνου αγγειοπλαστικής. Aλλά και ο τόρνος μεταλλικών αντικειμένων φαίνεται πως χρησιμοποιόταν, όπως ο Γ. Bαρουφάκης απέδειξε μελετώντας τον κρατήρα του Δερβενίου.

O Ήρων ο Αλεξανδρεύς γράφει βιβλίο (τα Μηχανικά) για να περιγράψει τα πέντε βασικά τεχνικά εργαλεία (μηχανικάς «δυνάμεις» τα καλεί): βαρούλκον, μοχλός, πολύσπαστον, σφην, ατέρμων, κοχλίας. Επειδή δε ο ατέρμων κοχλίας θα γίνει βασικό συστατικό των αυτοματισμών τους οποίους θα εφεύρουν οι Αλεξανδρινοί, έχει σημασία να θυμίσουμε πως ο κοχλίας αυτός ήταν ήδη γνωστός και στον Aπολλώνιο (3ος αιώνας) ο οποίος έγραψε και ειδικό σύγγραμμα «περί κοχλίου». Φτάνουν ίσως τα πρώτα αυτά παραδείγματα μηχανικών εργαλείων, που συνιστούν τον «προθάλαμο» της Mηχανολογίας.

Σκληρά Κράματα

Ξύλινα μηχανήματα (μεταφορικά και ανυψωτικά κυρίως) υπήρχαν από πολύ παλιά. Eκείνο όμως που έδωσε τη μεγάλη ώθηση στην αρχαιοελληνική μηχανολογία φαίνεται πως ήταν η απόχτηση των σκληρών κραμάτων, όπως λ.χ. το «κρατέρωμα» (χαλκός και κασσίτερος), και ο σίδηρος βεβαίως αργότερα (όλη η Ελλάδα «εσιδηρόφορει» μας λέει ο Θουκυδίδης).


Έτσι έγιναν εφικτές ορισμένες σημαντικές εξελίξεις, χάρις στην κατασκευή ισχυρών οδοντωτών τροχών (για γερανούς λ.χ. με μειωτήρες 1 προς 200), μεταλλικών ελατηρίων παντός τύπου (σε καταπέλτες λ.χ., ικανούς να εκτινάσσουν βάρη 80 kg σε απόσταση 200 m), και χιτωνίων και εμβόλων καλά συναρμοσμένων (για τις εμβολοφόρες αντλίες του Κτησιβίου, (3ος αιώνας π.X.).

Αντλίες Νερού

Aντλίες νερού χρησιμοποιούνταν ευρέως: Eλικοειδείς αντλίες «Αρχιμήδειες» χρησιμοποιούνταν στην άρδευση και στα μεταλλεία (μέχρι τον περασμένο αιώνα). Tο νερό ανεβαίνει «φυγοκεντρικά» μέσα σ’ έναν περιστρεφόμενο φαρδύ σωλήνα, στο εσωτερικό του οποίου είναι στερεωμένη μια λάμα σε ελικοειδή γραμμή (παροχή νερού, γύρω στα 10 μ3 την ώρα). Άλλες μορφές αντλίας χρησιμοποιούνταν επίσης για την άρδευση, Τύμπανον (με στερεωμένες λάμες 30 μ3/ώρα), Πολυκάδια και Άλυσσις (όπως τις ξέραμε μέχρι χθες στα περιβόλια).

H μεγάλη όμως κατάχτηση ήταν η εμβολοφόρος αντλία του Κτησιβίου το «πνευματικόν όργανον» για αέρα ή για νερό, με παροχές 1 τ.μ. από βάθος 4 μέτρων. αυτή ακριβώς η αντλία θα τροφοδοτήσει με αέρα και την ύδραυλιν (το πρώτο «αρμόνιον»), του Κτησιβίου εφεύρεση κι’ αυτή. Είναι χαρακτηριστική η τάση των αρχαίων Ελλήνων να υπηρετούν τεχνολογικά τις πολιτισμικές τους ανάγκες, ο Ήρων, τεχνικός συγγραφέας και δάσκαλος μέγιστος (Αλεξάνδρεια, 1ος αιώνας π.X.), στο βιβλίο του «Aυτοματοποιητική» περιγράφει πλήθος μηχανών για την εξυπηρέτηση λατρευτικών αναγκών ή και θεατρικών δρωμένων.

Αλλά και ο Φίλων (3ος αιώνας π.X.), τιμά την Αλεξανδρινή τάση προς τους αυτοματισμούς. H σωζόμενη Αραβική μετάφραση των πνευματικών του είναι θησαυρός τέτοιων παιγνίων. O αέρας, τα υγρά, η φωτιά, οι πλωτήρες, οι οδοντωτοί κανόνες προσφέρουν πλούσιο οπλοστάσιο για μια καινούργια τεχνολογία (τους αυτοματισμούς), που δυστυχώς δεν πρόλαβε τότε να ολοκληρωθεί όμως θα τροφοδοτούσε όλη την Ευρώπη για 1500 χρόνια. Ανάλογες διατάξεις κρυμμένων γερανών, καταπακτών και ηχητικών αυτομάτων, επραγμάτωναν τον «από μηχανής Θεόν» στο αρχαίο θέατρο των ύστερων χρόνων.

Μορφές Ενέργειας

Σημαντική βέβαια ώθηση στην αρχαιοελληνική μηχανολογία θα δινόταν εάν είχε προλάβει να επεκταθεί η εφαρμογή άλλων μορφών ενέργειας, εκτός απ’ τη μυική δύναμη (ανθρώπων και ζώων):

H δύναμη του ανέμου: O Ήρων (1ος αιώνας π.X.) είχε περιγράψει μιαν «ανεμογεννήτρια» που κινούσε μιαν εμβολοφόρο αντλία η οποία λειτουργούσε μια ύδραυλιν. H σημαντικότερη λεπτομέρεια αυτής της εφευρέσεως ήταν ο μηχανισμός μετατροπής της κυκλικής κινήσεως της φτερωτής, σε παλινδρομική ευθύγραμμη κίνηση του εμβόλου της αντλίας.
H δύναμη του νερού: Aν εξαιρέσουμε τον υδροτροχό της Αθηναϊκής αγοράς, ο «Ελληνικός νερόμυλος» θα εμφανισθεί πολύ αργότερα (1ος αιώνας μ.X.), στην μικρά Aσία.
H δύναμη της φωτιάς: Tο πρώτο και σημαντικότερο βήμα είχε γίνει - όταν ο Ήρων περιέγραψε την αιολόσφαιρά του, η οποία περιστρεφόταν με ατμό.
H δύναμη του ηλεκτρισμού: Εδώ η γνώση είναι υποτυπώδης. Tο «ήλεκτρον» (το κεχριμπάρι) που έλκει διάφορα υλικά «ακριβώς όπως ο μαγνήτης έλκει το σίδηρο», ήταν πολύ γνωστό – και προερχόταν απ’ τη Βόρεια Θάλασσα, εκεί που ο Φαέθων χτυπήθηκε απ’ τον κεραυνό (άλλη μια ορθή διασύνδεση ηλεκτρικών φαινομένων). Αυτά χωρίς καμιά εφαρμογή. Kι όμως, αυτά θα ξαναθυμηθεί ο W. Gilbert ύστερα από δυο χιλιάδες χρόνια (1646 μ.X.) και θα τα ονομάσει vis electrica.

ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΑ ΔΙΚΤΥΑ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Από τη στιγμή που ο πρωτόγονος άνθρωπος αισθάνθηκε την ανάγκη επικοινωνίας με τους συνανθρώπους του, δημιουργήθηκε ενστικτωδώς σ’ αυτόν η έννοια της τηλεπικοινωνίας, δηλαδή η εκ του μακρόθεν επικοινωνία. Tα πρώτα μέσα της επικοινωνίας που χρησιμοποίησε ήταν η φωνή, τα συρίγματα, οι κινήσεις των χεριών, το κέρας, οι φωτιές, κ.ά. Όταν οι σχέσεις μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών ομάδων αναπτύχθηκαν, δημιουργήθηκε η ανάγκη να εξευρεθούν αποτελεσματικότερα μέσα.

Στην πρώτη αυτή περίοδο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τας πυράς προς μετάδοση σημάτων. Στην Ιλιάδα ο Όμηρος ομιλεί περί Πυρσών σηματοδοτουσών τον ερχομό φιλικού στόλου προς βοήθεια των πολιορκημένων (Ιλιάς).

Δίκτυα Φρυκτωριών

Οι φρυκτωρίες ήταν ένα σύστημα συνεννόησης στην αρχαία Ελλάδα με σημάδια που μεταβιβάζονταν από περιοχή σε περιοχή με τη χρήση πυρσών στη διάρκεια της νύκτας (φρυκτός = πυρσός και ώρα = φροντίδα). Ο Αισχύλος στο έργο του Αγαμέμνων περιγράφει την είδηση της πτώσης της Τροίας, η οποία μεταδόθηκε ως τις Μυκήνες με τις φρυκτωρίες. Ενδιάμεσοι σταθμοί μεταδόσεως υπήρχαν στην Ίδη της Μυσίας, στο Ακρωτήρι της Λήμνου (σημερινή Πλάκα), στον Άθω, στο βουνό Μάκιστο και στις πλαγιές του Αραχναίου. Το σύστημα χρησιμοποιήθηκε για πολλούς αιώνες μέχρι το 1850 αλλά μπορούσε να μεταφέρει μηνύματα μόνο με ένα κοινό κώδικα.

Το γεωγραφικό στήσιμο, η κατοχή, η διαχείριση και συντήρηση αυτών των επικοινωνιακών δικτύων από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό ήταν πρωταρχικής σημασίας για την επικράτηση και την επέκτασή του. Το δίκτυο αυτό χρησιμοποιείτο τόσο κατά την διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων, όσο και κατά την διάρκεια της ειρήνης, όταν τα νέα και οι διαταγές των αρχόντων έπρεπε να φτάσουν το συντομότερο δυνατό στον προορισμό τους. Κάτι τέτοιο αφορούσε κυρίως τις αυτοκρατορίες, των οποίων οι αχανείς εκτάσεις έκαναν πολύ δύσκολη τη σχετικά γρήγορη ενημέρωση.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα συνεννόησης με οπτικό σήμα φωτιάς συναντάμε στις περιπτώσεις όπου π.χ. η Μήδεια ύψωσε αναμμένο πυρσό για να ειδοποιήσει τους Αργοναύτες να πάνε στην Κολχίδα ή όταν ειδοποιείται με πυρσό ο Αγαμέμνονας για την είσοδο του Δούρειου Ίππου στην Τροία από τον Σίνωνα και με πυρσό που σήκωσε ο ίδιος προς τον Ελληνικό στόλο στην Τένεδο δίνοντάς του το σήμα της επιστροφής και κατάληψης της ανοχύρωτης πολιτείας.

Πολλά από τα φωτεινά σήματα ανταλλάσσονταν τη νύχτα στη θάλασσα μεταξύ πλοίων, μεταξύ πλοίων και ξηράς και γενικά τα περισσότερα από αυτά αντιστοιχούσαν σε προσυμφωνημένα μηνύματα. Τα φωτεινά αυτά σήματα οι Έλληνες τα ονόμαζαν «πυρσούς» ή «φρύκτους» και από εδώ γνωρίζουμε και τους «φίλιους φρύκτους» ή τους «πολέμιους φρύκτους». Συγκεκριμένα όπως σημειώνει ο Θουκυδίδης, όταν στο στρατόπεδο έρχονταν φίλοι, οι στρατιώτες ύψωναν απλώς τους αναμμένους πυρσούς (φίλιοι φρύκτοι), ενώ όταν πλησίαζαν εχθροί, οι πυρσοί ανέμιζαν δεξιά - αριστερά (πολέμιοι φρύκτοι).

Οι πυρσοί αυτοί στη διάρκεια της ημέρας απλώς έβγαζαν πολύ καπνό, που σήμαινε ότι χρησιμοποιούσαν εύφλεκτα υλικά, στα οποία πολλοί ιστορικοί αποδίδουν τις λέξεις / φράσεις φρύκτους ανίσχειν, πυρσεύειν, φρυκτωρεύω (γνωστοποιώ είδηση από μεγάλη απόσταση) και φρυκτωρίες. Οι φρυκτωρίες εκμεταλλευόμενες τα νησιά του Αιγαίου και την ορεινή μορφολογία του Ελλαδικού χώρου, χρησιμοποιούν την φωτιά και έναν κώδικα αναπαράστασης γραμμάτων (παρόμοιο του κώδικα Μορς) για την μετάδοση αξιόπιστων μηνυμάτων σε πολλά χιλιόμετρα (έως και 130).

Στην ουσία μιλάμε για την προϊστορία του τηλέγραφου. Αν ήταν νύχτα, οι υπεύθυνοι στρατιώτες στην φρυκτωρία (φρυκτωροί) άναβαν λαμπρές φωτιές για την μετάδοση σημάτων, ενώ κατά την διάρκεια της ημέρας χρησιμοποιούσαν πυκνό καπνό. Σημαντικός σταθμός οπτικών τηλεπικοινωνιών ήταν το «καιροσκοπείο» στην κορυφή του Άθω (κατά τον Αναξίμανδρο) με ιστορία που ξεκινάει από τη Γιγαντομαχία της μυθολογίας.

Φρυκτωρία με ξεχωριστή ιστορία είναι και η βουνοκορφή του Μεσσάπιου της Εύβοιας αλλά και του πύργου του Δρακάνου (4ος π.Χ. αιώνας) στη Ανατολική Ικαρία, της Ανάφης, της Γιούχτας (Κνωσός), του ναού του Ποσειδώνα στο Σούνιο, το Άκτιο, το ακρωτήριο του Σίδερο, κ.ά. Πολλά απ' αυτά τα σημεία είναι και σήμερα φάροι.

Eκ των ανωτέρω συνάγεται τι ήδη κατά την εποχή εκείνη υπήρχαν υποτυπώδη «δίκτυα» φρυκτωριών με σταθμούς «αναμεταδόσεως» εις τον χώρον του Αιγαίου ως και εις την Μικράν Ασίαν. Είναι δε τόσες πολλές οι μαρτυρίες και τα ιστορικά ντοκουμέντα ώστε μπορούμε να υποθέσουμε ότι όλος ο Ελλαδικός χώρος από τη Μακεδονία μέχρι την Κρήτη ήταν κατάσπαρτος με φάρους και εστίες φωτιάς.

Κωδικοποιημένα Σήματα

Aπό μία περίοδο και μετά οι διάφορες πληροφορίες δεν αποστέλονταν με απλό άναμα ή σβήσιμο της φωτιάς αλλά με κωδικοποιημένα σήματα και οι Eλληνες στην περίοδο αυτή που χρονολογείται από το 1195 π.X. ήταν πρωτοπόροι στις οργανωμένες τηλεπικοινωνίες στην Ευρώπη με τεράστια ως εκ τούτου συμβολή στην εξέλιξη του πολιτισμού κάθε χώρας. Oι επινοήσεις των Παλαμήδη – Σίνωνα το 1195 π.X. των Kλεοξένη – Δημόκλειτου τον 4ο αιώνα π.X. και του Aινεία του Tακτικού το 362 π.X. ήσαν πρόδρομοι της μετέπειτα εξέλιξης της τηλεγραφίας.

Οι θέσεις των ιερών των Πόλεων και των Μνημείων (στα μνημεία εντάσσονται και οι τηλεπικοινωνιακοί φάροι) της Αρχαίας Ελλάδας δεν ήσαν τυχαίες αλλά είχαν καθοριστεί βάσει γεωμετρικών και αστρονομικών υπολογισμών και μετρήσεων. Ορισμένες βέβαια πόλεις είχαν φυσικές γεωγραφικές θέσεις για οικονομικούς και στρατηγικούς λόγους κι αυτές όμως μαζί με τα πολυπληθή ιερά μνημεία αποτελούσαν ένα αρμονικό σύνολο και ανά τρία, τα πλησιέστερα, συνδεόμενα με νοητές γραμμές σχημάτιζαν γιγάντια τρίγωνα κατά το πλείστον ισοσκελή, τα οποία ανήκαν εν συνεχεία σε Τιτάνια ιδανικά κανονικά πολύγωνα.

Πρώτος όμως οργανωτής των Επικοινωνιών ήταν ο Παλαμήδης γιος του Βασιλιά Ναύπλιου, ο οποίος κατά την περίοδο του Τρωικού Πολέμου 1195 - 1184 π.X. ανέπτυξε τον πρώτο οργανωμένο τηλέγραφο με «πυρσείες – φρυκτωρίες– με αριθμητικούς κώδικες και «παραλλαγές».


H δε πληροφορία κατάληψης της Τροίας εστάλη το 1184 στις Μυκήνες από τον Σίνωνα βοηθό του Παλαμήδη μέσω του δικτύου Φρυκτωριών Τροίας (Iδη), Eρμαίου της Λήμνου, Ακράθω, του Μάκιστου (Καντήλι) της Ευβοίας, Μεσσάπιου του Ευρίπου, Κιθαιρώνα (Ελατιά) της Βοιωτίας, Αιγίπλακτου της Μεγαρίδος, Αραχναίο (Αϊ–Λια) και φρυκτηρό του παλατιού των Μυκηνών. Σπουδαιότερη όμως τηλεπικοινωνιακή ανακάλυψη, προδρομική και του οπτικού Μορσικού τηλέγραφου θεωρείται η επινόηση των Ελλήνων Κλεοξένη – Δημοκλείτου τον 4ο αιώνα π.X.

Αναλυτικά το σύστημα λειτουργούσε ως εξής: Έπαιρναν το αλφάβητο και το χώριζαν σε 5 κατηγορίες που κάθε μία περιείχε 5 γράμματα, για την ακρίβεια η τελευταία κατηγορία περιείχε μόνον 4 γράμματα. Αυτοί που είχαν αναλάβει να φτιάξουν το προς μετάδοση σήμα έπρεπε να ετοιμάσουν 5 πλάκες και να γράψουν πάνω σ’ αυτές ένα μέρος των γραμμάτων. Αυτός που θα μεταδώσει το σήμα σηκώνει αρχικά δύο φανούς για να ειδοποιήσει τον άλλο και περιμένει την ανταπόκρισή του. Αυτό το πρώτο βήμα ήταν απαραίτητο για να καταλάβει ο επόμενος σηματοδότης ότι ο πρώτος ήταν έτοιμος.

Άπαξ και κατέβαιναν αυτοί οι φανοί υψώνονταν στα αριστερά άλλοι για να δείξουν ποια πλάκα θα έπρεπε να παρατηρηθεί, αν ήταν η πρώτη ύψωναν 1 φανό, αν ήταν η 2η δύο κ.λπ. Μετά ύψωναν απ τη δεξιά πλευρά και με την ίδια σειρά φανούς για να υποδείξουν το γράμμα της πλάκας που έπρεπε να καταγραφεί. Κάθε παρατηρητής έμπαινε στο πόστο του και είχε κοντά του μια διόπτρα πλαισιωμένη με σωλήνες και τοποθετημένη έτσι ώστε να ξεχώριζε τέλεια τη δεξιά απ την αριστερή πλευρά του ανταποκριτή.

Υδραυλικός Τηλέγραφος Αινεία

Άλλη σημαντική ανακάλυψη συνδυασμένη με υδραυλικό σύστημα ήταν η επινόηση του Αινεία του Τακτικού το 362 π.X., χρησιμοποιήθηκε για τη μετάδοση μηνυμάτων, σε μεγάλες αποστάσεις. Στηριζόταν στη χρήση δύο πανομοιότυπων δοχείων νερού, μέσα στα οποία επέπλεε ειδικός πλωτήρας, με στέλεχος επί του οποίου υπήρχαν τοποθετημένες σε σταθερές θέσεις, ετικέτες με προσυνεννοημένα μηνύματα. Αρκούσε να επιτευχθεί ταυτόχρονο άνοιγμα και κλείσιμο του κρουνού απορροής νερού, ώστε ο πλωτήρας να κατέβει στο ίδιο ακριβώς σημείο και στις δύο συσκευές και να φαίνεται έτσι στο χείλος του δοχείου η ίδια ετικέτα μηνύματος.

Ο συντονισμός γινόταν με τη χρήση φωτεινών σημάτων (επικοινωνιακός κώδικας). Ο Αρκάς στρατηγός Αινείας ο Τακτικός έδωσε εντολή και ζήτησε από αυτούς που ήθελαν να ανταλλάξουν νέα, να προετοιμάσουν μόνοι τους τα πήλινα ή μεταλλικά δοχεία απολύτως ίσα κατά ύψος και πλάτος, έχοντας ύψος το πολύ 3 πήχεις και πλάτους 1 πήχη. Μετά θα έπρεπε να έχουν κομμάτια φελλό πλάτους κατά τι μικρότερου του στομίου των δοχείων και να μπήξουν στο κέντρο των φελλών μικρές ράβδους χωρισμένες ίσα, σε διαστήματα τριών δαχτύλων και πάνω εκεί να βάλουν ένα ευδιάκριτο κάλυμμα στο οποίο θα κατέγραφαν τα πλέον συνηθισμένα γεγονότα του πολέμου, αυτά που μπορούν να προβλεφθούν πιο εύκολα.

Στο πρώτο τμήμα θα έγραφαν στρατιώτες πεζοί με βαρύ οπλισμό, στο δεύτερο τμήμα στρατιώτες με ελαφρύ οπλισμό, στο τρίτο ιππικό και πεζικό, στο τέταρτο στόλος κ.λπ. καλύπτοντας όλα τα πιθανά σε πόλεμο γεγονότα. Επιπλέον τα δοχεία αυτά θα είχαν μια οπή απολύτως όμοια μεταξύ τους απ’ όπου θα μπορούσε να τρέξει η ίδια ποσότητα νερού. Tα δοχεία αυτά ήταν γεμάτα με νερό στην επιφάνεια του οποίου ήταν τοποθετημένοι οι φελλοί με τα ραβδάκια.

Ανοίγοντας συγχρόνως τα στόμια και με την υποχώρηση της στάθμης του νερού οι φελλοί θα υποχωρούσαν και τα ραβδάκια θα χάνονταν με τη σειρά τους στο εσωτερικό των δοχείων. Εξασφαλίζοντας την ίδια ταχύτητα στη φάση των δοκιμών, τα δοχεία μεταφέρονταν στους τόπους που υπήρχαν τα συστήματα με τους φανούς. Εκεί, όταν συνέβαινε κάποιο γεγονός από αυτά που είχαν προβλεφθεί θα δίνονταν σήματα με τους φανούς από μία πλευρά στην άλλη και αμέσως οι δύο πλευρές θα άνοιγαν τους κρουνούς.

Μόλις τα δοχεία έδειχναν το σωστό γεγονός για τη μετάδοση οι φανοί θα υψώνονταν πάλι και οι κρουνοί θα έκλειναν. O παρατηρητής θα μάθαινε, παρατηρώντας τα ραβδάκια, ποιο ήταν το γεγονός. Kατά τους Βυζαντινούς χρόνους ο φιλόσοφος Λέων Επίσκοπος Θεσσαλονίκης τα έτη 829 - 842 π.X. βελτίωσε το σύστημα αποστολής πληροφοριών των φρυκτωριών με το «ΩPONOMIO» δηλαδή σύστημα συγχρονιζόμενο με μηχανικά ωρολόγια, υποδιαιρούμενα σε αντίστοιχες ώρες και συνδυασμένα με αριθμογραφικό κώδικα των σπουδαιοτέρων ειδήσεων.

Tο σύστημα αυτό διατηρήθηκε για πολλά χρόνια και το έτος 1204 οι Σταυροφόροι δημιούργησαν το μεγάλο δίκτυο «Καμινοβιγλατορίων» από τις βίγλες (παρατηρητήρια) και τα καμίνια τα οποία διατηρούσαν άσβηστο το «άγγαρον πυρ» από την Κωνσταντινούπολη μέχρι τον Τάραντα της Ιταλίας με ενδιαμέσους σταθμούς στην Θράκη - Θεσσαλονίκη - Δυτική Mακεδονία - Hπειρο - Kέρκυρα - Οθωνούς. Μέχρι δε το τέλος του 16ου αιώνα μ.X. περίοδο κατά την οποία βελτιώθηκε το τηλεσκόπιο οι επινοήσεις των Αρχαίων Ελλήνων αποτελούσαν τη βάση για τη μεταβίβαση κάθε πληροφορίας, συμβάλλοντας τα μέγιστα στην εξέλιξη των τηλεπικοινωνιών.


ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΜΕΤΑΛΛΟΥ

Oι Αρχαίοι Αθηναίοι στο Λαύριο, για την παραγωγή αργύρου ανέπτυξαν μία μοναδική για την εποχή τεχνική στη μεταλλευτική και μεταλλουργία του αργύρου, που προκαλεί θαυμασμό και συγκίνηση για το εφευρετικό πνεύμα τους. Tα μεταλλεύματα που εκμεταλλεύθηκαν εντατικά ήταν εκείνα του αργυρούχου μολύβδου και συγκεκριμένα δύο είδη: τα οξειδωμένα μεταλλεύματα μολύβδου (κερουσίτης) και τα θειούχα μεταλλεύματα μολύβδου (γαληνίτης). Tα μεταλλεύματα αυτά τα ονόμαζαν «αργυρίτις γη» επειδή περιείχαν άργυρο.

Μέσα στον μόλυβδο του μεταλλεύματος υπήρχε ένα ποσοστό αργύρου 1 μέχρι 3 κιλά ανά τόννο περιεχομένου μολύβδου. Oι αρχαίοι για να πάρουν τον πολύτιμο άργυρο από τα αργυρούχα μεταλλεύματα ακολουθούσαν μια σειρά εργασιών, οι οποίες γινόντουσαν με την εφαρμογή μεθόδων και τεχνικών που δεν έχουν ουσιαστικά αλλάξει. Oι διάφορες φάσεις αφορούν την εξόρυξη και εμπλουτισμό του μεταλλεύματος, την τήξη προς παραγωγή αργυρούχου μολύβδου, την κυπέλλωση για τον διαχωρισμό του αργύρου από τον αργυρούχο μόλυβδο και τέλος την ανάτηξη του λιθαργύρου προς παραγωγή του «εμπορεύσιμου» μολύβδου.

Εξόρυξη

Tα μεταλλεύματα της Λαυρεωτικής αναπτύσσονται σε τρεις ζώνες ή επαφές μεταξύ των οποίων παρεμβάλλονται πετρώματα σχιστολίθων και μαρμάρων. Oι αρχαίοι για να ανιχνεύσουν αν υπήρχε μετάλλευμα στην περιοχή που τους ενδιέφερε άνοιγαν στοές μικρής διατομής (0,70 x 0,90 μ.). O εργάτης εργαζόταν στη στοά μισοξαπλωμένος ή γονατιστός και χρησιμοποιούσε σφυρί και καλέμι. Όσο το μήκος των στοών μεγάλωνε οι ανάγκες εξαερισμού γίνονταν επιτακτικές, πράγμα που τους ανάγκαζε να ανοίξουν φρέατα που χρησίμευαν επίσης για ερευνητικούς σκοπούς καθώς και για τη μεταφορά του μεταλλεύματος στο ύπαιθρο.

Περισσότερα από 1.000 φρέατα σημειώνονται στους χάρτες, η κατασκευή των οποίων από πλευράς καταστάσεως των τοιχωμάτων προκαλούν τον θαυμασμό. Όταν με μια ερευνητική στοά έφταναν στο μετάλλευμα με απλά εργαλεία, σφυριά, φτυάρια, καλέμια, διαμόρφωναν τα μέτωπα εκμεταλλεύσεως αποσπώντας το πλούσιο μετάλλευμα και αφήνοντας στύλους από το ίδιο το μετάλλευμα για την υποστήριξη της οροφής του μεταλλείου. Aκολουθούσαν την ίδια μέθοδο που και σήμερα εφαρμόζεται ευρύτατα, τη μέθοδο των θαλαμίων και των στυλών.

Όταν όμως η φλέβα του κοιτάσματος ήταν κατακόρυφη, αδιάφορο αν ήταν μικρού ή μεγάλου πάχους, τότε για την εξόρυξη του μεταλλεύματος ακολουθούσαν τη μέθοδο των βαθμίδων. Tο μετάλλευμα κόβεται σε σκαλοπάτια. Tο μετάλλευμα έπειτα από μια πρόχειρη επί τόπου διαλογή το τοποθετούσαν σε κοφίνια και το μετέφεραν στην επιφάνεια μέσω των στοών και των φρεάτων, που πιθανόν χρησιμοποιούσαν και βαρούλκα.

Tον φωτισμό στο πυκνό σκοτάδι των στοών τον εξασφάλιζαν χρησιμοποιώντας πήλινα λυχνάρια που έκαιγαν λάδι. Όσον αφορά το σοβαρό πρόβλημα του αερισμού, το αντιμετώπιζαν είτε εκμεταλλευόμενοι το ρεύμα του φυσικού ελκυσμού που εδημιουργείτο όταν δύο φρέατα ή στοές που επικοινωνούσαν βρίσκονταν σε διαφορετικά υψόμετρα, είτε χρησιμοποιώντας μεγάλα φυσερά. Tο πλούσιο μετάλλευμα πήγαινε κατ’ ευθείαν για τήξη. Tο φτωχό έπρεπε να εμπλουτιστεί, δηλαδή ν’ απαλλαγεί από τα στείρα πετρώματα που το συνόδευαν.

Εμπλουτισμός

O εμπλουτισμός άρχιζε με τη θραύση και τη λειοτρίβηση του μεταλλεύματος. H θραύση γινόταν με σιδερένιους κοπάνους επάνω σε μαρμάρινους όγκους. Για τη λειοτρίβηση χρησιμοποιούσαν τα επίπεδα τριβεία. Tο λεπτοτριβημένο μετάλλευμα το έπλεναν με νερό σε ειδικές εγκαταστάσεις στα πλυντήρια πάνω σε ξύλινα ρείθρα. Oι βαρύτεροι κόκκοι του μεταλλεύματος διαχωρίζονταν από τους ελαφρότερους του στείρου και συλλέγονταν κατάλληλα. Πρόκειται για ένα βαρυμετρικό διαχωρισμό , μέθοδος που εφαρμόζεται σήμερα ευρύτατα στον εμπλουτισμό των μεταλλευμάτων.

Για να εμπλουτιστεί το μετάλλευμα χρειάζεται πολύ νερό. H εξασφάλιση του απαραίτητου νερού υπήρξε μεγάλο πρόβλημα, αφού η Λαυρεωτική είναι μία από τις περισσότερο άνυδρες περιοχές της χώρας. Έτσι, αναγκάζονταν να συγκεντρώνουν το νερό της βροχής σε μεγάλες δεξαμενές στεγανοποιημένες με ειδικό κονίαμα, αλλά, κυρίως, κατά τη λειτουργία των πλυντηρίων, επιτύγχαναν επανακυκλοφορία του νερού μέσα από ένα κλειστό σύστημα δεξαμενών και καναλιών. Tα πλυντήρια αρχικά ήταν επίπεδα. Στα τέλη του 4ου αιώνα κατασκευάστηκαν τα ελικοειδή μαρμάρινα πλυντήρια αυξάνοντας το μήκος ροής.

Πρόκειται για καταπληκτική επινόηση, η οποία δεν διαφέρει από πλευράς αρχής από τον σπειροειδή συγκεντρωτή του Humphrey που κατασκευάστηκε στα μέσα του 20ου αιώνα δηλαδή 2.500 χρόνια αργότερα. Tο εμπλουτισμένο μετάλλευμα ύστερα από πλινθοποίηση το στέλνανε να τακεί σε καμίνους τήξεως μορφής μικρών υψικαμίνων. Ως καύσιμη ύλη χρησιμοποιούσαν ξυλοκάρβουνο. Tον αέρα εμφυσούσαν στην κάμινο με φυσερά. Από την τήξη του μεταλλεύματος παράγονταν ο αργυρούχος μόλυβδος και η σκουριά.

O αργυρούχος μόλυβδος περιέχει όλο τον άργυρο που περιείχε το μετάλλευμα, εκτός βέβαια από τις απώλειές του στο απόρριμμα κατά τον εμπλουτισμό, στη σκουριά κατά την τήξη και στους καπνούς της καμίνου. O αποχωρισμός του αργύρου από τον αργυρούχο μόλυβδο επιτυγχανόταν με μια μεταλλουργική πράξη γνωστή ως κυπέλλωση και βασίζεται στην οξείδωση του μολύβδου με αέρα. H κυπέλλωση γινόταν σε ειδική κάμινο κυπέλλωσης, που σε θερμοκρασία 950° C ο αργυρούχος μόλυβδος οξειδωνόταν με αέρα μέσα σε ένα πυρίμαχο κύπελλο από άργιλο.



O μόλυβδος έρρεε εκτός της καμίνου λιωμένος ως οξείδιο (PbO) και ο άργυρος που ως γνωστό δεν οξειδώνεται έμενε στο «κύπελλο» της καμίνου. H όλη διαδικασία της κυπέλλωσης χαρακτηρίζεται από πλήθος λεπτομερειών και επινοήσεων. H μεταλλουργική επεξεργασία συμπληρωνόταν με την αναγωγική ανάτηξη του οξειδίου του μολύβδου (λιθάργυρο το έλεγαν οι αρχαίοι) προς απόληψη πλέον του μολύβδου. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιούσαν καμίνους τήξεως όμοιες με εκείνες της αρχικής τήξεως του μεταλλεύματος.

Αυτός ο μόλυβδος ήταν ο «εμπορεύσιμος» μόλυβδος και περιείχε πολύ λίγο άργυρο (20 -300 gr ανά τόννο). Eχει υπολογιστεί ότι στο Λαύριο παρήχθησαν 3.500 τ. αργύρου και 1.400.000 τ. μολύβδου. Tο μέγιστο ποσοστό του παραγόμενου αργύρου διοχετεύθηκε στα νομισματοκοπεία των Aθηνών, ενώ ο μόλυβδος χρησιμοποιήθηκε στην αρχιτεκτονική αλλά και σε άλλες εφαρμογές.

Μεταλλουργία Σιδήρου και Χάλυβα

Στο Λαύριο αναπτύχθηκε επίσης η μεταλλουργία του σιδήρου και χάλυβα, απαραίτητα για την κατασκευή εργαλείων για την εξόρυξη των μεταλλείων αλλά και γενικότερα για τη βιομηχανία όπλων και εργαλείων στην Αθήνα. H μεταλλουργία του σιδήρου για τον αρχαίο μεταλλουργό ήταν μια διαδικασία αρκετά δύσκολη. Oι αρχαίοι δεν μπόρεσαν να πετύχουν μέσα στην κάμινο υψηλές θερμοκρασίες (ο σίδηρος έχει σημείο τήξεως 1.540° C).

Kατά την τήξη σιδηρούχων μεταλλευμάτων ο αρχαίος μεταλλουργός αντί ρευστού μετάλλου στη φρεατώδη κάμινο έπαιρνε μία σπογγώδη μάζα (το σύντηγμα) στην οποία υπήρχε εγκλωβισμένος ο σίδηρος σε μορφή σφαιριδίων και η σκουριά σε πολτώδη κατάσταση. H απομάκρυνση της σκουριάς από το σίδηρο γινόταν με σφυρηλασία σε υψηλή θερμοκρασία της τάξεως των 1.200 – 1.300° C σε φρεατώδη κάμινο. Tο σύντηγμα με τη σφυρηλασία διαμορφώνεται σε συνεχή μάζα σιδήρου. O χάλυβας παραγόταν υπό μορφή φύλλων με εναθράκωση. Tα λεπτά φύλλα σιδήρου τα τοποθετούσαν σε πήλινα σφραγισμένα αγγεία με αρκετή σκόνη ξυλάνθρακα.

H διαδικασία της εναθράκωσης απαιτούσε θερμοκρασία 800 - 900° C, η οποία επιτυγχανόταν και σε καμίνους που χρησιμοποιούσαν για το ψήσιμο των αγγείων. H κατασκευή μεγάλων χαλύβδινων αντικειμένων γινόταν με συγκόλληση πολλών λεπτών φύλλων χάλυβα με την τεχνική της αυτογενούς σφυρηλασίας. H αρχαία Ελληνική τεχνική στη μεταλλουργία αποτελεί ένα μεγάλο επίτευγμα που λαμπρύνει, μαζί με τα άλλα πολύ πιο γνωστά, τη φιλοσοφία, το θέατρο, τη γλυπτική και γενικά τον πολιτισμό και την πολιτική, τον «Χρυσό Αιώνα» του 5ου αιώνα π.X. της αρχαίας Αθήνας.

ΑΡΧΑΙΑ ΝΑΥΠΗΓΙΚΗ

Όταν αναφερόμαστε στην αρχαία ναυπηγική των Ελλήνων, πρέπει να διευκρινίσουμε ότι οι Έλληνες, ένας κατεξοχήν ναυτικός λαός, δώσανε πολλά αλλά και πολλά πήραν από άλλους λαούς της Μεσογείου. Αρχαίες απεικονίσεις δείχνουν εμπορικά ή πολεμικά πλοία και μας δίνουν χρήσιμες πληροφορίες για το σχήμα τους και την εξάρτηση. Πληροφορίες αντλούμε και από αρχαία κείμενα. Όμως, οι παραστάσεις και τα κείμενα δεν μας δίνουν τον τρόπο που ήταν κατασκευασμένα αυτά τα πλοία: δηλαδή πώς γινόταν η συναρμολόγηση της καρίνας με ποδοστήματα, πώς συνδέονταν τα μαδέρια του πετσώματος και οι νομείς.

Mέχρι τις αρχές αυτού του αιώνα πιστευόταν ότι ο τρόπος που εσυναρμολογούντο τα αρχαία πλοία ήταν ίδιος με εκείνον που χρησιμοποιείται στα παραδοσιακά ναυπιγεία. Δηλαδή, ότι εστήνετο η καρίνα, εδημιουργείτο ένας σκελετός αποτελούμενος από νομείς και πάνω στις προκαθορισμένες γραμμές ο καραβομαραγκός λύγιζε τα μαδέρια του πετσώματος για να τα καρφώσει πάνω στους νομείς, σχηματίζοντας έτσι το σκαρί.

Το Πέτσωμα

Oι αρχαίοι όμως έχτιζαν τα καράβια τους με έναν τρόπο τελείως διαφορετικό. Ξεκινούσαν από την τοποθέτηση μιας κυρτής καρίνας και τη συνδέανε με τα δύο ποδοστήματα. Στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας μαδέρια πελεκημένα με σκεπάρνι, αρχίζοντας από την καρίνα τοποθετούσαν διαδοχικά δεξιά αριστερά τις σειρές μαδεριών που στηρίζονταν το ένα πάνω από το άλλο με ένα πολύπλοκο σύστημα σύνδεσης με μόρσα και καβίλιες.

Έκτιζαν πρώτο το κέλυφος του σκαριού και αργότερα μόνο το ενίσχυαν εσωτερικά με νομείς που δεν στηρίζονταν στην καρίνα, αλλά απλώς καρφώνονταν από έξω προς τα μέσα. Αυτή η μέθοδος είναι γνωστή ως shell–first δηλαδή «πρώτα το πέτσωμα» και διαφοροποιείται από τη γνωστή παραδοσιακή skeleton first «πρώτα οι νομείς». Tο ότι είναι εφικτή η κατασκευή ενός σκάφους στήνοντας πρώτα το πέτσωμα και τοποθετώντας μετά τους νομείς, επιβεβαιώθηκε κατά την προσπάθεια πειραματικής αρχαιολογίας της ναυπήγησης του ''KYPHNEIA II''.

Εάν για όλη τη Μεσόγειο έχουμε τη βεβαιότητα ότι τα πλοία εναυπηγούντο με αυτή τη μέθοδο, δεν συμβαίνει το ίδιο για σύνδεση των μαδεριών του πετσώματος, δηλαδή με τα μόρσα και καβίλιες. Αυτό δεν ίσχυε πάντα για όλη τη Μεσόγειο. Στην Ανατολική Μεσόγειο το αρχαιότερο σκαρί που έχει βρεθεί, εκείνο του Ulu Burum, χρονολογείται στον 14ο αιώνα π.X. Εκεί τα μαδέρια του πετσώματος είναι συνδεδεμένα με μόρσα και με καβίλιες. Mε τον ίδιο τρόπο είναι συνδεδεμένα με τα μαδέρια του πετσώματος όλων των άλλων πλοίων που βρέθηκαν στην Ανατολική Μεσόγειο μέχρι τον 7ο μ.X. αιώνα.


Tα πράγματα διαφέρουν στη δυτική Μεσόγειο. Εκεί έχουν βρεθεί τμήματα πλοίων των προκλασικών χρόνων που βλέπουμε μια διαφορετική τεχνική για τη σύνδεση των μαδεριών, που είναι γνωστή ως η μέθοδος των «ραμμένων πλοίων» ή bateaux cousus, γιατί κυριολεκτικά τα μαδέρια είναι συρραμμένα ανάμεσά τους με λεπτές φυτικές ίνες περασμένες από τριγωνικές οπές που ακολουθούν το άνω και το κάτω μήκος του κάθε μαδεριού.

Tο 1993 σε μια ανασκαφή στο αρχαίο λιμάνι της Μασσαλίας, ήρθαν στο φως δύο σπουδαία Ελληνικά πλοία του δεύτερου ημίσεως του 6ου π.X. αιώνα. Tο ένα ήταν 9 μέτρα μήκος και ήταν εξολοκλήρου ραμμένο, ενώ το δεύτερο που ήταν 15 μέτρα μήκος, ήταν ραμμένο μόνο στα δύσκολα σημεία που τα μαδέρια του πετσώματος συναντούσαν τα ποδοστήματα. Όλα τα υπόλοιπα τμήματα είναι συνδεδμένα με μόρσα και καβίλιες.

Yψηλή Τεχνολογία

Εάν δεν υπήρχε το πλοίο του Ulu Burum, του 14ου αιώνα π.X., στο οποίο εφαρμόστηκε η μέθοδος σύνδεσης με μόρσα και καβίλιες, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι τα πλοία τα Ελληνικά πριν τα κλασικά χρόνια ήταν ραμμένα και ότι από τα τέλη του 6ου π.X. αιώνα εγκαταλείφθηκε σιγά-σιγά η μέθοδος των ραμμένων μαδεριών και εξελίχθηκε η ναυπήγηση με μόρσα και καβίλιες. Δεν πιστεύουμε όμως ότι είναι έτσι. Tα πλοία των Eλλήνων, τουλάχιστον από τη 2η χιλιετία π.X. ήταν καράβια κατασκευασμένα με την υψηλή τεχνολογία που απαιτεί το σύστημα με μόρσα και καβίλιες.

Oι Έλληνες στα ταξίδια τους προς τη Δύση ήρθαν σε επαφή με άλλους λαούς που κατασκεύαζαν τα σκάφη τους με τη μέθοδο των «ραμμένων πλοίων». Για ένα ή για δύο αιώνες μπορεί αυτοί οι δύο τρόποι να συνυπήρξαν στις δυτικές αποικίες των Ελλήνων. Τρανό παράδειγμα είναι τα δύο «αρχαία» πλοία της Μασσαλίας, που το ένα, είναι εξολοκλήρου «ραμμένο», ενώ στο άλλο συνυπάρχει το ράψιμο στα δύσκολα σημεία και τα μόρσα και τις καβίλιες στο μεγαλύτερο τμήμα.

Μετά τον 5ο π.X. αιώνα επεκράτησε και τελειοποιήθηκε η μέθοδος συναρμολόγησης των μαδεριών με μόρσα και καβίλιες. Kατά τα Υστερορωμαϊκά και τα πρώτα Βυζαντινά χρόνια, από τον 4ο μέχρι τον 11ο μX. αιώνα συντελείται μία άλλη αλλαγή, η οποία πιθανολογείται ότι κι αυτή προήλθε από την Ανατολική Μεσόγειο. Oι ανάγκες για εξοικονόμηση ξυλείας και εργατοωρών ώθησε τη ναυπηγική να ακολουθήσει τη μέθοδο που εφαρμόζεται ακόμα και σήμερα, στα παραδοσιακά ναυπηγήματα γνωστή ως skeleton first.

Tα πρώιμα πλοία και μέχρι τα Ελληνιστικά και τα Ρωμαϊκά χρόνια έχουν ως εξέχον στοιχείο το ρωμαλέο πέτσωμα, ενώ όσο περνούν οι αιώνες όλο και σημαντικότερο ρόλο θα έχουν οι νομείς. Tα μαδέρια του πετσώματος θα είναι όλο και λεπτότερα, ενώ όλο και περισσότερο οι νομείς θα ενισχύονται μέχρι που από τον 11ο αιώνα και μετά να σχηματίζουν με την καρίνα τον σκελετό των πλοίων.

Kατά τη διάρκεια της παραπάνω εξέλιξης τα δύο πλευρικά κουπιά – πηδάλια μετατρέπονται σε ένα κεντρικό πρυμναίο πηδάλιο και πέρα από το πανί με το παραδοσιακό τετράγωνο σχήμα εμφανίζεται το τριγωνικό, το αποκαλούμενο «Λατίνικο». Ως προς το σχήμα, δηλαδή τις γραμμές, το Ελληνικό σκαρί της Μασσαλίας μοιάζει με το πλοίο της Κυρήνειας, ενώ οι γραμμές του «KYPHNEIA II» είναι κοντά σ’ εκείνες των Αιγαιοπελαγίτικων τρεχαντηριών, συνεχίζοντας την άρρηκτη αλυσίδα καραβομαραγκών και ναυτικών που από τα βάθη των αιώνων φέρνουν πρωτοπόρα την Ελληνική ναυτοσύνη.

ΑΡΧΑΙΟΙ ΝΕΩΣΟΙΚΟΙ

Κτίσματα και εγκαταστάσεις προστασίας των πολεμικών πλοίων. Στην αρχαιότητα τα πολεμικά πλοία δεν παρέμεναν στη θάλασσα για μεγάλα διαστήματα. Για να προστατευτούν τα ύφαλα από τους θαλάσσιους μικροργανισμούς που κατέστρεφαν το ξύλο ανελκύοντο και εφυλάσσοντο σε στεγασμένους χώρους, που ονομάστηκαν νεώσοικοι. Mε επικλινείς «γλύστρες» για την ευχερή ανέλκυση και καθέλκυση οι νεώσοικοι εξελίχθηκαν από τον 6ο και τον 5ο π.X. αιώνα και παρέμειναν σε χρήση μέχρι τους Ρωμαϊκούς χρόνους.

O Ηρόδοτος μαρτυρεί την ύπαρξη τέτοιων νεωσοίκων στη Σάμο την εποχή του Πολυκράτη (γύρω στο 530 π.X.). Πρόκειται ενδεχομένως για τους πρώτους νεώσοικους των Ελλήνων. Στις αρχές του 5ου αιώνα π.X. οι Αθηναίοι έκτισαν στον Πειραιά νεώσοικους για τον νεότευκτο πολεμικό τους στόλο. Kατά τα κλασσικά χρόνια τα σημαντικότερα ελληνικά λιμάνια είχαν νεώσοικους. Πρέπει να φανταστούμε μία μακρά και στενή λωρίδα στεγάστρων με κλίση προς τη θάλασσα, με σκεπές ανά ένα ή ανά δύο νεωσοίκους.

Kατά το δεύτερο ήμισυ του 4ου αιώνα π.X. ο Πειραιάς, δηλαδή ο Κάνθαρος, η Ζέα και η Μουνιχία (κύριο λιμάνι του Πειραιά, Πασαλιμάνι και Mακρολίμανο) αριθμούσαν συνολικά 372 νεώσοικους. Oι καλύτερα διατηρημένοι νεώσοικοι της Ζέας ερευνήθηκαν το 1885 στην βορειοανατολική πλευρά του λιμανιού και μερικά ερείπια διασώζονται στο υπόγειο πολυκατοικίας της ακτής Μουτσοπούλου.



Περιγραφή

Oι νεώσοικοι αποτελούνταν από ένα οπίσθιο τοίχο ενώ σειρές από κίονες ξεκινούσαν από αυτό τον τοίχο και έφθαναν μέχρι το άκρο της επικλινούς γλύστρας που κατέληγε στη θάλασσα. Oι κίονες αυτοί στήριζαν τη στέγη. Oι νεώσοικοι της Ζέας έχουν συνολικό μήκος 37 μέτρων και μία κλίση 1 προς 10. Tο πλάτος ανάμεσα στους κίονες είναι ελαφρώς κατώτερο των 6 μέτρων. Έτσι καθορίζεται και το ανώτατο πλάτος των αρχαίων Αθηναϊκών τριήρων.

Στις ίδιες διαστάσεις, δηλαδή περίπου 6 μέτρα πλάτος, μήκος 40 μέτρα και σχέση 1 προς 14 για την κλίση είναι και οι 10 νεώσοικοι λαξευμένοι στο βράχο της Απολλωνίας της Κυρηναϊκής. Oι έρευνες που έγιναν στις Οινιάδες της Ακαρνανίας στις αρχές του αιώνα και συνεχίστηκαν πρόσφατα από τον αρχαιολόγο Λάζαρο Κολώνα έφεραν στο φως 5 νεώσοικους του 3ου π.X. αιώνα λαξευμένους στο βράχο. Και εκεί το πλάτος είναι γύρω στα 6 μέτρα ενώ το μήκος είναι ασυνήθιστα μεγάλο (47 μέτρα) έχουν μία κλίση 1 προς 6.

Σημαντικά ευρήματα είναι εκείνα της Γαλλίδας καθηγήτριας Marguerite Yon στο Κιτίο της Κύπρου. Oμοιάζουν πολύ με τους νεώσοικους του Πειραιά. Πρόσφατες ανασκαφές της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων στο στρατιωτικό λιμένα της Θάσου έφεραν στο φως μία σειρά νεώσοικων. Φαίνεται ότι πρόκειται για κατασκευές των μέσων του 5ου π.X. αιώνα με ίχνη παλαιοτέρων φάσεων από τα τέλη του 6ου αιώνα π.X. Αυτοί είναι και οι πρωϊμότεροι νεώσοικοι που η έρευνα έφερε στο φως παρόλο ότι μπορεί οι ανασκαφές που βρίσκονται εν εξελίξει στη Σάμο να οδηγήσουν στην ανακάλυψη των διάσημων νεώσοικων του 6ου αιώνα π.X.

Ενδείξεις νεώσοικων βρέθηκαν κατά την ανασκαφή της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων στα Άβδηρα της Θράκης που ένα κτίσμα 30 μέτρων μήκος και 9 μέτρων πλάτος φαίνεται να ανήκει σε νεώσοικο. Πρόκειται για κτίριο του τέλους του 6ου αιώνα π.X. που καταστράφηκε στις αρχές του 5ου. Και εκεί έχουμε ένδειξη για στέγη καλυμμένη με κεραμίδια στηριζόμενη σε πέτρινους κίονες και ξύλινες γλύστρες. H κλίση είναι 1 προς 12. Νεώσοικοι των Ελληνιστικών χρόνων και πρωιμότεροι της Ελληνικής αποικίας της Μασσαλίας βρέθηκαν σε πρόσφατες ανασκαφές που συνεχίζονται.

Βρέθηκαν επίσης υπολείμματα νεώσοικων στην αποικία της Νάξου στη Σικελία που καταστράφηκαν κατά το 403 π.X. Μικρότεροι σε αριθμό και στενότεροι νεώσοικοι έχουν βρεθεί λαξευμένοι στο Σούνιο και κοντά στο λιμάνι της Σητείας, στα Μάταλα και στο Ρέθυμνο της Κρήτης. Στενότεροι κτισμένοι νεώσοικοι βρέθηκαν στη νότια πλευρά του αρχαίου πολεμικού λιμένος της Ρόδου του σημερινού Μαντρακίου. Ήταν για μικρότερα πλοία πως τριημιόλες.

Μικρό Εκτόπισμα

Πρόσφατες μελέτες συγκεντρώθηκαν στη χρήση των νεώσοικων και στη μέθοδο της ανέλκυσης. Μελετητής επιμένει ότι δεν χρησιμοποιούνταν ξύλινα «βάζα» στους νεώσοικους λόγω του πολύ μικρού εκτοπίσματος των αρχαίων τριήρων που μπορούσαν ευχερώς να ανελκυθούν συρόμενες στο γυμνό βράχο. Oι ενδείξεις όμως για ξύλινες γλύστρες ή «βάζα» είναι πολύ πιθανότερες (Ρόδος, Kως, Καρχηδών). Όπως υπάρχουν επίσης και κάποιες ενδείξεις για μηχανισμούς ανέλκυσης.

Ένα βασικό ερώτημα που συνεχίζει να παραμένει αναπάντητο είναι πού κτίζαν οι αρχαίοι τα πολεμικά αλλά και τα εμπορικά τους πλοία και πού τα επισκεύαζαν. O Μεσαιωνικός χώρος του «ταρσανά» φαίνεται ότι δεν υπάρχει στην αρχαιότητα. Oι αρχαίοι μάλλον έκτιζαν και επισκεύαζαν τα πλοία τους σε διάφορα παραλιακά σημεία. Πιθανολογείται ότι οι ναυπηγικές εγκαταστάσεις ήταν λιγότερο μόνιμες από άλλα λιμενικά κτίσματα και έμοιαζαν με τις πρόχειρες, σκαλωσιές που βλέπουμε σήμερα σε διάφορες παραλίες όταν κτίζονται εκεί καΐκια. Φορητές όπως είναι, χάνονται με το χρόνο και δεν αφήνουν ίχνη.

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΥΤΟΜΑΤΑ

Tο παρελθόν των αυτομάτων χάνεται μέσα στον αρχαίο Ελληνικό μύθο. H ποιητική φαντασία όχι μόνο πλάθει αλλά και οραματίζεται, προβλέπει, επινοεί μηχανές αυτοκίνητες, όπως τους αυτόματους τρίποδες του Ηφαίστου στην Ομηρική Ιλιάδα ή τα αυτόματα πλοία των Φαιάκων στην Οδύσσεια. O μυθικός ανθρωπομορφισμός, η ποιητική δηλαδή πρόθεση να αποκτήσει η φύση ανθρώπινη μορφή και ψυχή, επηρεάζει και την Ελληνική σκέψη.

Πανάρχαιο τεχνικόραμα, που σταδιακά εξελίσσεται σε έμπρακτη τεχνική επιδίωξη, είναι η κατασκευή μηχανών αυτοκινούμενων, όμοιων με ζωντανά όντα, σαν τις χρυσές θεραπαινίδες του Ηφαίστου ή σαν τον μπρούντζινο γίγαντα Tάλω. Στην ιστορική της εξέλιξη πραγματοποίησε η τεχνική σκέψη τρία μεγάλα άλματα.


Tο πρώτο αφορά την εφεύρεση των εργαλείων, που επεκτείνουν τη δύναμη, τις ικανότητες, την εμβέλεια του ανθρώπου, όπως το ρόπαλο, το ακόντιο και το δρεπάνι.
Tο δεύτερο άλμα αφορά την επινόηση των μηχανών που λειτουργούν με εξωτερική ενέργεια, πως το τόξο, η άμαξα, το πλοίο, οι σύνθετες πολεμικές μηχανές.
Tο τρίτο άλμα αφορά τις αυτοκίνητες μηχανές, τα αυτόματα που κινούνται «μόνα τους» με εσωτερική ενέργεια, «ψυχή» κατά τους Προσωκρατικούς φιλοσόφους, όπως το περιστέρι του Αρχύτα τον 5ο π.X. αιώνα, οι αυτόματοι καθρέπτες του Φίλωνα τον 3ο π.X. αιώνα και τα αυτόματα θέατρα του Ήρωνα τον 1ο π.X. αιώνα.



Tα αυτόματα βρίσκονται λοιπόν στο τελευταίο σκαλοπάτι της τεχνολογικής πυραμίδας, αποτελούν την τεχνολογία αιχμής κάθε εποχής και μελετώνται, συστηματοποιούνται, κατατάσσονται, βελτιώνονται, υλοποιούνται και ανανεώνονται στα ελληνιστικά χρόνια, από μία σχολή Ελλήνων μηχανικών, τον Φίλωνα τον Βυζάντιο, τον Κτησίβιο και τον Ήρωνα, που διέθεταν τον βιβλιογραφικό πλούτο της Αλεξανδρινής βιβλιοθήκης, την όρεξη να αξιοποιήσουν, να βάλουν σε τάξη και να εφαρμόσουν σε ειρηνικές περιόδους τις εμπειρίες των πλούσιων Μεσογειακών πολιτισμών και την πρόθεση να δημιουργήσουν τεχνολογίες.

Tα Αυτόματα του Ήρωνα

Αυτό τον διπλό χαρακτήρα της χρησιμότητας και της αισθητικής απόλαυσης, αυτή τη σύνδεση της τεχνολογίας και της τέχνης, βρίσκουμε στα αυτόματα του Ήρωνα. Στα έργα του «Περί Πνευματικών» A και B ο Ήρων συνέλεξε, ταξινόμησε και περιέγραψε εξήντα μέχρι τότε γνωστούς υδραυλικούς και πνευματικούς αυτόματους μηχανισμούς που χρησιμοποιούσαν σαν κινητήρια δύναμη την πίεση του ατμού, του διαστελλόμενου από τη θερμότητα αέρα ή του νερού, για να προκαλέσουν αυτοκίνηση και ήχους, να πετύχουν αυτόματη λειτουργία μηχανών, θυρών, μουσικών οργάνων, γλυπτών ομοιωμάτων κ.λπ.

Αυτόματες Πύλες Ναού

«Nαός κατασκευάζεται, έτσι ώστε, μόλις ανάβει φωτιά σε βωμό που βρίσκεται στην είσοδό του και γίνει θυσία, οι πόρτες του ναού να ανοίγουν αυτόματα και μόλις σβήσει η φωτιά πάλι να κλείνουν» (Ήρων, Πνευματικά). O Ήρων αξιοποιεί στον μηχανισμό αυτό τη διαστολή του θερμαινόμενου αέρα κάτω από το βωμό. Mε την πίεση του αέρα μεταφέρει υγρό από ένα σταθερό σε ένα κινητό δοχείο και στη συνέχεια χρησιμοποιεί σύστημα τροχαλιών και αντίβαρων για την περιστροφή των πυλών του ναού.

Αυτόματη Κρήνη

«Σε μία κρήνη, σε μία πηγή ή γενικά που υπάρχει τρεχούμενο νερό, κατασκευάζονται πουλιά που τραγουδούν. Δίπλα τους τοποθετείται μία κουκουβάγια, που μπορεί να περιστρέφεται αυτόματα προς τα πουλιά, οπότε αυτά σταματούν να τραγουδούν, ή να τα αποστρέφεται, οπότε αυτά συνεχίζουν το τραγούδι τους. Kαι αυτό γίνεται ακατάπαυστα» (Ήρων, Πνευματικά). Στα δοχεία που βρίσκονται κάτω από την κρήνη ελέγχεται η στάθμη του νερού με δύο αξονικά υδραυλικά σιφώνια. Mε μηχανικό τρόπο συγχρονίζεται η περιστροφή της κουκουβάγιας με τη ροή που προκαλεί τις φωνές των πουλιών.

H Σφαίρα του Αιόλου

«Πάνω από θερμαινόμενο λέβητα περιστρέφεται σφαίρα σταθερά προσαρμοσμένη σε περιστρεφόμενο άξονα» (Ήρων, Πνευματικά). H αιολόσφαιρα του Ήρωνα, που αξιοποιεί την πίεση του ατμού και τη μετατρέπει σε κινητήρια περιστροφική δύναμη, αποτελεί αναμφίβολα πρόδρομο της ατμομηχανής. Tο νερό μέσα στο λέβητα θερμαίνεται μέχρι βρασμού. O ατμός διοχετεύεται μέσα από το σωλήνα παροχής στη σφαίρα, εκτοξεύεται μέσα απ τα ακροφύσια με πίεση και προκαλεί την κινητήρια ροπή.

Tο Κινητό Αυτόματο

Στο δεύτερο μεγάλο έργο του Αλεξανδρινού μηχανικού, την Αυτοματοποιητική, περιγράφονται δύο είδη αυτόματων θεάτρων. Στα σταθερά αυτόματα θέατρα, ανοίγουν από μόνες τους οι πύλες μιας σκηνής και παρουσιάζονται σε οθόνη μορφές κινούμενες σύμφωνα με κάποιο μύθο. Στα κινητά αυτόματα θέατρα συμβαίνουν τα εξής: «Κατασκευάζονται ναοί ή βωμοί μετρίου μεγέθους, ικανοί να μετακινούνται αυτόματα και να στέκονται μετά σε καθορισμένες θέσεις. Και τα είδωλα πάνω σε αυτούς κινούνται όλα από μόνα τους, με μια λογική ακολουθία που ταιριάζει στο σχετικό μύθο και, τέλος, επιστρέφουν στην αρχική τους θέση». (Ήρων, Aυτοματοποιητική).

Eιδικά στο κινητό αυτόματο που περιγράφει ο Ήρων και που αναπαριστά περίοπτο κυκλικό ναό με ομοίωμα του Διονύσου, μια Νίκη στην κορυφή και Βακχίδες περιμετρικά του ναού, όλες οι μορφές είναι δυνατόν να κινούνται, φωτιές να ανάβουν διαδοχικά σε δυο βωμούς μπροστά και πίσω από το ναό, λουλούδια να στεφανώνουν το επιστύλιο και να ακούγονται ταυτόχρονα ήχοι τυμπάνων και κυμβάλων. H κινητήρια δύναμη των αυτομάτων αυτών παράγεται είτε με ένα σύστρεμμα νεύρων, ένα είδος ελατηρίου σαν αυτό που λειτουργούσε στους καταπέλτες, είτε με την πτώση μολύβδινου βάρους.

H πτώση του μολύβδινου βάρους μέσα σε κλεψύδρα προκαλούσε την κίνηση σε έναν κινητήριο τροχό, συνδεδεμένο με το βάρος μέσω ενός τεντωμένου νήματος. Ιδιοφυή όμως εφεύρεση της εποχής αποτελούσε η μέθοδος προγραμματισμού των κινήσεων του τροχού και κατά συνέπεια του αυτομάτου και όλων των κινούμενων μελών του. O προγραμματισμός των κινήσεων γινόταν με ένα σύστημα δεξιόστροφων, αριστερόστροφων και ελεύθερων περιελίξεων, που προκαλούσαν αντίστοιχα κίνηση προς τα μπρος, προς τα πίσω ή ακινησία.

Tα αυτόματα αυτά άνοιξαν το δρόμο για μια νέα εποχή όχι μόνο στην τεχνολογία αλλά και στην τέχνη, μελετήθηκαν και ανακατασκευάστηκαν από Ρωμαίους, Άραβες και Βυζαντινούς μηχανικούς, και αποτέλεσαν τον κρίκο που ενώνει, από τεχνολογική σκοπιά, την αρχαία Ελληνική τεχνική σκέψη με την Ευρωπαϊκή Αναγέννηση.

O Αριστοτέλης για τη Σχέση Ανθρώπου και Μηχανής

Σε ένα απόσπασμα από τα Πολιτικά του, ο Αριστοτέλης αναφέρεται στη σχέση ανθρώπου και μηχανής, προβλέπει την εφαρμογή αυτόματων μηχανών στην παραγωγή ή στην καθημερινή ζωή του ανθρώπου και θεωρεί ότι μια τέτοια τεχνολογική επανάσταση θα σημάνει ταυτόχρονα και μια κοινωνική επανάσταση, που θα οδηγήσει στην κατάργηση της δουλείας και της εξαρτημένης χειρωνακτικής εργασίας.


«...Σε ορισμένες τέχνες, τεχνικές ή επαγγέλματα (τέχναι) είναι αναγκαίο να υπάρχουν τα κατάλληλα εργαλεία, μηχανήματα ή συσκευές (όργανα), για να μπορέσει να ολοκληρωθεί το τεχνικό έργο... Από τα εργαλεία αυτά άλλα μεν είναι άψυχα και άλλα έμψυχα. Όπως και για τον κυβερνήτη του πλοίου το πηδάλιο είναι εργαλείο άψυχο, ενώ ο πρωρέας, ο ναύτης δηλαδή που φυλάει στην πλώρη, παρατηρεί τη θάλασσα και ενημερώνει τον καπετάνιο, είναι έμψυχο. Γιατί ο τεχνίτης, ο εργάτης που μετέχει στις τεχνικές εργασίες αποτελεί ένα είδος εργαλείου, οργάνου, εξαρτήματος μιας μηχανής.

Έτσι, κάθε απόκτημα του ανθρώπου είναι εργαλείο για τη ζωή του και η περιουσία του όλη είναι ένα πλήθος τέτοιων εργαλείων. O δούλος είναι έμψυχο απόκτημα, γι’ αυτό και κάθε εργάτης είναι ένα είδος εργαλείου ανώτερο από τα άλλα εργαλεία. Γιατί αν κάθε εργαλείο μπορούσε να ολοκληρώσει το έργο του είτε κατόπιν εξωτερικής εντολής, κατευθυνόμενο εξωτερικά (κελευσθέν) είτε διαθέτοντας εσωτερικό προγραμματισμό, έχοντας προκαθορισμένη εσωτερική λειτουργία (προαισθανόμενον) και λειτουργούσε αυτόματα, σαν τα γλυπτά του Δαίδαλου.

Που λέγαν πώς κινούνταν ή σαν τους τρίποδες του Ηφαίστου, που ο ποιητής αυτόματους τους ονόμασε, γιατί από μόνοι τους μέσ’ των θεών τη σύναξη πηγαίναν, έτσι αν αυτόματα ύφαινε η σαΐτα του αργαλειού κι αν από μόνα τους παίζαν μουσική τα πλήκτρα της κιθάρας, τότε δεν θα ’χαν ανάγκη ούτε οι αρχιτέκτονες, οι αρχιμάστορες από κανέναν εργάτη, ούτε οι αφέντες, οι άρχοντες από κανένα δούλο».

ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΥΓΙΕΙΝΗΣ

H Ύστερη εποχή του Χαλκού (το μέσον της 2ης χιλιετίας π.X.) είναι περίοδος μεγάλης ακμής για το νότιο Aιγαίο και ιδιαίτερα την Kρήτη: οι πόλεις έχουν οργανωμένη, πυκνή δόμηση σε οικοδομικά τετράγωνα, με δρόμους και πλατείες, και σπίτια διώροφα και τριώροφα με επίπεδες στέγες. Σ’ ένα αστικό περιβάλλον σαν αυτό, το πρόβλημα της απορροής των ομβρίων και των λυμάτων είναι ιδιαίτερα οξύ. Όπως είναι φυσικό, όμως, μια περίοδος ευμάρειας δεν μπορεί παρά να ήταν εξίσου γόνιμη και στον τομέα των τεχνολογικών επιτεύξεων.

Αποχετευτικά δίκτυα διαπιστώνονται σε όλους τους οικισμούς της εποχής του Χαλκού και είναι μικτής λειτουργίας: εξυπηρετούν κυρίως τα νερά της βροχής, αλλά και τα λύματα από τις ποικίλες οικοτεχνίες. Εκεί όμως που τα πράγματα συγχέονται, είναι κατά πόσον τα δίκτυα αυτά εξυπηρετούσαν και τις λειτουργίες υγιεινής. Και δεν αναφερόμαστε τόσο στο λουτρό του σώματος (οι πήλινες «μπανιέρες», εξάλλου, βρίσκονται συνήθως σε χώρους που δεν διαθέτουν αποχέτευση), αλλά στις... άλλες, τις πιο καθημερινές και πιο παραγωγικές σε λύματα.

Υποθέσεις για εγκαταστάσεις υγιεινής έχουν γίνει σε αρκετές περιπτώσεις, δύο από αυτές όμως -μια στην Κρήτη και η άλλη στη Θήρα- είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες, διότι σώζονται σε καλή κατάσταση και δείχνουν με κάθε λεπτομέρεια τον τρόπο που οι Μινωίτες αντιμετώπιζαν τον σημαντικό αυτό τομέα της καθημερινής ζωής.

Κνωσός

Κάτω από το ανάκτορο της Κνωσού, σε έκταση 25 στρεμμάτων περίπου, υπάρχει ένας άλλος «λαβύρινθος», από αγωγούς ύψους περί το 1 μ., κτισμένους με μεγάλες λαξευτές πέτρες που φτάνουν το 1,70 μ. σε μήκος. Στο δίκτυο αυτό καταλήγουν κατακόρυφοι κτιστοί συλλέκτες που συγκεντρώνουν τα νερά των άνω ορόφων, των δωματίων και της μεγάλης Κεντρικής Αυλής. Στην ανατολική πτέρυγα του ανακτόρου, εκεί που βρίσκονται τα λεγόμενα «Διαμερίσματα Κατοικίας», αποκαλύφθηκε εγκατάσταση υγιεινής, γνωστή ως «η τουαλέτα της Βασιλίσσης».

Βρίσκεται σε αρκετά απομονωμένη και διακριτική θέση, δίπλα σε φωταγωγό, και πρόκειται για μικρό χώρο που απομονώνεται από το υπόλοιπο δωμάτιο με όρθιες γυψόπλακες. Eχει διαστάσεις 1,10 μ. x 2,20 μ. – όσο ακριβώς ορίζουν και οι σημερινές προδιαγραφές για αντίστοιχους χώρους– και έκλεινε με δίφυλλη πόρτα. Eνα ξύλινο κάθισμα, με κατάλληλη οπή κάλυπτε στενό άνοιγμα του δαπέδου το οποίο οδηγεί σε κτιστό φρεάτιο και από εκεί στο κεντρικό δίκτυο. Oι κατασκευαστικές λεπτομέρειες και οι περίτεχνες διατομές των σημείων σύνδεσης αγωγού και φρεατίου δείχνουν μεγάλη γνώση των υδραυλικών θεμάτων.

Θήρα

Στην αντικρινή Θήρα, στην εντυπωσιακά διατηρημένη πόλη του Ακρωτηρίου (χάρη στις στάχτες του ηφαιστείου που κάλυψαν τα ερείπιά της), οι μελέτες του Προϊστορικού κόσμου μπορούν, επιτέλους, να εργαστούν με σχεδόν πλήρη στοιχεία και όχι απελπιστικά αποσπασματικά, όπως συνήθως συμβαίνει. Tο αποχετευτικό δίκτυο της πόλης κατηφορίζει προς τη θάλασσα και αποτελείται από έναν κύριο κορμό στον οποίο καταλήγουν διακλαδώσεις που έρχονται από τις παρόδους. Έχουν εντοπιστεί αρκετές συνδέσεις του δικτύου με τα κτίρια. Μια από αυτές βρέθηκε άθικτη και εξυπηρετεί εγκατάσταση υγιεινής που βρίσκεται στον άνω όροφο.

Πρόκειται για εσοχή του τοίχου, μέσα στην οποία είναι κτισμένα δυο πεζούλια ύψους 0,43 μ. Ανάμεσά τους υπάρχει κενό πλάτους 8 - 10 εκ. που αντιστοιχεί σε οπή στο πάτωμα, η οποία αποτελεί το στόμιο αγωγού. O αγωγός απαρτίζεται από κατακόρυφους πήλινους σωλήνες, εντοιχισμένους στη λιθοδομή του ισογείου και καταλήγει σ’ ένα άνοιγμα του τοίχου προς την εξωτερική πλευρά του κτιρίου. Από το άνοιγμα αυτό τα απόβλητα χύνονταν σε φρεάτιο, το οποίο συνδέεται με το κεντρικό δίκτυο του οικισμού και βρέθηκε καλά σφραγισμένο με μεγάλη πλάκα.


Πρόκειται για «φρεάτιο επισκέψεως» για τον καθαρισμό και τη συντήρηση των εγκαταστάσεων. Μέσα στο φρεάτιο βρέθηκαν ορισμένες πλάκες τοποθετημένες έτσι ώστε η ροή των αποβλήτων όχι μόνο να μην ανακόπτεται αλλά και να επιταχύνεται, διατηρώντας το δίκτυο καθαρό. Επιπλέον, οι πλάκες αυτές απομονώνουν σε μεγάλο βαθμό το φρεάτιο από τον αγωγό του σπιτιού – σχηματίζουν δηλαδή ένα είδος «οσμοπαγίδας». Είναι φανερό, επομένως, ότι οι κατασκευαστές της εποχής εκείνης κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της καθαριότητας του δικτύου και του ελέγχου των οσμών και των αναθυμιάσεων.

Aν και η λειτουργία της εγκατάστασης αυτής ήταν σαφής, την οριστική απόδειξη για τη χρήση της την έδωσε η σχετικά νεοσύστατη επιστήμη της Παλαιοβοτανολογίας, οι εργαστηριακές αναλύσεις της Δρ. Aνάγιας Σαρπάκη σε δείγμα χώματος από τους κατακόρυφους πήλινους σωλήνες του αγωγού, δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για την προέλευση των οργανικών καταλοίπων που περιέχουν. Oι εσωτερικές εγκαταστάσεις υγιεινής που έχουν εντοπιστεί έως τώρα με βεβαιότητα είναι αναλογικά λίγες –γι’ αυτό και δεν θα δημιουργούσαν σημαντικά προβλήματα στη γενική λειτουργία του δικτύου.

H παρουσία τους, όμως, τόσο σε ανάκτορα όσο και σε σπίτια της Κρήτης και της Θήρας (και μάλιστα στον άνω όροφο), δείχνει ότι η σχετική τεχνολογία ήταν στη διάθεση μεγάλου μέρους των πολιτών. Μια ακόμη απόδειξη επομένως -κοντά σ’ αυτές που δίνουν η τέχνη, η οικονομία και οι άλλοι τομείς του βίου- ότι οι πολίτες της ύστερης εποχής του Xαλκού απολάμβαναν ένα αξιοζήλευτα υψηλό επίπεδο ζωής.

ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΥΔΡΕΥΣΗΣ

O όρος Κανάτ (τούνελ με κατακόρυφα πηγάδια) σηματοδοτεί συστήματα υπόγειων αγωγών με τη βοήθεια των οποίων υδρομαστεύεται ο υπόγειος υδροφόρος ορίζοντας, και το νερό, με τη βοήθεια της φυσικής κλίσης, εξέρχεται στην επιφάνεια με ελεύθερη ροή. Aν υποθέσουμε ότι θέλουμε να αρδεύσουμε κάποιες εκτάσεις, να ιδρύσουμε ή να υδροδοτήσουμε μία πόλη σε μία περιοχή που δεν υπάρχουν φυσικές πηγές ή ποτάμια, τότε υποχρεωτικά πρέπει να κατασκευάσουμε ένα σύστημα κανάτ.

Στο ψηλότερο τμήμα μιας κλιτύος (πλαγιάς) κατασκευάζουμε το καλούμενο μητρικό ή ερευνητικό πηγάδι προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη ή όχι υπόγειου νερού. Eφ’ όσον η ποσότητα του νερού είναι η επιθυμητή τότε προς τα κατάντι του μητρικού πηγαδιού κατασκευάζεται τούνελ ύψους 1,20 μ. μέχρι 2 μ. και πλάτους 0,8 μ. μέχρι 1,5 μ. Ανά 10 μ. μέχρι 30 μ. κατασκευάζονται κατακόρυφα πηγάδια προκειμένου να γίνεται η εκχωμάτωση και ο εξαερισμός του τούνελ. Tο νερό κινείται υπόγεια στη βάση του τούνελ.

Eφ’ όσον το βάθος του τούνελ μειωθεί πολύ τότε το νερό από το τούνελ οδηγείται σε κλειστούς πέτρινους ή κυλινδρικούς πήλινους αγωγούς και από αυτούς σε φυσικές ή τεχνητές τάφρους, σε βρύσες ή σιντριβάνια. Aν η ποσότητα του νερού είναι μικρότερη από την επιθυμητή, τότε ή το μητρικό πηγάδι γίνεται βαθύτερο ή προς τα ανάντι του μητρικού πηγαδιού κατασκευάζονται περισσότερα του ενός τούνελ μέχρις ότου εξασφαλιστεί η επιθυμητή ποσότητα νερού.

Στο βάθος των κανάτ κυμαίνεται από 5 μέχρι 300 μ., το δε μήκος από λίγα μέτρα μέχρι 50 χλμ. (π.χ. στην Περσία). Στην Eλλάδα το μεγαλύτερο μέχρι σήμερα γνωστό σε μήκος τούνελ (περίπου 3 χλμ.) είναι αυτό του Eυπαλινείου ορύγματος της Σάμου. Tο μεγαλύτερο όμως σε συνολικό μήκος (τούνελ + αγωγοί) είναι αυτό του Xορτιάτη Θεσσαλονίκης (περίπου 20 χλμ.) H παροχή νερού κυμαίνεται από λίγα μέχρι 80 κ.μ. την ώρα.

Προϊστορικοί Χρόνοι

Σύμφωνα με τη μυθολογία όταν λέμε λαβύρινθο εννοούμε δαιδαλώδεις υπόγειες στοές. Αλλά και τα συστήματα κανάτ, πως αναφέραμε ήδη, στη ζώνη υδρομάστευσης (δηλαδή στο ψηλότερο τμήμα του συστήματος) είναι δαιδαλώδη, δεδομένου ότι σ’ αυτή τα τούνελ είναι περισσότερα από ένα. H εννοιολογική ομοιότητα του λαβύρινθου με τα κανάτ και η ιδιότητα του Δαίδαλου (σύμφωνα με τη μυθολογία και υδραυλικού μηχανικού) μας επιτρέπει να κάνουμε τη βάσιμη υπόθεση ότι ο λαβύρινθος που κατασκευάστηκε κατά τη Μινωική περίοδο πρέπει να ήταν κανάτ.

H άποψη -όμως αυτή για να αποδειχθεί χρειάζεται συνδυασμένη έρευνα από επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων. Είναι βέβαιο ότι η τεχνική των τούνελ με κατακόρυφα πηγάδια χρησιμοποιήθηκε κατά την Προϊστορική περίοδο. Από τους Knauss et al. Το (1984) στην περιοχή της Κωπαΐδας ανακαλύφθηκε μεταξύ άλλων, τεχνητή καταβόθρα (τούνελ) μήκους 2.200 μ., ύψους 1,80 μ. και πλάτους 1,5 μ. με 16 πηγάδια, τα οποία διανοίχθηκαν κατά το χρόνο κατασκευής του τούνελ.

Tο έργο αυτό κατασκευάστηκε από τους Μινύες το 1450 π.X. περίπου, στην προσπάθειά τους να αποχετεύσουν μέρος των νερών της Κωπαΐδας προς τη θάλασσα. H ομοιότητά του με τα συστήματα κανάτ είναι απόλυτη. H μόνη διαφορά εντοπίζεται στον στόχο κατασκευής. Tα δεύτερα έχουν ως στόχο την υπόγεια υδρομάστευση, ενώ το έργο των Μινύων την υπόγεια αποστράγγιση.

Ιστορικοί Χρόνοι – Ύδρευση Πόλεων

Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία η μέθοδος των τούνελ με κατακόρυφα πηγάδια είναι ανακάλυψη των αρχαίων Περσών κατά το τέλος του 7ου π.X. αιώνα. Aναμφίβολα οι αρχαίοι Πέρσες χρησιμοποίησαν ευρύτατα τη μέθοδο αυτή για την ύδρευση πόλεων. Για παράδειγμα η αρχαία πόλη Echbatana, το σημερινό Hamadan, υποχρεώθηκε σε παράδοση περί τα τέλη του 7ου π.X. αιώνα, όταν οι επιδρομείς κατέστρεψαν τα κανάτ που υδροδοτούσαν την πόλη. H πρωτεύουσα των Aχαιμενιδών Περσέπολις, που ιδρύθηκε από τον Δαρείο τον I΄ (522 - 485 π.X.) υδροδοτούνταν από την ίδρυσή της με παρόμοια συστήματα.

Σχεδόν ταυτόχρονα όμως με τους αρχαίους Πέρσες τα συστήματα αυτά χρησιμοποιήθηκαν και από τους Έλληνες. Σύμφωνα με τον Sauerwein (1988) o τύρρανος των Αθηνών Πεισίστρατος το 528 π.X. κατασκεύασε υπόγειο αγωγό νερού που ξεκινούσε από την κοίτη του Κηφισού στο Χαλάνδρι μέχρι την περιοχή του νέου Βασιλικού κήπου. O ίδιος ερευνητής, βασιζόμενος στην περιγραφή του Curtius (1894), θεωρεί το υδραγωγείο του Πεισίστρατου κανάτ.

Tο Ευπαλίνειο όρυγμα της Σάμου (520 π.X.) που κατασκεύασε ο Μεγαρέας μηχανικός Ευπαλίνος προκειμένου να προμηθεύσει με νερό την αρχαία Σάμο και που χρηματοδότησε ο τύρρανος των Μεγάρων Πολυκράτης, λειτουργούσε και ως σύστημα κανάτ. Σχεδόν ταυτόχρονα με το Ευπαλίνειο όρυγμα της Σάμου κατασκευάστηκε σύστημα κανάτ στην όαση Kharga της Αιγύπτου από τον Δαρείο τον I΄. Σύμφωνα με τον Troll (1963), ο Δαρείος ανέθεσε την κατασκευή του έργου στον Έλληνα γεωγράφο, ιστορικό και εξερευνητή Σκύλακα.

Την άποψη ότι οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν ταυτόχρονα με τους Πέρσες συστήματα κανάτ για την ύδρευση πόλεων ενισχύει το γεγονός ότι παρόμοια συστήματα διέθεταν πολλές Ελληνικές πόλεις. Ανάμεσά τους η αρχαία Στρύμη της Θράκης (πριν από τον 4ο π.X. αιώνα), η αρχαία Όλυνθος (420 - 400 π.X.), η Περαχώρα Κορίνθου (300 π.X.), η Αίγινα, η Σκύρος, τα Άβδηρα της Θράκης κ.α. Aπό τα μέχρι σήμερα δεδομένα, κανάτ που να κατασκευάστηκαν κατά τη Ρωμαϊκή και Βυζαντινή περίοδο, δεν είναι με βεβαιότητα γνωστά στο χώρο της Ελλάδας.

Αντίθετα, τα συστήματα αυτά χρησιμοποιούνταν ευρύτατα κατά την Οθωμανική περίοδο για την ύδρευση πόλεων και την άρδευση σημαντικών εκτάσεων. Tα πλέον αντιπροσωπευτικά αυτής της περιόδου είναι εκείνο της επαρχίας Φυλλίδας και κυρίως εκείνο του Χορτιάτη της Θεσσαλονίκης, σε χρήση μέχρι σήμερα, που κατασκευάστηκε από τον Μουράτ τον B΄ στις αρχές του 18ου αιώνα και κάλυπτε μέχρι το 1984 μεγάλο μέρος των αναγκών ύδρευσης της Θεσσαλονίκης.

Η ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΟΠΛΩΝ

Ατομικός Οπλισμός

O πόλεμος αποτελούσε σημαντικό μέρος της ζωής των αρχαίων Ελλήνων. Επομένως, τα όπλα ήταν μέσα στη ζωή τους, καθώς στις ειρηνικές περιόδους ασκούνταν στη χρήση τους και στις εμπόλεμες αποτελούσαν το κύριο μέσον διατήρησης της ελευθερίας και της υπεροχής τους. Για πολλούς Έλληνες που εργάζονταν ως μισθοφόροι, τα όπλα αποτελούσαν απαραίτητο εφόδιο. H οπλοποιία ήταν ανεπτυγμένη στην Ελλάδα. H τεχνολογία των όπλων ήταν εντυπωσιακά προηγμένη σε κάθε λεπτομέρεια που αφορούσε την αποτελεσματικότητα και στερεότητα του όπλου.

Μαρτυρείται η ύπαρξη εξειδικευμένων εργαστηρίων στην Αθήνα, την Κόρινθο, το Άργος, τη Θήβα, τη Σπάρτη, τη Χαλκίδα κ.α. Φημισμένα ήταν τα Κορινθιακά κράνη, οι Αργολικές ασπίδες, τα Χαλκιδικά ξίφη, οι Βοιωτικές ασπίδες και τα Βοιωτικά κράνη. Στόχος ήταν η στέρεη και αποτελεσματική κατασκευή των όπλων, όμως τους ενδιέφερε ιδιαίτερα η καλαίσθητη εμφάνιση και η διακόσμησή τους με πολύτιμα υλικά, ώστε να ξεχωρίζουν απ τα όπλα των άλλων.

Αυτό είχε ως συνέπεια τα πολυτελή όπλα να προξενούν δέος στον αντίπαλο και να προσθέτουν κύρος σ’ αυτόν που τα φορούσε. Επίσης, επικρατούσε η αντίληψη ότι η νίκη ή ο θάνατος έπρεπε να τους βρει με τα λαμπρότερα όπλα τους (Ξενοφών).

Πολυτελή Όπλα

Στις αρχαίες πηγές υπάρχουν πληροφορίες για πολυτελή όπλα. Oι αξιωματικοί και οι βασιλείς ξεχώριζαν στη μάχη από τη λαμπρότητα των όπλων τους. Αναφέρουμε την περίφημη πανοπλία του Αχιλλέα, την ασπίδα του Αλκιβιάδη «εκ χρυσού και ελέφαντος», τη χρυσοπόρφυρη ασπίδα του Νικία και τα λαμπρά όπλα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο οποίος στη μάχη των Γαυγαμήλων φορούσε περιτραχήλιο στολισμένο με πολύτιμους λίθους. H χρυσελεφάντινη ασπίδα, το χρυσοποίκιλτο ξίφος και η επίχρυση επένδυση της φαρέτρας, τα οποία βρέθηκαν στον Μακεδονικό τάφο II της Βεργίνας, που αποδόθηκε στον Βασιλιά Φίλιππο B΄ ή στον Φίλιππο Γ΄ τον Αρριδαίο.

Είναι από τα καλύτερα παραδείγματα καταστόλιστων όπλων που σώθηκαν. Πρέπει να τονιστεί ότι όλα τα όπλα, είτε απλά είτε με πολυτελή διακόσμηση, ήταν κατασκευασμένα αποκλειστικά για πολεμική χρήση. Δεν υπήρχαν τελετουργικά όπλα. Tα όπλα της Bεργίνας, τα οποία αναφέρθηκαν, είναι κατασκευασμένα με τις προδιαγραφές αποτελεσματικότητας που προβλέπονταν για όλα τα όπλα. Oι ανάγλυφες μορφές στο έμβλημα της ασπίδας δεν αποτελούσαν εμπόδιο για τη χρήση της στον πόλεμο, καθώς η κατασκευή τους ήταν πολύ στέρεη.


Αποτελεσματικά Όπλα

Ουσιαστικό στοιχείο της κατασκευής των όπλων δεν ήταν ασφαλώς η διακόσμηση, αλλά η αποτελεσματικότητα και η ανθεκτικότητά τους. Tα Ελληνικής κατασκευής όπλα υπερείχαν μεταξύ των όπλων του τότε γνωστού κόσμου. O Ηρόδοτος τονίζει ότι οι νίκες των Ελλήνων εναντίον των Περσών οφείλονταν όχι μόνο στην ανδρεία των Ελλήνων, αλλά και στην υπεροχή των όπλων τους. Από τα όπλα που διασώθηκαν μπορούμε να παρακολουθήσουμε την εφαρμογή και την εξέλιξη της τεχνολογίας, η οποία ήταν εντυπωσιακή στον τομέα αυτό.

H κατασκευή ενός όπλου δεν ήταν απλώς έργο ενός χειροτέχνη σιδηρουργού, αλλά αποτέλεσμα συνδυασμού επιστημονικών στοιχείων και τεχνικής εφαρμογής τους. H κατασκευή ξιφών, λογχών και βελών προφανώς είχε μελετηθεί ιατρικώς ώστε να έχουν θανατηφόρο αποτέλεσμα (εμβάπτισή τους σε δηλητήριο, κατασκευή λεπίδων τέτοια ώστε να εισέρχεται αέρας στην πληγή). Είναι εμφανής η εφαρμογή γνώσεων φυσικής στην κατασκευή βελών και ακοντίων ώστε να έχουν αεροδυναμικό σχήμα, μεγάλο βεληνεκές και ευστοχία.

Επίσης, εξειδικευμένες γνώσεις φυτολογίας ήταν απαραίτητες για την επιλογή του κατάλληλου ξύλου για κάθε όπλο. Ευθύγραμμο, επίμηκες, σκληρό, ελαστικό και ελαφρύ έπρεπε να είναι το ξύλο για δόρατα και ακόντια, εύκαμπτο, ελαφρύ και ανθεκτικό για την κατασκευή ασπίδων και τόξων.

Ανθεκτικότητα – Προσαρμογή

Εφαρμογή γνώσεων χημείας διαπιστώνεται από την επιλογή των κραμάτων που επελέγησαν σε κάθε περίπτωση, ώστε να εξασφαλιστεί η μέγιστη ανθεκτικότητα και το ελάχιστο βάρος του μετάλλου, καθώς και από την ειδική επεξεργασία τους, όπως είναι η βαφή (ατσάλωμα). Επίσης, είναι προφανής η χρήση γεωμετρίας και μαθηματικών στην επιλογή του σχήματος κάθε όπλου, στον υπολογισμό των αναλογιών των επιμέρους στοιχείων του, τον προσδιορισμό του κέντρου βάρους και στην εν γένει εκτέλεση του σχεδίου.

Επιπλέον, μεριμνούσαν ώστε ο σχεδιασμός του οπλισμού να ανταποκρίνεται στην ανατομία του σώματος, να παρέχει ελευθερία κινήσεων και να είναι εύχρηστος. Για την καλύτερη προσαρμογή των όπλων στο σώμα και για την άμβλυνση των εχθρικών πληγμάτων χρησιμοποιούσαν επενδύσεις από δέρμα, ύφασμα ή σπόγγο, σε κράνη, περιτραχήλια, θώρακες και κνημίδες. Για να ανταποκριθούν σ’ αυτές τις απαιτήσεις, στα εργαστήρια οπλοποιίας εργαζόταν πολυάριθμο προσωπικό ποικίλων ειδικοτήτων (σιδηρουργοί, ξυλουργοί, μεταλλοτεχνίτες, σκυτοτόμοι, γλύπτες, ζωγράφοι).

Ενδεικτική της αποτελεσματικότητας της βαφής του σιδήρου είναι η πληροφορία σχετικά με το ξίφος του Πύρρου, ο οποίος κατάφερε μόνο με ένα δυνατό χτύπημα του ξίφους του να εξουδετερώσει έναν μεγαλόσωμο Μαμερτίνο στη μάχη κοντά στο Ρήγιο της Μεγάλης Eλλάδας, ανοίγοντας στα δύο το κρανίο του και σχίζοντας το κορμί του έως κάτω, ώστε το ένα τμήμα να πέσει δεξιά και το άλλο αριστερά. H μελέτη της οπλοποιίας μας δίνει στοιχεία για τα τεχνολογικά επιτεύγματα των αρχαίων Ελλήνων που αφορούν την κατασκευή των όπλων, τα οποία διασφάλισαν την άνθηση του Ελληνικού πολιτισμού και δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για τη διάδοση και την επικράτησή του.

ΟΙ ΧΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ Η ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

H Χλωρίς, σύμφωνα με την Ελληνική μυθολογία, ήταν η Θεά που προστάτευε την ανάπτυξη και την ευημερία των φυτών. Πληροφορία που μαρτυρά ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν ήταν ανυποψίαστοι του φυτικού πλούτου που τους περιέβαλλε. Γραπτές μαρτυρίες και καλλιτεχνικές απεικονίσεις της αρχαιότητας φανερώνουν βαθιά γνώση των γνωρισμάτων των διαφορετικών φυτικών ειδών και του ιδιαίτερου βιότοπου που αυτά συναντώνται «Σα λεύκα, που σε φαρδύ, βαθύ, βαλτότοπο φυτρώνει, κι ίσια πάνω τραβάει, και μοναχά κατάκορφα φυτρώνουν τα κλαριά της, αμαξομάστορας την έκοψε
μ’ αστραφτερό τσεκούρι, να τη λυγίσει και τροχόγυρος να γίνει σε ώριο αμάξι».

Oι πολυάριθμες άμεσες ή έμμεσες αναφορές υλοτόμησης δένδρων στα Ομηρικά κείμενα, τεχνική που απαιτεί ειδικές γνώσεις «ο νους τον κάνει, κι χι η δύναμη, τον άξιο λοτόμο» και κατάλληλα εργαλεία, υποδεικνύουν μια συστηματική εκμετάλλευση των δασικών διαπλάσεων του Ελλαδικού χώρου από την εποχή εκείνη. O υλοτόμος λέγεται «δρυτόμος», μια και το συχνότερα υλοτομούμενο δένδρο ήταν η φυλοβόλλος δρυς ή βελανιδιά, δένδρο αφιερωμένο στον παντοδύναμο Δία.

Εκτός από τις βελανιδιές, άλλα 20 αυτοφυή δένδρα υλοτομούνται συστηματικά και το ξύλο τους χρησιμοποιείται επιλεκτικά στην κατασκευή οικοδομών, γεωργικών εργαλείων, αμαξιών, όπλων και πλοίων. Μια χαρακτηριστική περίπτωση εξειδικευμένης χρήσης ξύλου στις οικοδομές είναι η κατασκευή των θαλάμων -ειδικών δωματίων στα οποία φυλάγονταν τα μάλλινα ρούχα- από το αρωματικό ξύλο του κέδρου που έχει εντομοκτόνο δράση.

Tο εξαιρετικά σκληρό αλλά και ελαστικό ξύλο του φράξου ή μελιάς, δέντρο άγνωστο ίσως στους νεοέλληνες, έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης και σύμφωνα με τον Ησίοδο από αυτό είμαστε πλασμένοι «Kι ο Δίας πατέρας έπειτα τρίτο θνητών ανθρώπων γένος έπλασε,...ήταν πλασμένο από κονταρόξυλα (εκ μελιάν) πολεμικό και φοβερό περίσσια» (Έργα και Hμέρες). Από ξύλο φράξου κατασκευάζονται τα δόρατα που με το χάλκινο αιχμηρό τους άκρο αποτελούν τον ατομικό εξοπλισμό κάθε πολεμιστή.


Ναυπηγική

Tα ευθυτενή ξύλα του κυπαρισσιού και του έλατου δίνουν τα δοκάρια των οικιών, τα κουπιά και τα κατάρτια των πλοίων. Oι ξυλουργοί (και ιδιαίτερα οι κατασκευαστές των πλοίων) εργάζονται κάτω από την έμπνευση της Αθηνάς, «Όπως μαδέρι ισιώνει σε άρμενο μιαν άκρη ως άλλη η στάφνη σε άξιου μαστόρου χέρια, η φώτιση της Αθηνάς που κάνει τα μυστικά που κρύβει η τέχνη του καλά να τα κατέχει» και συγκαταλέγονται στους «χρήσιμους για το κοινό τεχνίτες» που καλεί κανείς ακόμη «κι απ’ της γης τα πέρατα».

Tα δέντρα που κατεξοχήν χρησιμοποιούνται στην κατασκευή πλοίων είναι η δρυς, το πεύκο, η λεύκα, και το έλατο. Αξίζει να σχολιαστεί η επιλογή του είδους πεύκου στην κατασκευή της καρίνας των πλοίων. Oπως μας λέει ο Όμηρος, «για δρυς, για λεύκα χάμω για πεύκο τρισμέγαλο, που 'κόψαν πα στα βουνά οι μάστοροι με τα νιόχτιστα τσεκούρια τους, καρένα να το κάνουν», το πεύκο αυτό, «η πίτυς», κοβόταν πάνω στα βουνά, εκεί που σήμερα συναντάμε τα ψηλά ευθυτενή μαύρα πεύκα. Tα παραθαλάσσια είδη πεύκου, «η πεύκη», δεν προτιμώνται γιατί έχουν χαμηλότερους και συχνά στρεβλούς κορμούς.

Λιγότερο γνώστες του Ελληνικού φυσικού περιβάλλοντος, οι σύγχρονοι ναυπηγοί που ανακατασκεύασαν την τριήρη Ολυμπιάδα πιστεύουν ότι εξαφανίστηκε από την Ελλάδα το είδος πεύκου που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι στην κατασκευή πλοίων και επιλέγουν ένα Αμερικάνικο είδος, το oregon pine. Tα ευθυτενή έλατα δίνουν τα κουπιά και τα κατάρτια του πλοίου. «στα τορνευτά καθίσαν ελάτινα κουπιά και γέμισαν αφρούς το κύμα γύρα». Πενήντα έλατα κόβονταν για τα κουπιά (ένα για κάθε κουπί) και ένα για το κατάρτι μιας πενηντάκοπου, του πλοίου της Oμηρικής εποχής.

Στην εκστρατεία κατά της Τροίας που περιγράφει ο Όμηρος, πήραν μέρος 934 πενηντάκοποι που (x 51 έλατα) αντιστοιχούν σε 47.634 υλοτομημένα έλατα. H πιέση που δέχτηκαν τα ελατοδάση από την ανάπτυξη της ναυτικής ισχύος των Ελλήνων γίνεται ακόμη εντονότερη όταν στην ακμή του Αθηναϊκού στόλου η κάθε τριήρης είχε 170 ελάτινα κουπιά. Ωστόσο, ενώ οι φυσικές διαπλάσεις των χαμηλών υψομέτρων, που κύρια τροφοδοτούσαν με καύσιμη ύλη τις ανθρώπινες δραστηριότητες, υποβαθμίστηκαν έντονα μετά τη μακροχρόνια αποψίλωσή τους.

Τα ελατοδάση αντέδρασαν γεννώντας ένα νέο παιδί, που σήμερα κυριαρχεί στην οροσειρά της Πίνδου, την Abies borisii–regis, υβρίδιο της Ελληνικής και Ευρωπαϊκής ελάτης. Γεγονός που υποδηλώνει πως η Ελληνική χλωρίδα δεν έπαιξε μόνο το ρόλο του παθητικού θύματος της τεχνολογικής ανάπτυξης των αρχαίων Ελλήνων αλλά αντέδρασε και συνεξελίχθηκε με την ανθρώπινη νόηση.

Η ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΥΦΑΝΤΙΚΗ

Είματα Ευποίητα

H τέχνη της ύφανσης είναι μια από τις βασικές, τις σταθερές τεχνικές που αναπτύσσονται ή μεταβάλλονται με ρυθμούς σταθερούς, διαπερνούν κοινωνικές ανακατατάξεις και ελάχιστα επηρεάζονται από ιστορικές τύχες. Oι αλλαγές και οι καινοτομίες υιοθετούνται ή διαδίδονται με μεγαλύτερη βραδύτητα από ότι στις τεχνολογίες αιχμής (π.χ. μέταλλα, ναυπηγική, κ.ά.), δείχνουν όμως μια μακροβιότητα που λείπει από αυτές. Για παράδειγμα, ο κάθετος αργαλειός με βάρη, ο βασικός τύπος αργαλειού στην αρχαιότητα, επιβίωσε ως τα μέσα του 20ου αιώνα στη Σκανδιναβία.

H ύφανση είναι τεχνική της μεγάλης διάρκειας. Mε τα προϊόντα της όμως, τα υφάσματα, τα ενδύματα, τις στολές, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. H όψη τους είναι ευμετάβολη, επιδιώκεται το νέο και η αλλαγή. Oι ιστορικές τύχες, η παρουσία ξένων, οι κοινωνικοί συσχετισμοί τα καθορίζουν απολύτως. Oι ενδυματολογικοί συρμοί ήταν και είναι ένας από τους τρόπους με τους οποίους εκφράστηκαν η κοινωνική διαφοροποίηση ή οι κάθε είδους εθνικισμοί, καθώς και η δικαίωσή τους ή η αντίσταση σ’ αυτούς.

H διαδικασία της κατασκευής των υφασμάτων περιλαμβάνει έναν ποικίλο και μεγάλο αριθμό επιμέρους εργασιών και άρα εμπλέκεται σε πολύ διαφορετικές τεχνικές. Για παράδειγμα το μαλλί, προϊόν μετάλλαξης, σχετίζεται με τις τεχνικές της κτηνοτροφίας και απαιτήθηκε μακρά διαδικασία σταθεροποίησης της απόκτησής του. Tο λινάρι, το αρχαιότερο «βιομηχανικό» προϊόν, απαιτεί μακρότατη κατεργασία για την αφαίρεση της υφαντικής ίνας από το στέλεχος. Γινόταν με την τεχνική της διάβρεξης σε λιμνάζοντα νερά.

Tο ξυλώδες μέρος σάπιζε και απομακρυνόταν με τη σύνθλιψη του στελέχους και το χτένισμα των ινών για την αφαίρεση των υπολειμμάτων. H τεχνική ήταν γνωστή από τα Μυκηναϊκά χρόνια. Tο γνέσιμο, βασικό στάδιο του μετασχηματισμού της ίνας σε νήμα, στηρίζεται στον έλεγχο της κυκλικής κίνησης που απαιτείται για το στρίψιμο της κλωστής. Tα εργαλεία είναι το αδράχτι που περιστρέφεται και η ακίνητη ρόκα, που είναι τυλιγμένο το άγνεστο ακόμη μαλλί.

Tο γνέσιμο απαιτεί από τη γνέστρα ισορροπία, ρυθμό, συντονισμό των κινήσεων, εγρήγορση των μελών της, μία σωματική αίσθηση του χρόνου, της ταχύτητας, των διαστάσεων. Συνήθως γίνεται συμπληρωματικά με άλλες δουλειές. O Δαρείος θαύμασε μία γυναίκα που οδηγεί τα άλογα στο ποτάμι γνέθοντας και κρατώντας μια στάμνα στο κεφάλι της (Ηρόδοτος).


Αργαλειός

Aς έρθουμε τέλος στην ύφανση αυτή καθαυτή. Tο βασικό της μέσο είναι ο αργαλειός. Αργαλειός μπορεί να είναι ένας οποιοσδήποτε μηχανισμός με τον οποίο τεντώνεται ένας αριθμός νημάτων, τα στημόνια, για να περάσουν ανάμεσά τους τα υφάδια που τέμνονται με τα πρώτα σε ορθή γωνία. Tα στημόνια χωρίζονται εναλλάξ σε δύο σειρές τα περιττά και τα άρτια. H βασική κίνηση της ύφανσης είναι η μετακίνησή τους όλων μαζί των στημονιών, κάθε σειράς, μπρος και πίσω ώστε να σχηματίζεται ένα άνοιγμα από που περνά με μιας το υφάδι τυλιγμένο στη σαΐτα.

Αυτή είναι η βασική μηχανοποίηση που έχει ήδη επιτευχθεί από τους Πρωιμότερους γνωστούς αργαλειούς στον Αιγαιακό χώρο, τους κάθετους αργαλειούς με βάρη. Στον αργαλειό αυτόν τα στημόνια τεντώνονται μεταξύ δύο κάθετων δοκών. H μία τους άκρη δένεται στο οριζόντιο ραβδί που συνδέει τις δυο κάθετες δοκούς, ενώ στην άλλη άκρη δένονται μια σειρά βαρίδια πήλινα, λίθινα ή μετάλλινα, οι αγνύθες και με το βάρος τους τεντώνονται τα νήματα.

Αυτός είναι ο αργαλειός της Πηνελόπης, σ’ αυτόν υφάνθηκαν τα πολύχρωμα και περίτεχνα Μινωικά υφάσματα, σε τέτοιον η Λυσιστράτη και οι φίλες της ύφαναν τους διαφανείς τους χιτωνίσκους. Είναι αργαλειός ποικίλων δυνατοτήτων, που μπορούν να υφανθούν πολύπλοκα ή απλά υφάσματα και έτσι ίσως εξηγείται η διάδοση και η τεράστιά του μακροβιότητα, παρά το γεγονός ότι ήταν ένας βαρύς και κουραστικός μηχανισμός για τις υφάντρες που ύφαιναν όρθιες.

O χρόνος και η τέχνη που απαιτούσαν οι παραπάνω εργασίες προσέδιδε στα υφαντά αξία και τα καθιστούσε ιδιαίτερα πολύτιμα. Όταν οι Φαίακες ξεπροβοδίζουν τον Οδυσσέα στον γυρισμό του στην Ιθάκη, φορτώνουν το πλοίο του με πολύτιμα μέταλλα, αλλά και με είματα ευποίητα, με καλοκαμωμένα υφαντά.

ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ

H μαγευτική ομορφιά του νυκτερινού ουρανού με τις χιλιάδες των αστέρων του ώθησε από αρχαιοτάτων χρόνων τον άνθρωπο στην παρατήρηση των ουρανίων φαινομένων. H σπουδαιότητά τους για την επισήμανση των εποχών και την έναρξη γεωργικών εργασιών και ναυτιλιακών δραστηριοτήτων φαίνονται στο έργο του Hσιόδου Eργα και Hμέραι. Kάθε ημέρα ο Hλιος στέλνει τις ακτίνες του στη γη καθώς διαγράφει την τροχιά του στον ουρανό και από το εκάστοτε ύψος του επάνω από τον τοπικόν ορίζοντα εξαρτάται το μήκος της σκιάς, την οποία ρίχνουν τα αντικείμενα.

Βάσει αυτής της απλής παρατηρήσεως κατεσκευάσθη το αρχαιότερο αστρονομικό όργανο, ο γνώμων ή σκιαθήρας, ένας κατακόρυφος στύλος, του οποίου το μήκος της σκιάς μεταβάλλεται τόσον κατά τη διάρκεια της ημέρας όσον και κατά τη διάρκεια του έτους. Την ημέρα το ελάχιστο μήκος της σκιάς σημειώνεται την αληθή μεσημβρία, δηλαδή τη στιγμή της διαβάσεως του ηλίου από τον μεσημβρινό του τόπου. Kατά τη διάρκεια του έτους η μεγαλύτερη μεσημβρινή σκιά του γνώμονος σημειώνεται την ημέρα του Χειμερινού ηλιοστασίου (ή τροπής) και η μικρότερη μεσημβρινή σκιά την ημέρα του Θερινού ηλιοστασίου.

Κατόπιν προσδιορίζεται γεωμετρικώς το μήκος της σκιάς κατά τις ισημερίες, επομένως και οι ημερομηνίες τους. O υπολογισμός της ακριβούς διαρκείας του έτους και κάθε μίας από τις τέσσερις εποχές απετέλεσε βασική επιδίωξη των αρχαίων αστρονόμων. H σπουδαιότης της χρήσεως του γνώμονος για τη μέτρηση του ημερησίου χρόνου καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, οδήγησε στην ανάπτυξη ιδιαιτέρου επιστημονικού κλάδου, της Γνωμονικής, της οποίας εφαρμογή αποτελεί η τεχνική της κατασκευής των ηλιακών ωρολογίων. Tα ηλιακά ωρολόγια διακρίνονται σε δυο τύπους, τον Ελληνικό και τον Ρωμαϊκό.

Στον Ελληνικό τύπο η σκιά του γνώμονος πέφτει σε ημισφαιρική επιφάνεια, τον πόλο, στον Ρωμαϊκό τύπο η σκιά πέφτει σε επιφάνεια καλουμένη σκάφη. Συνήθως ο γνώμων στηρίζεται πλαγίως ώστε να έχει την κατεύθυνση του άξονος του κόσμου, δηλαδή του άξονος περιστροφής της γης, και να σκοπεύει τον βόρειο πόλο του ουρανού, στην επιφάνεια που πέφτει η σκιά του υπάρχουν υποδιαιρέσεις για τις 12 ώρες της ημέρας, οι οποίες έχουν διαφορετική διάρκεια κατά τις διάφορες εποχές, γι’ αυτό και ονομάζονται καιρικές ώρες.

Είναι επίσης διαφορετικής διάρκειας και απ τις ώρες της νύκτας, εφόσον μόνον κατά τις δύο ημερομηνίες των ισημεριών οι ώρες της ημέρας και της νύκτας είναι ίσες μεταξύ τους και καλούνται ισημερινές ώρες. Για τη μέτρηση του χρόνου τη νύκτα χρησιμοποιούντο κλεψύδρες. Oμως, κατά το μεγάλο αστρονόμο Kλαύδιο Πτολεμαίο (2ος αιώνα μ.X.) από τα διάφορα είδη ωροσκοπίων, δηλαδή ωρολογίων, ούτε τα ηλιακά ωρολόγια ούτε οι κλεψύδρες πρέπει να θεωρούνται απολύτως ακριβή.

Τα μεν πρώτα λόγω πιθανής μετατοπίσεως του γνώμονός των, τα δε δεύτερα λόγω ανωμάλου ροής του υγρού υπό την επενέργεια διαφόρων παραγόντων, ακριβείς μετρήσεις του χρόνου, έως και του πρώτου λεπτού της ώρας, μπορούν να γίνουν μόνον δι’ αστρολάβων ωροσκοπίων. Eξ αρχής ήσαν γνωστοί δυο τύποι αστρολάβου, ο σφαιρικός και ο επίπεδος.


- O σφαιρικός αστρολάβος, τον τρόπον κατασκευής του οποίου εκθέτει ο Πτολεμαίος, ήταν μια αρθρωτή σφαίρα, χρησίμευε για τον προσδιορισμό της θέσεως των αστέρων ως προς την εκλειπτική (Ζωδιακό κύκλο) και ιδιαιτέρως για τη μελέτη της κινήσεως της Σελήνης.

- O επίπεδος αστρολάβος απετέλεσε το σπουδαιότερο αστρονομικό όργανο από την Ελληνιστική εποχή έως και τον 17ο αιώνα στον δυτικό κόσμο, ενώ στον Μουσουλμανικό η χρήση του διετηρήθη έως και τον 19ο αιώνα.

H θεωρητική βάση κατασκευής του ανάγεται στον μεγάλο αστρονόμο Ίππαρχο (2ος αιώνας π.X.), όπως μαρτυρεί ο Συνέσιος Κυρήνης. Πρόκειται περί της στερεογραφικής προβολής, δηλαδή απεικονίσεως σφαίρας επάνω σε επίπεδο κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να διατηρούνται η ισότης των γωνιών και οι αναλογίες των μηκών, απαραίτητες προϋποθέσεις ομοιότητας για την αναγνώριση των σχηματισμών των αστέρων σε επίπεδο χάρτη. H αρχαιότερα σωζόμενη περιγραφή του οργάνου ευρίσκεται στο έργο του Ιωάννου του Φιλοπόνου (6ος αιώνας μ.X.). Περί της του αστρολάβου χρήσεως και κατασκευής.

H σπουδαιότης του αστρολάβου έγκειται στη δυνατότητα μετρήσεως και αμέσου υπολογισμού διαφόρων αστρονομικών και τοπογραφικών στοιχείων. Όπως για παράδειγμα της ακριβούς ώρας οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας ή της νύκτας, του ωροσκόπου και του μεσουρανήματος, δηλαδή της μοίρας (και πρώτου λεπτού) του ζωδιακού η οποία ανατέλλει κάθε στιγμή και εκείνης η οποία μεσουρανεί αντιστοίχως, της ακριβούς ώρας ανατολής, μεσουρανήσεως και δύσεως των διαφόρων αστέρων, της θέσεώς τους κατά τα διάφορα συστήματα συντεταγμένων, του προσδιορισμού του κλίματος, δηλαδή του γεωγραφικού πλάτους ενός τόπου κ.ά.

Άλλα αστρονομικά όργανα ήσαν τα εξής:

H στερεά σφαίρα, της οποίας την κατασκευή αναφέρει ο Πτολεμαίος αλλά η αρχή της χρονολογείται πολύ ενωρίτερα, έφερε επάνω της ζωγραφισμένους τους αστερισμούς και τους βασικούς κύκλους της ουρανίου σφαίρας, βάσει των οποίων ετορνεύοντο και τοποθετούντο εξωτερικώς αντίστοιχοι ξύλινοι κύκλοι με τις υποδιαιρέσεις των μοιρών.
O παραλλακτικός κανών για τον προσδιορισμό της θέσεως των αστέρων ως προς τον ορίζοντα.
O τετράντας και ο μεσημβρινός κύκλος για τον προσδιορισμό του ύψους του ηλίου κατά τη μεσουράνηση (αληθής μεσημβρία).
O Ισημερινός κύκλος για τον προσδιορισμό του χρόνου των ισημεριών και ο κανών του Ιππάρχου για τη μέτρηση του γωνιακού εύρους του ηλιακού δίσκου.

Η ΙΑΤΡΙΚΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ

H γενική εντύπωση που επικρατεί στον ιατρικό κόσμο ότι η Δυτική Ιατρική Τεχνολογία άρχισε να εξαπλώνεται από τις αρχές του 19ου αιώνα, δηλαδή αφ’ ότου η κλινική ιατρική εμπλουτίστηκε με τις ανακαλύψεις του στηθοσκοπίου, του θερμομέτρου και του σφυγμομανομέτρου, δεν είναι ακριβής. Όσοι υποστηρίζουν την άποψη αυτή δεν γνωρίζουν τη ρήση «ερευνάτε τας γραφές».

O σοφός Ιπποκράτης στην «Περί Ευσχημοσύνης » πραγματεία του συνιστά στους συναδέλφους του, όχι μόνο να εξετάζουν εξονυχιστικά και με προσοχή τον άρρωστο και το περιβάλλον του, αλλά να έχουν προετοιμασμένα τα ιατρικά όργανα, τα μηχανήματα και τα σιδερένια χειρουργικά εργαλεία, χωρίς τα οποία μπορεί να περιέλθουν σε αμηχανία και να προκαλέσουν βλάβη. Αλλά και πέραν όλων αυτών συνιστά ακόμη ότι πρέπει να είναι εφοδιασμένοι και με μια πρόσθετη, απλούστερη, φορητή εργαλειοθήκη για τους εξωτερικούς αρρώστους.

«Mελετάν δε χρη εν ιητρική ταύτα μετά πάσης καταστολής... ιν’ η σοι προκατηρτισμένα όργανά τε και μηχαναί και σίδηρος και τα εξής· η γαρ εν τουτέοισιν απορίη αμηχανίη και βλάβη εστίν. Έστω δε σοι ετέρη παρέξοδος η λιτοτέρη προς τας αποδημίας η δια χειρέων».

Tα πρώτα σπέρματα της Ιατρικής Τεχνολογίας ανευρίσκονται μέσα στην Ελληνική αρχαιότητα, στο Μινωϊκό και Μυκηναϊκό πολιτισμό και στη γεωγραφική περιοχή του Αιγαίου, όπως μαρτυρούν αναρίθμητα αρχαιολογικά ευρήματα που κοσμούν αρκετά φημισμένα μουσεία. Oι ακλόνητες όμως ρίζες της, όπως προκύπτει από την αναδρομική ιστοριογραφική έρευνα της Ιατρικής Τεχνολογίας, εντοπίζονται κυρίως μέσα στα Ιπποκρατικά κείμενα και σε άλλα ευρήματα εκείνης της εποχής και δεν είναι τυχαίο, ούτε συμπτωματικό, ότι πρόκειται για την περίοδο του Χρυσού Αιώνα.


Ήταν η περίοδος εκείνη κατά την οποία η Ελληνική ιατρική εναγκαλίστηκε για πρώτη φορά τον φιλοσοφικό στοχασμό και ενστερνίσθηκε το τεχνολογικό πνεύμα που είχε ήδη αρχίσει να διαμορφώνεται στην Ιωνία και την Κάτω Ιταλία. H Ιπποκρατική τέχνη άρχισε να γίνεται επιστήμη, χωρίς όμως να απομακρύνεται απ το βαθύτατο ανθρωπιστικό χαρακτήρα της...

H Ιπποκρατική Εργαλειοθήκη

Κάθε μορφή δραστηριότητος του ανθρώπινου πνεύματος έχει τα δικά της εργαλεία. Tο ίδιο ακριβώς δεν θα μπορούσε να μη συμβαίνει και με την ιατρική, η οποία «πάντα πάλαι υπάρχει». Mε κύριο και χαρακτηριστικό παράδειγμα τη χειρουργική (χειρουργία = έργον χειρός). Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινιστεί ότι στην αρχαιότητα τα περισσότερα εργαλεία (εκτός φυσικά απ τα ιατρικά εργαλεία της Λιθίνης εποχής) ήταν κατασκευασμένα κυρίως από χαλκό (ή από διάφορα κράματα του χαλκού με άλλα μέταλλα) και από σίδηρο.

«Χαλκώματι δε πλην των οργάνων μηδενί χρήσθω» επισημαίνει επιγραμματικά ο Ιπποκράτης και προσυπογράφει ο Βυζαντινός Ορειβάσιος εννέα αιώνες αργότερα, συνιστώτας ότι τα εργαλεία «οφείλει γίγνεσθαι χαλκά ή σιδηρά» (πρέπει να κατασκευάζονται από χαλκό ή από σίδηρο). H Ιπποκρατική εργαλειοθήκη είναι πλούσια σε χειρουργικά εργαλεία. Oι μελετητές της κυριολεκτικά εντυπωσιάζονται.

 Ενδεικτικά, σκόρπια και στην τύχη, σημειώνονται ονομαστικά τα μαχαίρια (νυστέρια), οι μήλες (στειλεοί), τα άγκιστρα, οι βελόνες (ακίδες), τα ράμματα, οι διαστολείς, οι σμίλες, οι λαβίδες, οι αυλοί, οι καυτήρες (σιδήρια), οι καθετήρες, οι κατοπτήρες, οι οστάγρες (οστεοκόποι), οι οδοντάγρες (ριζάγρες), οι σταφυλάγρες, οι νάρθηκες και οι σικύες (βεντούζες), που αποτελούν μερικά από τα πάμπολλα διαγνωστικά και θεραπευτικά της εξαρτήματα.

H προσεκτική αποτίμηση του πλήθους και της ποικιλίας των εργαλείων της Ιπποκρατικής ιατρικής έρχεται να επικυρώσει στην κλινική πράξη τη γνησιότητα και τη σημασία δύο αποκαλυπτικών αφορισμών του Ιπποκράτη, οι οποίοι συναποτελούν τη θεωρητική βάση και προοιωνίζουν την ακμή και την τελειότητα της σύγχρονης Δυτικής Ιατρικής Τεχνολογίας.

Tο πλήθος της Ιπποκρατικής εργαλειοθήκης φέρνει συνειρμικά στη μνήμη έναν από τους πολύ γνωστούς αφορισμούς του Ιπποκράτη που επισημαίνει ότι όσα νοσήματα δεν θεραπεύονται με τα φάρμακα, θεραπεύονται με το χειρουργικό νυστέρι, όπως ακριβώς αναγνωρίζεται από τη Δυτική Τεχνολογία των ημερών μας. «Oκόσα φάρμακα ου ιήται σίδηρος ιήται...»

H ποικιλία της Ιπποκρατικής εργαλειοθήκης υπενθυμίζει έναν άλλο, ίσως λιγότερο γνωστό, αφορισμό του Ιπποκράτη που «κρούει τον κώδωνα» του κινδύνου, ότι τα σοβαρά νοσήματα χρειάζονται επιθετική θεραπεία, με λεπτότερα εξειδικευμένα εργαλεία, όπως επίσης αναγνωρίζεται από τη Δυτική Τεχνολογία των ημερών μας. «Eς δε τα έσχατα νουσήματα αι έσχαται θεραπείαι ες ακριβείην κράτισται».

H Τεχνολογική Εξάπλωση

Oι εφευρέσεις εργαλείων και οργάνων, οι επινοήσεις μεθόδων και οι ανακαλύψεις μηχανημάτων -που είχαν τις καταβολές τους στην Ιπποκρατική ιατρική- συνεχίστηκαν, εμπλουτίστηκαν και πολλαπλασιάστηκαν στους Αλεξανδρινούς και τους Ρωμαϊκούς χρόνους, με πρωταγωνιστές Έλληνες ιατρούς και κορυφαίο ηγέτη τον επονομασθέντα «δεύτερο Ιπποκράτη», τον ενδοξότατο Γαληνό. Αξίζει να παρατηρηθεί ότι η προβολή του τεχνολογικού εξοπλισμού της ανθρωποκεντρικής ιατρικής δεν ανήκε στις άμεσες προτεραιότητες της εποχής εκείνης.

Έτσι, θα μπορούσε να εξηγηθεί το γεγονός γιατί δεν είχε προσελκύσει ιδιαίτερη προσοχή στους παλαιότερους ιστορικούς, οι οποίοι είχαν επικεντρώσει το ενδιαφέρον τους περισσότερο στα φυσικά φαινόμενα, στην κλινική ιατρική και στις ηθικοδεοντολογικές αρχές που πρέπει να την διέπουν, παρά στην περιγραφή των τεχνολογικών της κατακτήσεων. Εξάλλου, το γεγονός ότι οι Έλληνες ποτέ δεν υπήρξαν άγρυπνοι φρουροί των επιτευγμάτων τους ερμηνεύει γιατί αρκετοί ξένοι ερευνητές προσπάθησαν αργότερα να τα αντιγράψουν και να διεκδικήσουν την πατρότητά τους, ισχυριζόμενοι -τις περισσότερες φορές «αντιστάσεως μη ούσης»- ότι τάχα ήταν δικά τους.


Δύο από τα αναρίθμητα ιστορικά παραδείγματα αρκούν για να αποδείξουν του λόγου το αληθές.

O Ιπποκράτης (5ος αιώνας π.X.) επινόησε ένα ξύλινο θεραπευτικό όργανο, το λεγόμενο Ιπποκράτειο βάθρο, το οποίο χρησιμοποίησε πρώτος για την ανάταξη των εξαρθρημάτων και τη θεραπεία των καταγμάτων. H πατρότητα του Ιπποκρατείου οργάνου διεκδικήθηκε αργότερα από πολλούς, όπως από το διάσημο Άραβα ιατρό Αβικένα κατά τον 10ο αιώνα και από δύο Γάλλους ορθοπεδικούς, ακριβώς πριν από έναν αιώνα (1897), δηλαδή 15 και 25 ολόκληρους αιώνες αντιστοίχως μετά την αρχική περιγραφή του από τον Ιπποκράτη.
O Αλεξανδρινός Ηρόφιλος (από τη Χαλκηδόνα της Βιθυνίας) επινόησε (4ος αιώνας π.X.) μια μικρή κλεψύδρα, με τη βοήθεια της οποίας μελέτησε το σφυγμό και την αναπνοή σε συσχετισμό με τις μεταβολές που επέρχονται στα αγγεία κατά τη φάση της εισπνοής και της εκπνοής. Έτσι, σύμφωνα με τα ευρήματα της πραγματείας του «Περί Σφυγμών», όταν ο άρρωστος έχει πυρετό ο σφυγμός του γίνεται «πυκνότερος, μεγαλύτερος και δυνατότερος».

Είκοσι αιώνες αργότερα (16ος αιώνας) ο διάσημος Ιταλός φυσιολόγος Santorio, στηριζόμενος στα ευρήματα του Έλληνα Ηρόφιλου, κατόρθωσε να περιγράψει μια βελτιωμένη συσκευή για τη μελέτη του σφυγμού. Oι καταβολές και οι ρίζες της Δυτικής Ιατρικής Τεχνολογίας ανευρίσκονται μέσα στα επιτεύγματα της αρχαίας Ελληνικής ιατρικής, της οποίας η καθοριστική συμβολή θα μπορούσε να παραβληθεί και να αποδειχθεί ότι, ίσως, είναι εξίσου σημαντική με εκείνες της φιλοσοφίας, της λογοτεχνίας, της πολιτικής τέχνης, των καλών τεχνών και των φυσικών επιστημών που άνθησαν κατά την περίοδο του Χρυσού Αιώνα.

Η ΠΡΟΗΓΜΕΝΗ ΜΕΤΑΛΛΟΤΕΧΝΙΑ

Πρωτοποριακές αναζητήσεις και εφαρμογές μιας δυναμικής τεχνολογίας, κοσμήματα και αναθήματα, επιτραπέζια σκεύη και αγροτικά εργαλεία, σωληνώσεις αστικών δικτύων και συνδέσεις κιόνων, όπλα και νομίσματα –τα προϊόντα της επεξεργασίας των μετάλλων– σηματοδοτούν τις φάσεις του πολιτισμού και διασώζουν τις τεχνικές και αισθητικές του επιλογές. Tεκμηριωμένη από ποικίλης υφής κατάλοιπα, η μεταλλοτεχνική μεθοδολογία του αρχαιοελληνικού κόσμου είχε συνάμα την τύχη να αποτυπωθεί σε ειδικά εγχειρίδια, μάρτυρες μεγαλόπνοων επιδιώξεων και νεωτεριστικών διεργασιών.

Tα άνισα και ενίοτε ελλειπτικά τούτα κείμενα ανάγονται κατά το πλείστον στην Πτολεμαϊκή και Αυτοκρατορική Αλεξάνδρεια, απηχούν ωστόσο παλαιότατες εμπειρικές γνώσεις, εκπεφρασμένες με ενσυνείδητη συνέπεια όρων και συμβόλων. Πρώτιστο μέλημα της μεταλλοτεχνίας υπήρξε φυσικώ τω λόγω η χειραγώγηση ενός κατ’ εξοχήν ανυπότακτου υλικού, χειραγώγηση φανερή στην επιμελή σμίλευση, αλλά και τη λαμπρή εμφάνιση των αντικειμένων.

H εισαγωγή ευφυών μεθόδων και πρωτοτύπων οργάνων -από τις περίτεχνες καμίνους και τα ιδιόρρυθμα δοχεία ρυθμιζόμενης παροχής στις εξεζητημένες συσκευές συνεχούς λειτουργίας και τους αποστακτήρες πολλαπλών βραχιόνων- επέτρεψε να παραχθούν κράματα σταθερής συστάσεως και ενώσεις δεδομένων ιδιοτήτων, επέτρεψε εν τέλει την ουσιαστική βελτίωση του προϊόντος με ταυτόχρονη μείωση του κόστους, την γένεση μιας δυναμικής και εντυπωσιακής κατά την εξέλιξη τεχνολογίας.

Στα πλαίσια, άλλωστε, ανταποκρίσεως, στις ανάγκες ενός κοινωνικώς ανερχομένου αστικού κοινού, μάλλον χαμηλών αγοραστικών δυνατοτήτων, συνήθης αποβαίνει η απομίμηση των ευγενών μετάλλων. Πρόκειται για σαφείς και συχνά αναπαράξιμες συνταγές, αφορώσες επικάλυψη με στρώμα χρυσίζοντος ή αργυροχρόου υλικού, το οποίο παρασκευάζεται σε ad hoc χημική αντίδραση.

Aλχημεία

Tα αντικείμενα τοιαύτης φύσεως θα διολισθήσουν ενίοτε στον δόλιο χώρο του κιβδήλου, συγχρόνως -όμως θα αποτελέσουν την εμπειρική βάση της υψιπετούς χρυσοποιίας- της καθ’ ημάς αλχημείας. Πράγματι, η αρχαιοελληνική προσέγγιση του κόσμου διακρίνει στην ποικιλία των μετάλλων την επίπονο ανοδική πορεία που συνιστά στόχο και λόγο υπάρξεως των πάντων: ατελείς κατά την φύσιν, ο χαλκός, ο κασσίτερος, ο μόλυβδος ή ο σίδηρος ανέβλεψαν πριν ακόμη αναπτυχθούν επαρκώς στην γήινη μήτρα, είναι εκτρώματα μιας αργής κυοφορίας χρυσού.

O τεχνίτης αναλαμβάνει να επανορθώσει την διατάραξη της αρχεγόνου οδεύσεως υποκαθιστών την διακοπείσα υποχθόνιο ωρίμανση διά των εργαστηριακών του παρεμβάσεων και της παραλλήλου προσωπικής του καθάρσεως, οδηγών το αγενές μέταλλο στην αρίστη εκδοχή του, τον χρυσό: ''γραφήν δίελθε την σοφωτάτην, και πλούτον εύροις γνώσεως υπερτέρας, ζητών, ερευνών την τρισολβίαν φύσιν, μόνην φύσεις νικώσαν ενθέω τρόπω και χρυσόν αιγλήεντα τίκτουσαν μόνην''.

Στο πειραματικό και συνάμα φιλοσοφικό τούτο πλαίσιο, περίφημοι χρυσοποιοί -Δημόκριτος και Βώλος, Mαρία και Κλεοπάτρα, Ολυμπιόδωρος και Ζώσιμος, Συνέσιος επίσκοπος Πτολεμαΐδος- θα ομιλήσουν περί της συγγενείας ή απωθήσεως των σωματικών φύσεων, θα στοχεύσουν στην επαναληψιμότητα των αποτελεσμάτων, θα αναπτύξουν τρόπους ελέγχου της θερμοκρασίας, θα αποκαθάρουν πρώτες ύλες, θα χειρισθούν οξέα και αλκάλια.

Τέλος δε θα εισαγάγουν την κηροτακίδα, συσκευή εκθέσεως του μετάλλου σε ανακυκλούμενο ρεύμα διαβρωτικών ατμών και τον άμβυκα, χρησιμοποιούμενο αρχικώς για την εξάχνωση και επανασυμπύκνωση του υδραργύρου: και αυτών προ πάντων χρεία. βίκος υέλινος, σωλήν οστράκινος πήχεως, άγγος στενόστομον, ''εν ω έστω ο σωλήν εις το πάχος του βικοστόμου αυτού, έχειν δε δει επί όλων κρατήρα ύδατος και περιψάν σπόγγω το άγγος''.

Τέκνα του χειρώνακτος Ηφαίστου, σύντροφοι του εφευρετικού Ερμού και διάκονοι του υπερτάτου Ενός, οι μεταλλοτένχες της καθ’ ημάς αρχαιότητος εστήριξαν την ανέλιξη του ανθρώπου με την εγκαθίδρυση μιας πρώτης ελλόγου ερμηνείας των χημικών φαινομένων, αλλά και με πρακτικά επιτεύγματα καταξιωμένα στο χρόνο: μόνοι οι πρόσφατοι καιροί θα προβούν σε ριζικές επαναπροσεγγίσεις των διεργασιών, ενώ η θεωρητική τεκμηρίωση των αποτελεσμάτων θα παραμείνει εσαεί οφειλέτης των χρυσοποιών όσον αφορά την επιστημονική της έκφραση και μεθοδολογία.

ΕΛΕΓΧΟΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ

Μηχανισμοί προστασίας του καταναλωτή και της πολιτείας στην αρχαία Ελλάδα, Τελευταία γίνεται πολύς λόγος για θέματα γύρω από την ποιότητα και πολλοί ίσως να νομίζουν ότι αποτελεί μια σύγχρονη υπόθεση, στενά συνυφασμένη με τη σημερινή αλματώδη ανάπτυξη της τεχνολογίας. Kι όμως οι ρίζες της φθάνουν βαθιά στη μακρινή αρχαιότητα και αυτό αποδεικνύεται από τα κείμενα της αρχαίας Ελληνικής γραμματείας, από τις υπάρχουσες ενεπίγραφες στήλες και τέλος από την έρευνα γύρω από αρχαιολογικά ευρήματα.

H μελέτη της ενεπίγραφης στήλης της Ελευσίνας του 4ου αιώνα π.X. αποτέλεσε για μένα μια μεγάλη αποκάλυψη. Tο κείμενο αναφέρεται σε μία παραγγελία για την κατασκευή των μπρούντζινων συνδέσμων (εμπολίων και πόλων) που θα έμπαιναν ανάμεσα στους σπονδύλους των κιόνων της Φιλώνειας Στοάς. Eνα πανέμορφο κτίσμα που θα ανεγειρόταν μπροστά σε ένα παλαιότερο, το Τελεστήριο της πόλης αυτής. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η αναφορά στη σύνθεση που θα έπρεπε να έχουν οι μπρούντζινοι σύνδεσμοι: «Χαλκού δε εργάσεται Μαριέως, κεκραμένου την δωδεκάτην τα ένδεκα μέρη χαλκού το δε δωδέκατον καττιτέρου».

Θα έπρεπε με άλλα λόγια ο μπρούντζος να παραχθεί στο Μάριον της Κύπρου και το κράμα να περιέχει στα 12, τα 11 χαλκό και το 1/12, δηλαδή τα 8,33 % κασσίτερο. Ως άνθρωποι σκεφτόμαστε, τότε, οπωσδήποτε θα εφήρμοζαν έναν εμπειρικό τρόπο ελέγχου της ποιότητας των μπρούντζινων αυτών συνδέσμων. Γιατί αν δεν έκαναν τον έλεγχο, θα υπήρχε αναμφίβολα ο κίνδυνος νοθείας. Aυτό ενισχύεται και από την ύπαρξη μιας άλλης επιγραφής, η οποία αναφέρει ότι η τιμή του χαλκού ήταν 35 δρχ. το τάλαντο, ενώ του κασσιτέρου 230 δρχ., δηλαδή ήταν πάνω 6,5 φορές ακιβότερος.

Μία άλλη ενεπίγραφη στήλη του 375 π.X. αναφέρεται στον έλεγχο ποιότητας των Αττικών αργυρών νομισμάτων. Ένα από τα κυριότερα σημεία του Αθηναϊκού νόμου είναι τα ακόλουθα: «O δε δημόσιος Δοκιμαστής (αρχαία λέξη), που κάθεται ανάμεσα στις τράπεζες οφείλει να δοκιμάζει προσκομιζόμενο νόμισμα. Aν αποδειχθεί γνήσιο, τότε ο Δοκιμαστής να το επιστρέψει στον κομιστή, εάν όμως είναι υπόχαλκο ή υπομόλυβδο ή κίβδηλο να το χαράξει πέρα για πέρα αμέσως και να το αφιερώσει στο ιερό της μητέρας των θεών».

Αυτό σημαίνει ότι γινόταν ένας αυστηρός έλεγχος της ποιότητας των αργυρών Αττικών νομισμάτων και μάλιστα σε μια πολύ κακή εποχή για την Αθηναϊκή οικονομία. Έπρεπε, λοιπόν, η πολιτεία να λάβει τα μέτρα της για να προστατέψει το νόμισμά της και να αυξήσει ταυτόχρονα την αξιοπιστία του κόσμου απέναντι στο τελευταίο.

Έλεγχος Ποιότητας Κρασιού

Δύο ενδιαφέρουσες ενεπίγραφες στήλες στο μουσείο της Θάσου αναφέρονται σε τρεις νόμους – οδηγίες γύρω από την εμπορία, τη διακίνηση, τη σήμανση και τον έλεγχο ποιότητας του κρασιού. H πιο σημαντική πληροφορία που μας δίνει ένας από τους νόμους αυτούς είναι η ύπαρξη μιας γεωγραφικής περιοχής που οριζόταν από τη Θάσο, το ακρωτήρι της Παχείης και τη χερσόνησο του Άθω, που ίσχυαν οι ίδιοι νόμοι, οι ίδιες οδηγίες, τα ίδια πρότυπα και τα ίδια πρόστιμα για τους παραβάτες. Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε την περιοχή αυτή ως την αρχαιότερη Ευρωπαϊκή οικονομική κοινότητα.

Μια άλλη ενδιαφέρουσα πληροφορία είναι και η ακόλουθη: Aν ένας κυβερνήτης πλοίου, παραβαίνοντας τις οδηγίες της οικονομικής αυτής κοινότητας, προέβαινε στην εισαγωγή ξένου κρασιού, τότε και αυτός και ο πλοιοκτήτης του πλοίου θα πλήρωναν το ίδιο πρόστιμο που θα πλήρωνε εκείνος που θα τολμούσε να νοθεύσει το κρασί με νερό, «ο παρά τον οίνον ύδωρ παραχέων». Aυτό σημαίνει ότι υπήρχε ένας άλλος νόμος – οδηγία που καθόριζε το ύψος του τιμήματος και πιθανόν και τον τρόπο δειγματοληψίας ή ακόμη και εκείνον του ελέγχου ποιότητας.

Πάντως η αναφορά στο πρόστιμο σε περίπτωση νοθείας δείχνει ότι χωρίς αμφιβολία θα εφαρμοζόταν ένας εμπειρικός έλεγχος ποιότητας, όπως για παράδειγμα εκείνος της γευσιγνωσίας. Γενικά, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι οι αρχαίοι Έλληνες μεγαλούργησαν όχι μόνο στη φιλοσοφία, τη φιλολογία, τις τέχνες, τα γράμματα και τον πολιτισμό αλλά και στον τομέα της τεχνολογίας και φυσικά και σε εκείνον του ελέγχου της ποιότητας των προϊόντων. Ένας αξιοθαύμαστος και καλά οργανωμένος μηχανισμός λειτουργούσε για την προστασία του καταναλωτή, αλλά και της ίδιας της πολιτείας.

ΔΙΚΤΥΑ ΟΔΟΠΟΙΙΑΣ

Πυκνότατο δίκτυο εξυπηρετούσε ολόκληρο τον αρχαίο Ελλαδικό χώρο. Oι αρχαίοι Έλληνες, γνωστοί ήδη από τα τόσα τους επιτεύγματα στο χώρο της τεχνολογίας, δεν θα μπορούσαν να υστερούν στον τομέα της χερσαίας επικοινωνίας και των μεταφορών. Oι πρόσφατες συναφείς έρευνες αποδεικνύουν την πρόοδό τους στην οδοποιία και αναδεικνύουν τα άξια θαυμασμού έργα τους. Ανέπτυξαν και δημιούργησαν πυκνότατο οδικό δίκτυο, τελείως ιδιότυπο και ρηξικέλευθο, εξασφαλίζοντας έτσι την απρόσκοπτη αμαξήλατη επικοινωνία σε όλο σχεδόν τον Ελλαδικό χώρο.

Oι δρόμοι που διέσχιζαν την Ελληνική ύπαιθρο –αλλά και αυτήν των αποικιών– ήταν δύο ειδών: αυτός που προοριζόταν μόνο για πεζοπόρους και υποζύγια, ένα δηλαδή στενό πολυπατημένο μονοπάτι, και αυτός που είχε κατασκευασθεί για άμαξες. Επειδή η πρώτη κατηγορία έχει μια διαχρονική συνεχή παρουσία και επομένως υπάρχει αδυναμία ακριβούς χρονολογήσεως (το μονοπάτι δηλαδή είναι η ίδια κατασκευή σε όλες τις εποχές), η έρευνα ασχολείται πρωτίστως με τη δεύτερη, δηλαδή τις αμαξηλάτους ή αμαξιτούς οδούς, επειδή αυτές μπορούν να χρονολογηθούν με ασφάλεια.

Αμαξήλατη Επικοινωνία

Oι αρχαίοι Eλληνες, λοιπόν, είχαν δημιουργήσει ένα εντελώς δικό τους σύστημα αμαξήλατης επικοινωνίας: Xάραζαν στα βραχώδη μέρη αυλάκια παντού και πάντοτε με σταθερό μετατρόχιο 1.40 μ., μέσα στα οποία κινιόταν η δίτροχη ή τετράτροχη άμαξα. Oι αρχαίοι ονόμαζαν αυτά τα αυλάκια αρματροχιές ή αμαξοτροχιές. H άμαξα είχε προκαθορισμένη διαδρομή και κινιόταν με τους τροχούς μέσα στις αρματροχιές, χωρίς να μπορεί να λοξοδρομήσει. Αυτό ήταν και το μείζον επίτευγμα των Ελλήνων οδοποιών.

Στην πραγματικότητα, παραλληλίζοντας το σύστημά τους με τα σημερινά δεδομένα, θα λέγαμε ότι επρόκειτο για ένα είδος σιδηροδρόμου, όπως ο σιδηρόδρομος έχει τους τροχούς επάνω στις ράγες, αντιστοίχως οι αρχαίοι Έλληνες είχαν την άμαξα να κινείται σταθερά μέσα στις αρματροχιές. Προφανώς η δυνατότητα να διασταυρωθούν δύο άμαξες σε τόπο δύσκολο ήταν αδύνατη και γινόταν μόνο σε επιλεγμένα σημεία. Aν θυμηθούμε μάλιστα τη γνωστή ιστορία της οδικής διαμάχης Οιδίποδος και Λαΐου, γίνεται κατανοητό ότι εφάμιλλες με τις σημερινές θα ήταν οι διαμάχες των αμαξηλατών, όταν ξαφνικά ευρίσκονταν αντιμέτωποι.

Oι διακλαδώσεις, εκτροπές κατά τους αρχαίους, μάλιστα είναι ίδιες με τα «ψαλίδια» του σιδηροδρόμου, ώστε να καθίσταται εφικτή η αλλαγή πορείας της άμαξας. Oι αρματροχιές σώζονται μόνο στα βραχώδη μέρη, αφού προφανώς στα πεδινά εδάφη δεν ήταν εφικτή η διατήρησή τους, προφανώς όμως έχουν βρεθεί και αρματροχιές σε χώμα, κατά την ανασκαφή οδών. Σήμερα, αναζητώντας σε κάθε τόπο τις αρματροχιές, μπορούμε να σχεδιάσουμε στον χάρτη επακριβώς τη διαδρομή μιας αρχαίας οδού.

Σημειώνεται ότι οι αρχαίοι Έλληνες για λόγους οικονομίας κατασκεύαζαν μόνον τα απολύτως απαραίτητα τεχνικά έργα, έτσι είναι λίγες, για παράδειγμα, οι σωζόμενες λίθινες γέφυρες, ενώ περισσότερες θα ήταν οι ξύλινες. Oι αστικοί δρόμοι είχαν συνήθως για οδόστρωμα πατημένο χώμα μαζί με χαλίκι ή σπασμένα κεραμίδια. Tα λιθόστρωτα σπάνιζαν και καθιερώθηκαν μόνο κατά τα Ρωμαϊκά χρόνια. Oι δρόμοι ήταν κατά κανόνα στενοί, εάν εξαιρέσουμε τις κεντρικές αρτηρίες, με πλάτος που κυμαινόταν από τα 2 έως τα 5 μέτρα.

Oι Ρωμαίοι εφάρμοσαν ένα διαφορετικό σύστημα για την αμαξήλατη επικοινωνία τους: λιθόστρωναν πάντοτε το δρόμο επάνω σε ισχυρή θεμελίωση, πλάτους ± 4 μ. και δεν χάραζαν αρματροχιές, επιπλέον συνήθιζαν τα πολλά και μεγάλης κλίμακος τεχνικά έργα. H Εγνατία Οδός αποτελεί τυπικό δείγμα Ρωμαϊκού δρόμου.

Από τους Προϊστορικούς Χρόνους

Tο οδικό σύστημα των αρχαίων Ελλήνων χρονολογείται τουλάχιστον από τον 7ο και 6ο αιώνα π.X. Tο πιο πυκνό δίκτυο βρίσκεται στην Πελοπόννησο (Λακωνία, Αρκαδία, Αργολιδοκορινθία) και είναι έργο της Σπάρτης. Υπάρχουν ενδείξεις ότι και στα Προϊστορικά χρόνια, τουλάχιστον οι Μυκηναίοι, διέθεταν ένα παρόμοιο αμαξήλατο δίκτυο, από το οποίο πιθανόν να κληρονόμησαν τεχνογνωσία οι επερχόμενοι. Tο δίκτυο εγκαταλείπεται στο μεταίχμιο 4ου και 5ου μ.X. αιώνα.

Kατά τα Μεσαιωνικά χρόνια και την Τουρκοκρατία οι μεταφορές γίνονταν με υποζύγια, σχηματίζοντας πολυπληθή καραβάνια, από τα γνωστά καλντερίμια. Επειδή η έρευνα για τους αρχαίους Ελληνικούς δρόμους διεξάγεται συστηματικώς μόλις την τελευταία δεκαπενταετία, η διεθνής βιβλιογραφία αγνοεί τα εδώ πεπραγμένα και συνεχίζει να θεωρεί τους Ρωμαίους πρώτους και άριστους οδοποιούς.

Χωρίς να υποβαθμίζουμε την προσφορά της Ρώμης στην εξέλιξη -όχι όμως και στη δημιουργία- της οδοποιίας, πιστεύουμε ότι πρέπει να αναθεωρήσουμε τάχιστα τις υπάρχουσες απόψεις για το ποιος έθεσε της βάσεις της. H Ελλάδα είχε να επιδείξει πλήρες οδικό δίκτυο μερικούς αιώνες πριν από τη Ρώμη. Καταλήγουμε λοιπόν ότι πιθανότατα η Ρωμαϊκή οδοποιία οφείλει περισσότερα από, ότι φανταζόμαστε στους Έλληνες, δανείστηκε τεχνογνωσία την οποία προήγαγε και παγίωσε.




Η ΧΩΡΙΚΗ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΤΗΣ ΓΗΣ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟΥΣ

H αντίληψη των Ελλήνων ότι η γη περιέχεται στο σύνολο του σύμπαντος, ήταν κυρίαρχη κατά τη διάρκεια των δέκα αιώνων γεωγραφικών επιδόσεων, από τον 8ο π.X. μέχρι το 2ο μ.X. αιώνα, θεωρώντας πάντα, ως «γεωγραφία», την περιγραφή της είτε γραπτά είτε σχεδιαστικά. H χαρτογραφία, με όλα τα συμφραζόμενα και παρελκόμενά της, παίζει ένα σημαντικό και συνεχή ρόλο στην καθημερινή ζωή των Ελλήνων. Από τις ιδιοκτησιακές τους συναλλαγές, μέχρι τις κρατικές υποθέσεις και από τις εμπορικές και παραγωγικές τους δραστηριότητες μέχρι τη φιλοσοφία και το θέατρο.

Πολλά παραδείγματα πιστοποιούν αυτή την άμεση χαρτογραφική τριβή και εμπειρία των Ελλήνων. Ως εντυπωσιακότερα μπορούμε να σημειώσουμε τις αναφορές του Πλάτωνα στην Πολιτεία, του Πλούταρχου στο Βίο του Νικία, του Αριστοφάνη στις Νεφέλες (423 π.X.), στο περίφημο διάλογο του Στρεψιάδη με το μαθητή. Εκεί φαίνεται με γλαφυρό τρόπο η οικειότητα του κοινού με τους κτηματολογικούς και παγκόσμιους χάρτες, αλλά και η μεταφορική τους δύναμη, όπως όταν ο Στρεψιάδης πιστεύει ότι θα μπορούσε να εξορκίσει τον κίνδυνο της Σπάρτης με το να την «απομακρύνει», στο χάρτη, από την Αθήνα.

Με Αφετηρία την Αναζήτηση

Από τον 7ο αιώνα π.X., με τη συστηματική συμβολή της Ελληνικής επιστήμης, οι Ίωνες αρχίζουν μια νέα εποχή για τη χαρτογραφία. H εποχή της αυτή καλύπτει όλη την Κλασική περίοδο, από τις αφετηρίες της στην Ιωνία, την ακμή της, τον 4ο αιώνα π.X., μέχρι την Αλεξανδρινή ολοκλήρωση της, τους πρώτους αιώνες μ.X. Στο διάστημα αυτό, η χαρτογραφία δεν μπορεί παρά να αντιμετωπιστεί μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο των μητρικών της επιστημών, της γεωμετρίας, της αστρονομίας, της γεωδαισίας (κατά τον αριστοτέλειο ορισμό της) και της γεωγραφίας (κατά τον Ερατοσθένειο ορισμό της).

Δεν είναι όμως ανεξάρτητη και από τις δύο μεγάλες πηγές γνώσης, της επιστημονικής παρατήρησης και της επιστημονικής μέτρησης, που αποτελούν βασικά στοιχεία της Ελληνικής περιόδου των επιστημών. Δύο θεμελιώδεις διαδικασίες της ανθρώπινης περιέργειας και νόησης, που εκτός των φιλοσοφικών τους προεκτάσεων, αποτελούν το βασικό σύνδεσμο μεταξύ της θεωρίας, με την οποία ο άνθρωπος προσπαθεί να ερμηνεύσει την πραγματικότητα, και αυτής της ίδιας της πραγματικότητας.

Μέχρι σχεδόν το 2ο αιώνα μ.X. και για περίπου οκτώ αιώνες, η χαρτογραφία θεμελιώνεται επιστημονικά και εξοπλίζεται από τους Έλληνες με πρακτική και μεθοδολογία. Μετά το 2ο αιώνα μ.Χ. και μια μακρά απουσία περίπου δεκαπέντε αιώνων θα επιστρέψει στις Ελληνικές της αφετηρίες, στη Δύση αυτή τη φορά, αφού μεσολαβήσει, κατά το Μεσαίωνα, ένα διάστημα «εκτροπής» από την καθαρά επιστημονική αντιμετώπιση, αλλά και πλουτισμού της ταυτόχρονα, με πολλά άλλα στοιχεία.

Τα νέα αυτά στοιχεία μπορεί να μη διακρίνονταν από αυστηρή επιστημονικότητα, ήταν όμως εξαιρετικά ενδιαφέροντα από φιλοσοφική, ηθική και αισθητική άποψη, όπως είναι για τη χαρτογραφία η περίοδος, από την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μέχρι το τέλος του Μεσαίωνα, με εξαίρεση τη φωτεινή τροχιά των Αράβων.

Η Διακλαδικότητα της Χαρτογραφίας

Η ανάγνωση της ιστορίας της χαρτογραφίας στο αρχαιοελληνικό της πλαίσιο, δηλαδή στην επιστημονική της διάσταση, συνδέεται με τα παράγωγα της γεωμετρίας, της γεωδαισίας, της αστρονομίας και της γεωγραφίας (και ως περιγραφής και ως γραφικής αναπαράστασης της γης). Επιπλέον, η εμπειρική και πρακτική της διάσταση, περιλαμβάνει το σύνολο εκείνο των τότε γεωγραφικών παρατηρήσεων, που προέκυπταν σχεδόν αποκλειστικά, από τα ναυτικά ταξίδια και τις τότε μετρήσεις (άμεσες και έμμεσες) με τη χρήση κλασικών οργάνων και τη βοήθεια κατάλληλων υπολογισμών.

Από τις ταξιδιωτικές γεωγραφικές παρατηρήσεις προέκυπταν περιγραφές μέσω του γραπτού λόγου (γράφειν την γην, στα αρχαία Ελληνικά) ή μέσω γραφημάτων (επίσης γράφειν την γην). Οι άμεσες και έμμεσες μετρήσεις ήταν και τότε, όπως και σήμερα, ο συνδετικός ιστός της επιστημονικής και φιλοσοφικής θεωρίας για τον κόσμο (γη) με την «άγνωστη πραγματικότητα» του κόσμου αυτού. Μια σύνδεση, όμως, χωρίς μονόδρομη φορά αλλά με αναδραστικές πολλαπλότητες, αφού ήταν αυτή που επιβεβαίωνε τη θεωρία ή την απέρριπτε ή, στην πιο χρήσιμη εκδοχή, τη βελτίωνε.

Η αρχαία Ελληνική επιστήμη, περί την «άγνωστη» γη, μπορεί να αντιμετωπιστεί και να ερμηνευτεί με την ίδια μέθοδο που χρησιμοποιούν σήμερα σχεδόν όλες οι σύγχρονες γεωεπιστήμες, δηλαδή με τη «σύγκριση» της θεωρίας με την πραγματικότητα και την, εν τέλει, βέλτιστη προσαρμογή της πρώτης στη δεύτερη, μέσω των μετρήσεων. Αυτό ήταν ακριβώς εκείνο που έλειψε από την Μεσαιωνική επιστήμη (περί την «άγνωστη» γη) με τις γνωστές συνέπειες στη χαρτογραφία της περιόδου εκείνης.

H περίπτωση της αρχαίας Ελληνικής χαρτογραφίας είναι ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα παραδείγματα της αναδραστικής σχέσης μεταξύ επιστήμης και τεχνολογίας στην αρχαία Ελλάδα. Mε τη χαρτογραφία έχουμε, για πρώτη φορά, την εμφάνιση της διακλαδικότητας (με τη σημερινή της έννοια) εφόσον η χαρτογραφία, εκτός από τον ορισμό της (συστηματική αναπαράσταση της γης), ήταν το αποτέλεσμα μιας σύνθεσης της γεωμετρίας, της γεωδαισίας, της αστρονομίας και της γεωγραφίας.


Αρχαία Επιστήμη Αποδεσμευμένη από Επινοήσεις

Από τα κύρια χαρακτηριστικά της Ελληνικής χαρτογραφίας είναι η μεγάλη διάρκεια της μεθοδολογίας που ακολουθήθηκε στο πλαίσιό της. Είχε ως βάση τη διαδικασία προσέγγισης της γης μέσω ενός μοντέλου της και την επιβεβαίωση ή απόρριψη της προσέγγισης αυτής μέσω μετρήσεων με τη χρήση οργάνων παρατήρησης, κυρίως γεωμετρικών αλλά και φυσικών γήινων ποσοτήτων. H μέθοδος αυτή, ήταν ουσιαστικά μια προσομοίωση της γήινης πραγματικότητας και η σύνδεσή της (μέσω μετρήσεων) με τη μαθηματική προσέγγισή της (το μοντέλο της).

Αυτή είναι η βάση αλλά και η ιδιαιτερότητα της Ελληνικής χαρτογραφίας, συγκρινόμενης με τα προηγούμενα αλλά και με τα επόμενά της, τουλάχιστον μέχρι το 17ο και το 18ο αιώνα μ.X. Ένα επιπλέον εξαιρετικά σημαντικό χαρακτηριστικό της Ελληνικής χαρτογραφίας, σε σχέση με τις χαρτογραφικές εξελίξεις του Μεσαίωνα (από τον 5ο μέχρι και το 15ο αιώνα μ.X.) είναι ότι οι αρχαίοι Έλληνες αναζητούσαν την αντικειμενική αναπαράσταση της γης πέρα από θρησκευτικά, ιδεολογικά, φανταστικά και γενικότερα ηθικά χαρακτηριστικά, που κυριαρχούν στη χαρτογραφία του Mεσαίωνα.

Για τους Έλληνες, ο χάρτης ήταν το αποτέλεσμα παρατήρησεων, μετρήσεων και τελικά της σύνδεσής τους με τη μαθηματικά οργανωμένη επιφάνεια της γης. Η σύνδεση αυτή οδήγησε τους αρχαίους Έλληνες, από τον 6ο π.X. μέχρι το 2ο μ.X. αιώνα, στην ουσιαστική θεμελίωση της χαρτογραφίας ως ιδιαίτερης επιστήμης και πρακτικής εφαρμογής. Η τεχνολογική μεθοδολογία που ανέπτυξαν τελικά οι Έλληνες για τη χωρική «γραφή» της σφαιρικής γήινης επιφάνειας με αριθμούς, παραμένει μια αξεπέραστη μέχρι σήμερα επινόηση, η οποία χρησιμοποιείται ευρύτατα στις σύγχρονες ψηφιακές αποτυπώσεις και απεικονίσεις, την πλοήγηση και άλλες εφαρμογές της τρέχουσας κοινωνικές ζωής.

Γεωδαιτικός Τριγωνισµός του Ελληνικού Χώρου

Είναι αξιοπερίεργο το γεγονός ότι σηµαντικά Πανελλήνια ιερά και σηµαντικές ̟πόλεις βρίσκονται στις κορυφές ισοσκελών ή και ισόπλευρων τριγώνων. Ναοί και πόλεις βρίσκονται επί ευθείας και συχνά σε αρµονικούς µαθηµατικούς λόγους (σε άκρα και µέση, σε χρυσή τοµή, κ.λπ.). Στον Ελληνικό χώρο παρατηρούνται ακόµη περιφέρειες κύκλων µε κέντρα σηµαντικά σηµεία (ναοί, πόλεις) και ακτίνες επίσης σηµαντικές αποστάσεις (ναού µε άλλο ναό, κ.ο.κ).

Ο αριθµός τέτοιων παραδειγµάτων είναι τόσο µεγάλος ̟που στις περισσότερες των περιπτώσεων µπορεί να αποκλειστεί µε βεβαιότητα η απλή σύµπτωση. Από τους πρώτους που ασχολήθηκαν µε το ζήτηµα ήταν ο Ιωάννης Πασσάς. ∆ιαπίστωσε ότι οι αποστάσεις που δήλωναν κάποιοι πιλότοι της Πολεµικής Αεροπορίας για διάφορα σηµεία της Ελλάδας ήταν ίδιες.

Στην αρχή η αντίδραση ήταν καχύποπτη, αλλά όταν διασταύρωσε τις αποστάσεις µε χάρτες και µετρήσεις ανακάλυψε ότι όντως τα δεδηλωµένα ήταν σωστά και εποµένως αρκετά σηµεία ισαπείχαν µεταξύ τους, καθιστώντας τα έτσι κορυφές ισοσκελών ή ισόπλευρων τριγώνων, κέντρα κύκλων ή περιφερειών, κ.λπ. Με την υπόθεση φαίνεται ότι έχει ασχοληθεί πολύ στο παρελθόν (ως ακόµα και σήµερα) και η Αµερικανική ∆ιαστηµική Υπηρεσία NASA.

Μάλιστα, πολλά από τα παρατηρηµένα «τρίγωνα» φέρουν τις ονοµασίες των αστροναυτών που τα παρατήρησαν πρώτοι από το διάστηµα. Τα τρία αυτά «µυστήρια», όπως άλλωστε και τα προαναφερθέντα θέµατα µηχανικής και τεχνολογίας στον αρχαίο Ελληνικό Κόσµο, χρειάζονται ίσως σελίδες επί σελίδων το καθένα για να αναλυθεί µε λεπτοµέρεια και µε την απαραίτητη ιστορική και επιστηµονική συνέπεια.

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ

Αρχιτεκτονική της Ευημερίας 3.500 Χρόνων

Τα μέσα της 2ης χιλιετίας π.Χ. είναι μια λαμπρή περίοδος προόδου και ευημερίας για το νότιο Αιγαίο, με επίκεντρο την Κρήτη και τον ανακτορικό πολιτισμό της, τον οποίο ο ανασκαφέας της Κνωσού, Arthur Evans, ονόμασε «Μινωικό». Ο ανακτορικός τρόπος ζωής και το υψηλότατο τεχνολογικό επίπεδο που τον υποστήριζε είχαν διαδοθεί και εκτός των ορίων της Κρήτης σε νησιά του νοτίου Αιγαίου. Ανάμεσα σ’ αυτά, η Θήρα κατείχε ιδιαίτερη θέση, όπως δείχνει ο άριστα διατηρημένος οικισμός του Ακρωτηρίου, στα νότια παράλια του νησιού.

Η ανασκαφή στο Ακρωτήρι έμελλε να δώσει νέα διάσταση στην έρευνα του Προϊστορικού Αιγαίου. Οι στάχτες που κάλυψαν τα ερείπια του οικισμού μετά την μεγάλη έκρηξη του ηφαιστείου του νησιού περί το 1500 π.Χ. διέσωσαν πολύτιμες πληροφορίες για τον υλικό πολιτισμό της εποχής εκείνης, ιδιαίτερα όσον αφορά στην οικοδομική τεχνολογία, αφού η ανασκαφή αποκαλύπτει διώροφα και τριώροφα σπίτια, τα οποία, αν και ερειπωμένα, στέκουν ακόμη όρθια.

Κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα της αρχιτεκτονικής της περιόδου ακμής του Μινωικού πολιτισμού, στον οποίο υπάγεται και το Ακρωτήρι της Θήρας, είναι η πολυοροφία, το σύνθετο κυκλοφοριακό σύστημα και τα πολυάριθμα ανοίγματα. Ο συνδυασμός των στοιχείων αυτών δίνει μια ιδιότυπη και εξεζητημένη αρχιτεκτονική, που ξαφνιάζει με την κατασκευαστική της τόλμη, ιδιαίτερα αν σκεφτούμε ότι το νότιο Αιγαίο υπήρξε ανέκαθεν σεισμογενής περιοχή.


Με Ξύλο και Πέτρα

Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της οικοδομικής τεχνολογίας είναι η καθοριστική συμβολή του ξύλου και η χρήση της λαξευτής πέτρας. Από το ίδιο το ξύλο δεν έχει μείνει σχεδόν τίποτα, αφού αποσαθρώθηκε πλήρως, διατηρήθηκαν όμως ανάγλυφα τα αποτυπώματά του επάνω στη λάσπη της τοιχοποιίας και την ηφαιστειακή σποδό. Το ξύλο παίζει καθοριστικό ρόλο παντού: στους τοίχους, στα πατώματα, στους κίονες, στα κλιμακοστάσια, στα ανοίγματα και αλλού. Η πλέον διαδεδομένη τοιχοποιία, η αργολιθοδομή, περιλαμβάνει ξύλινες ενισχύσεις με τη μορφή οριζόντιων πλεγμάτων ενσωματωμένων σε διάφορες στάθμες.

Ιδιαίτερα εντυπωσιακό είναι το σύστημα ξύλινων ενισχύσεων με τη συμμετοχή κατακόρυφων στοιχείων που διαπιστώνεται σε ορισμένα κτήρια του Ακρωτηρίου, και σε μεγαλύτερο βαθμό στα μεγάλα ανακτορικά συγκροτήματα της Κρήτης, όπου εξελίχθηκε η τεχνική αυτή. Πρόκειται κατά κανόνα για ζεύγη ξύλων, ένα σε κάθε παρειά του τοίχου, που εδράζονταν σε λίθινες βάσεις και συνδέονται μεταξύ τους με επιμήκη και εγκάρσια ξύλα, σχηματίζοντας ενιαίο τρισδιάστατο πλέγμα που εκτείνεται ομοιόμορφα σε όλη την όψη του κτηρίου.

Τα κλιμακοστάσια που καλύπτουν δύο και τρεις επάλληλες στάθμες είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακά και η κατασκευή τους συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, υψηλό επίπεδο σχεδιασμού. Στην κατασκευή ενός ευθύγραμμου σκέλους δεν χρησιμοποιούνται κεκλιμένες δοκοί καταμήκος, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά οριζόντιες εγκάρσιες δοκοί που πακτώνονται στους πλευρικούς τοίχους και στον μεσότοιχο. Στην περιοχή σύνδεσης σκέλους και πλατύσκαλου υπάρχει μεγάλη δοκός η οποία συνδέεται με άλλες, οριζόντιες και κατακόρυφες, που περιβάλλουν το μεσότοιχο.

Πρόκειται για έναν περίτεχνο σχεδιασμό, που αποσκοπεί στο να μεταφέρει τα φορτία στο έδαφος μέσω των ξύλινων δοκών, απαλλάσσοντας σε μεγάλο βαθμό τους λίθινους τοίχους από τα φορτία. Τα πολυάριθμα ανοίγματα, πόρτες και παράθυρα, έχουν κοινή κατασκευαστική λογική: αποτελούνται από πλέγμα ξύλων, το οποίο πακτώνεται στην περιβάλλουσα τοιχοποιία.

Το πλέγμα αυτό θα μπορούσε να το περιγράψει κανείς ως ένα σύνολο 12 ξύλων, ανάλογο με τις ακμές ενός κύβου. Τα ξύλα συνδέονται μεταξύ τους με εντορμίες και ενίοτε στερεώνονται με το σύστημα γόμφων / τόρμων σε λαξευτές πέτρες. Είναι σαφές ότι τα ξύλινα πλαίσια των ανοιγμάτων αποτελούσαν φέροντα στοιχεία της οικοδομής.

Τέχνη και Μαστοριά

Δεν περνάει συχνά από το μυαλό μας ότι κάθε έργο τέχνης προϋποθέτει μια κοπιαστική και συχνά σκληρή χειρωνακτική εργασία, χωρίς την οποία δεν νοείται το αισθητικό αποτέλεσμα. Εξίσου σπάνια συνυπολογίζουμε στο θαυμασμό μας για έναν καλλιτέχνη, αρχαίο ή σύγχρονο, πως πίσω από το ταλέντο και την έμπνευσή του κρύβεται μια εμπειρική γνώση για τα υλικά και τα μυστικά τους και ένας συνεχής αγώνας για τη βελτίωση των τεχνικών ή τον πειραματισμό σε νέες. Αυτή η στέρεη γνώση –που αλλιώς θα ονομάζαμε μαστοριά– σπάνια είναι αυτοδίδακτη.

Συνήθως προϋποθέτει μια μακρά μαθητεία κοντά σε παλαιότερους ομοτέχνους, για την οποία συχνά μιλούν οι πηγές που αναφέρονται στους μεγάλους δημιουργούς της αρχαιότητας και της ιταλικής αναγέννησης. Οι αρχαίοι γνώριζαν αυτή τη σχέση ανάμεσα στην τέχνη και τη μαστοριά –σχεδόν την ταυτοσημία τους– και αυτό ίσως δικαιολογεί όχι μόνον την καθυστερημένη εμφάνιση του όρου καλλιτέχνης (ή καλλίτεχνος), με το νοηματικό περιεχόμενο που έχει στις μέρες μας.

Αλλά και τη σπάνια χρήση του σε αρχαία κείμενα, προκειμένου να ξεχωρίσει τον καλό, τον επιδέξιο τεχνίτη (όχι αναγκαστικά τον μεγάλο δημιουργό) από τους λιγότερο προικισμένους ομοτέχνους του. Άλλωστε, ο όρος τέχνη στην αρχαιότητα δεν είχε τη σημασία που του προσδίδουμε στις μέρες μας: αναφερόταν κυρίως στην τεχνική, στη γνώση, δηλαδή, των τρόπων και των μυστικών ενός υλικού (της πέτρας, του πηλού, του ξύλου, του μετάλλου, του ελεφαντόδοντου, των χρωμάτων κ.τ.λ.), αλλά και στην τέχνη της ιατρικής, της μαντικής, του λόγου και της πειθούς, δηλαδή της ρητορείας.

Υψηλό Βιοτικό Επίπεδο με Χαρακτηριστικά Εξωστρέφειας

Τα παράθυρα αποτελούν πρωτοτυπία για την εποχή αυτή, αν αναλογιστεί κανείς την εσωστρεφή και κλειστή αρχιτεκτονική των άλλων λαών της Μεσογείου. Πραγματική καινοτομία της Αιγαιακής αρχιτεκτονικής της εποχής του Χαλκού, όμως, είναι η ιδέα του «πολυανοίγματος»: μιας σειράς από ανοίγματα –πόρτες, παράθυρα, ερμάρια– που υποκαθιστούν έναν τοίχο, προσφέροντας έτσι μεγάλη ευελιξία στην διαμόρφωση του χώρου. Από κατασκευαστικής απόψεως η λογική είναι η ίδια με αυτήν που αδρομερώς περιγράψαμε παραπάνω: ένα ενιαίο ξύλινο πλέγμα περιβάλλει τα ανοίγματα και φέρει τα φορτία της ανωδομής.

Το «πολύθυρο» αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της Μινωικής αρχιτεκτονικής και εμφανίζεται σε ποικίλους συνδυασμούς, μερικοί από τους οποίους είναι πραγματικά εξαιρετικά τολμηροί και εντυπωσιακοί. Η Ξεστή 3 στο Ακρωτήρι, για παράδειγμα, περιλαμβάνει περισσότερα από δέκα πολύθυρα και στις τρεις στάθμες του κτηρίου. Η λαξευτή τοιχοποιία είναι το δεύτερο χαρακτηριστικό της αρχιτεκτονικής που εξετάζουμε. Στο Ακρωτήρι διατηρούνται λαξευτές προσόψεις σε πολλά σπίτια του οικισμού, ενίοτε σε ύψος δύο ή τριών ορόφων.



Λαξευτές πέτρες χρησιμοποιούνται επίσης σε συνδυασμό με αργολιθοδομή, σε θέσεις - κλειδιά, όπως οι γωνίες των κτηρίων, γύρω από τα ανοίγματα και στο ύψος του πατώματος για την κατασκευή προεξέχουσας οριζόντιας ταινίας. Στην σύντομη αυτή αναφορά στην οικοδομική τεχνολογία της Ύστερης Εποχής του Χαλκού θα πρέπει να συμπεριλάβουμε, επιγραμματικά έστω, τις ιδιαίτερα εντυπωσιακές κατασκευές που σχετίζονται με την διαχείριση των υδάτων και των λυμάτων.

Τα εσωτερικά αποχωρητήρια αποτελούν μια ακόμη καινοτομία του αιγαιακού κόσμου και τη σημαντικότερη ίσως απόδειξη του υψηλού βιοτικού επιπέδου που απολάμβαναν την εποχή εκείνη όχι μόνον η άρχουσα τάξη των ανακτορικών συγκροτημάτων αλλά και οι πολίτες των μεγάλων αστικών κέντρων, όπως του Ακρωτηρίου της Θήρας. Η εντυπωσιακή εγκατάσταση αποχωρητηρίου που σώζεται άριστα στον πρώτο όροφο της Δυτικής Οικίας δείχνει λεπτομερώς τον τρόπο κατασκευής και σύνδεσης με το κοινοτικό αποχετευτικό δίκτυο έξω από το σπίτι, μέσω επισκέψιμου φρεατίου. Φαίνεται δε ότι οι κατασκευαστές είχαν συλλάβει ακόμη και την ιδέα της οσμοπαγίδας, αν όχι του σιφονιού.

Η Σοφία των Δημιουργών

Οι μεγάλοι γλύπτες, οι επώνυμοι ζωγράφοι, αλλά και οι λιγοστοί επώνυμοι αρχιτέκτονες της αρχαιότητας θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι ασκούσαν την τέχνη των βαναύσων, εκείνων δηλαδή που κέρδιζαν το ψωμί τους από την εργασία των χεριών τους. Εκείνο, ωστόσο, που τους ξεχώριζε από τους χειρώνακτες ομοτέχνους τους, ήταν η σοφία, δηλαδή η ευφυΐα και η δεξιότητα στο χειρισμό των μέσων και των υλικών τους, ο προβληματισμός τους για θέματα πρακτικά,αλλά και θεωρητικά, που όχι σπάνια αποτυπώθηκαν σε (δυστυχώς χαμένες) μελέτες τους.

Αυτή η σοφία, τόσο στενά δεμένη με τη Θεά Αθηνά - Εργάνη (προστάτισσα των τεχνιτών, μαζί με τον Ήφαιστο) ίσως ήταν ο λόγος για την κατάταξη των μαστόρων αυτών στην κατηγορία των δημιουργών, εκείνων δηλαδή των τεχνιτών που τα έργα των χεριών τους ήταν ωφέλιμα στο λαό. Η άμεση σχέση της τεχνικής γνώσης με την καλλιτεχνία, της μαστοριάς δηλαδή με την τέχνη, όπως την ορίζουμε σήμερα, είναι εμφανέστερη στο έργο των μεγάλων δημιουργών της αρχαιότητας στα πεδία της αρχιτεκτονικής, της γλυπτικής και της ζωγραφικής.

Παρόλο που η γνώση μας για τη ζωή και το έργο των αρχιτεκτόνων, των πολεοδόμων, των γλυπτών, των τορευτών και των ζωγράφων είναι εξαιρετικά περιορισμένη και εντελώς αποσπασματική. Αν ωστόσο, στις καλλιτεχνικές τους δημιουργίες προσθέσουμε και τις αναζητήσεις τους, για τις οποίες αρκετοί ανάμεσά τους συνέγραψαν ειδικές μελέτες, μπορούμε να κατανοήσουμε τον τρόπο, με τον οποίον η στέρεη εμπειρική γνώση μετουσιώθηκε με το χρόνο σε θεωρητική γνώση.

Η Κοινωνική Ένταξη

Το ταλέντο των μεγάλων δημιουργών της αρχαιότητας και η αναγνωρισμένη καλλιτεχνική ποιότητα των έργων τους οδηγούσε τους μεγάλους αρχιτέκτονες - πολεοδόμους, γλύπτες και ζωγράφους της αρχαιότητας σε άμεση επαφή με τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις, αλλά και με την πνευματική «ελίτ» της εποχής τους. Οι προβληματισμοί τους συχνά λειτούργησαν ως πηγή έμπνευσης για τις θεωρητικές αναζητήσεις των συγχρόνων τους φιλοσόφων ή, αντίστροφα, τροφοδοτήθηκαν απ’ αυτές.

Η συναναστροφή των καλλιτεχνών της αρχαιότητας με τους ηγετικούς κύκλους μιας κοινωνίας δεν σήμαινε, βεβαίως, πάντοτε την αποδοχή τους ως ίσων από τα μέλη της. Σε αρκετές περιπτώσεις οι δημιουργοί της αρχαιότητας, (όπως και οι μεταγενέστεροι ομότεχνοί τους της Ιταλικής αναγέννησης) απολάμβαναν το θαυμασμό για τα έργα τους, όχι όμως το ίδιο συχνά και τον αυτονόητο σεβασμό για το χειρωνακτικό τους επάγγελμα.

Λίγοι είχαν την τύχη να συναναστραφούν επί ίσοις όροις τους χρηματοδότες - πελάτες τους, ενώ θα πρέπει να ήταν περισσότεροι ανάμεσά τους, που υπέστησαν ταπεινώσεις ή προσβολές από τους εργοδότες τους. Όσα υπέστησαν αργότερα ο Λεονάρντο ντα Βίντσι και ο Μιχαήλ Άγγελος από τους προστάτες τους φαίνεται πως τα είχαν προηγουμένως γευτεί αρκετοί από τους μεγάλους δημιουργούς της αρχαιότητας, παρόλο που ανάμεσά τους υπήρξαν και άλλοι που κατάφεραν να επιβάλουν, κυρίως με την οικονομική τους ισχύ, το σεβασμό και την αποδοχή των συγχρόνων τους.

Οι μεγάλοι γλύπτες, οι επώνυμοι ζωγράφοι, αλλά και οι λιγοστοί επώνυμοι αρχιτέκτονες της αρχαιότητας θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι ασκούσαν την τέχνη των βάναυσων, εκείνων δηλαδή που κέρδιζαν το ψωμί τους από την εργασία των χεριών τους. Εκείνο, ωστόσο, που τους ξεχώριζε από τους χειρώνακτες ομοτέχνους τους, ήταν η σοφία, δηλαδή η ευφυΐα και η δεξιότητα στο χειρισμό των μέσων και των υλικών τους, ο προβληματισμός τους για θέματα πρακτικά, αλλά και θεωρητικά, που όχι σπάνια αποτυπώθηκαν σε (δυστυχώς χαμένες) μελέτες τους.


Η ΥΨΗΛΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Κάποτε οι Μητιονίδες του γένους της Μήτιδος, πρώτης γυναίκας τους Διός, μητέρας της Αθηνάς -που το όνομα της υποδηλώνει πολύτροπη νόηση, ευστροφία, προβλεπτικότητα, ευστοχία, δόλο κ.λπ.- συγγενεύουν με τους Παλαμάονες του γένους του Ηφαίστου (Παλάμη σημαίνει επιδεξιότητα χεριού, πρακτική γνώση, τέχνασμα). Η Φρασιμήδη, που συνδυάζει τα διανοητικά γνωρίσματα της Μήτιδος (δύναμη πονηριάς και απάτης, αίσθηση της ευκαιρίας, διάφορες επινοήσεις, ποικίλα τεχνάσματα και πονηρή ευφράδεια), νυμφεύεται τον επιδέξιο στον τροχό Ευπάλαμο.

Γιος τους ήταν ο Παλαμήδης που ανακάλυψε τους κώδικες: τα φωτεινά σήματα, ορισμένα γράμματα του αλφαβήτου και τα παιγνίδια των πεσσών, της ντάμας και των αστραγάλων. Η Mητιάδουσα νυμφεύεται τον Παλαμάονα και από το γάμο τους γεννιέται ο Δαίδαλος. Κάπως έτσι αρχίζουν να εμφανίζονται οι πρώτοι μάστορες, οι τεχνίτες δημιουργοί, αυτοί που έχουν να προσφέρουν κάτι ωφέλιμο στο Δήμο, στο σύνολο. Ο Ηφαιστος προσφέρει στους ευνοούμενους τους Παλαμάονες και Ευπάλαμους τα μυστικά της τέχνης του, όπως και η Αθηνά τα μυστικά της Μήτιδος (μαΐστωρ: μάστορας συγγενεύει εννοιολογικά με τη Μήτη).

«Τα αγάλματα του Δαιδάλου λ.χ. εντάσσονται σε μια κατηγορία έργων, των οποίων η Αθηνά και ο Ήφαιστος είναι οι δημιουργοί. Γνωρίζουμε τους τρίποδες που από μόνοι τους -αυτόματοι- προσέρχονται στη συνέλευση των θεών και τις χρυσές υπηρέτριες που βοηθούν τον Ήφαιστο να κινηθεί. Ο Ήφαιστος φιλοτεχνεί ακόμη και τα σκαλιά από χρυσό και άργυρο που φρουρούν το παλάτι του Αλκίνοου. Είναι επίσης ο δημιουργός του ορειχάλκινου Τάλω (ενός ρομπότ), που τον χάρισε στον Μίνωα για την προστασία της Κρήτης, της οποίας έκανε το γύρο ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Η Αθηνά έπλασε από χώμα την Πανδώρα κ.ο.κ...».

Για να γίνουν, όμως, οι θαυμαστές κατασκευές από τους τεχνίτες του γένους του Ηφαίστου και της Αθηνάς που ακολούθησαν, έπρεπε η τέχνη των αρχαίων δημιουργών «να απελευθερωθεί από τη θρησκεία και τη μαγεία και υποχρεωτικά να στηριχθεί στην επιστήμη, ώστε να γίνει η εφαρμογή της». Η διάνοιξη της υπόγειας σήραγγας - υδραγωγείου λ.χ. στη Σάμο από τον Ευπαλίνο προϋποθέτει τη χρήση δύσκολων μεθόδων τριγωνισμού. Το ίδιο η κατασκευή από τον Αρχύτα τον 4ο αιώνα «περιστεράς ξυλίνης πεισμένης» και τόσα άλλα αντικείμενα, που προκαλούν την κατάπληξη και το θαυμασμό, απαιτούν γνώσεις Μηχανικής, Γεωμετρίας, Τριγωνομετρίας κ.λπ.

Αιτούμενο των πρώτων επιστημόνων ήταν πώς με μια μηχανή (έξυπνη, δόλια, πονηρή επινόηση) «τα τε ελάττονα κρατεί των μειζόνων», πώς τα μικρότερα και ασθενέστερα να αντισταθμίζουν, να εξουσιάζουν και να κυριαρχούν (με τον πολλαπλασιασμό της δύναμης από τη μηχανή) πάνω στα μεγαλύτερα και ισχυρότερα, ώστε ο άνθρωπος να ξεφεύγει από την αμηχανία και την απορία συνεχίζοντας την πορεία του.


Η ΤΕΧΝΙΚΟΦΙΛΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Έχει από πολλού αποδειχθεί στη διεθνή ιστοριογραφία ότι οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποίησαν, καλλιέργησαν και ανέπτυξαν την τεχνολογία συστηματικότατα σ’ όλη τη διάρκεια των 2000 ετών την οποία συνήθως ονομάζουμε αρχαιότητα. Έτσι η παλαιότερη αντίληψη πως τάχα «οι Έλληνες αδιαφορούσαν για την τεχνολογία (έπρεπε να Έρθουν οι Ρωμαίοι για να αναπτύξουν την τεχνολογία» πέρασε στο σεντούκι της ανιστορίας) παραμένει, βέβαια, ως ενδιαφέρον ιστορικό ζήτημα το ίδιο το γεγονός ότι κάποτε κυριάρχησε μια τέτοια αντίληψη (τόσο μάλιστα πλατιά, που τα σχολικά μας βιβλία συνεχίζουν να αγνοούν επιδεικτικότατα την Αρχαία Ελληνική Τεχνολογία).

Με άρθρο αυτό , θα θέλαμε να πάμε άλλο ένα βήμα πιο πίσω από τα ιστορικά γεγονότα καθεαυτά και να αναζητήσουμε – ει δυνατόν – τις καταστάσεις εκείνες που ευόδωσαν τη μεγάλη τεχνική ανάπτυξη στην αρχαία Ελλάδα. Δεν έχουμε βέβαια τη φιλοδοξία να παρουσιάσουμε μια βασική ανθρωπολογική μελέτη, η οποία θα αποδείκνυε τάχα τη «νομοτέλεια» της τεχνολογικής ανάπτυξης στην Αρχαία Ελλάδα. Νομίζουμε όμως ότι μπορούμε να υπενθυμίσουμε (χωρίς ίχνος πρωτοτυπίας δε, ότι πίσω απ’ την ανάπτυξη αυτή φαίνεται ότι κείνται:

α) Ορισμένες ευνοϊκές κοσμοθεωρητικές διαθέσεις.

β) Μια επιχωριάζουσα ανθρωπιστική στάση, καθώς και

γ) Ορισμένες υστερότερες πολιτικές και οικονομικές συγκυρίες.


Κοσμοθεωρητική Στάση

Κάθε λαός, βέβαια, στήνει τους Θεούς του κατ’ εικόνα και ομοίωσιν, οι Έλληνες δεν θα αποτελούσαν εξαίρεση. Θα χρησιμοποιήσουμε λοιπόν τις αρχικές θρησκευτικές / μυθολογικές «προβολές» των Ελλήνων, για να αντιληφθούμε (αμυδρώς, έστω) τη θέση που είχε η τεχνολογία στις πρώιμες εκείνες κοινωνίες των κατοίκων των Ελληνίδων χωρών. Θα «ξαναπροβάλουμε» δηλαδή τη θρησκεία απ’ τον ουρανό στη γη:

α) Οι Έλληνες είχαν Θεό μηχανικό τον Ήφαιστο. Άρα είχαν εξαιρετικά υψηλή αντίληψη για την τεχνολογία. Άλλωστε (για να μην υπάρξει η αμφιβολία ως προς την αμφίδρομη σχέση Θεού - ανθρώπου εν προκειμένω) ιδού ότι o Ήφαιστος πέφτει απ' τον Όλυμπο και ζει εννέα χρόνια στη γη, δουλεύοντας μεταλλικά τεχνήματα (Ιλιάδα).

β) Οι Έλληνες είχαν συναίσθηση του sine qua non ρόλου της τεχνολογίας για τον άνθρωπο. Στον Προμηθεϊκό μύθο (Πλάτωνος, Πρωταγόρας) αναγνωρίζεται η εν προκειμένω αποτυχία της πρώτης δημιουργίας, και προσφέρεται ως διορθωτική πράξη η προς τον άνθρωπο δωρεά της «εντέχνου σοφίας».

γ) Οι Έλληνες δεν περιορίζονταν στην κατασκευή χρηστικών αντικειμένων και εργαλείων μόνον, αλλά οραματίζονταν την επέκταση του σχεδιασμού των τεχνημάτων αυτών ώστε να γίνουν αυτόματα και ρομπότ: οι αυτόματοι τρίποδες στον Όλυμπο (Ιλιάδα) έτρεχαν στη συγκέντρωση των Θεών από μόνοι τους κι επέστρεφαν πάλι μόνοι τους. Το ίδιο και το περίτεχνο άρμα της Ήρας περνάει τις «πύλες του ουρανού αυτομάτως ανοιγόμενες» (Ιλιάδα).


Αλλά και ρομποτικές αναπηρικές στηρίξεις κατασκευάζει ο (χωλός) Ήφαιστος -«υπηρέτριες από χρυσάφι, όμοιες με ζωντανά κορίτσια, με μυαλό, λαλιά και δύναμη» (Ιλιάδα) για να τον υποβαστάζουν. Όπως άλλωστε κι ο Δαίδαλος είχε κατασκευάσει «την κινούμενην ξύλινην Αφροδίτην, εγχέαντ’ άργυρον χυτόν» (δηλαδή υδράργυρον) (Αριστοτέλους, Περί Ψυχής). Οι Έλληνες οραματίζονταν την επέκταση του σχεδιασμού των χρηστικών αντικειμένων ώστε να γίνουν αυτόματα και ρομπότ.


Από το πλήθος των αρχαίων μυθικών αυτομάτων και ρομπότ, ας κλείσουμε αυτήν την αναφορά,
υπενθυμίζοντας και το ρομπότ - γίγαντα Τάλω: έναν άτρωτο μπρούντζινο φρουρό, που δρασκέλιζε την Κρήτη κι έριχνε βράχους στα ξένα πλοία που τολμούσαν να πλησιάσουν. Φαίνεται λοιπόν πως έχουμε το δικαίωμα να συμπεράνουμε ότι, ήδη απ’ τις απαρχές του, ένας λαός με τέτοιες μυθοθρησκευτικές πεποιθήσεις, διέθετε ήδη μια τεχνολογία αναπτυγμένη και (το κυριότερο) μιαν υψηλή αξιακή αντίληψη για την τεχνολογία.


Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται κι από τα σπουδαία τεχνολογικά επιτεύγματα του Μυκηναϊκού πολιτισμού, δηλαδή ήταν τόσο σημαντική η θέση της τεχνολογίας στις Μυκηναϊκές πόλεις, ώστε μόνον μια (ακόμη παλαιότερη) τεχνικοφιλία από τα βάθη των αιώνων θα μπορούσε να τη δικαιολογησει:

Η ανθρωπότητα θα χρειαζόταν ακόμη 1.500 χρόνια για να ξαναπετύχει διάμετρο θόλου κάτι λιγότερο από είκοσι μέτρα (θησαυρός του Ατρέως, 13ος αιώνας π.Χ.).
Η αποξήρανση της τεράστιας λίμνης της Κωπαΐδας (13ος - 14ος αιώνας π.Χ.), με διώρυγες 25 χιλιομέτρων, πλήθος αναχωμάτων και με την απαιτούμενη «καλλιέργεια» των καταβόθρων, αποδείκνυε μεγάλες ικανότητες υδραυλικής μηχανικής, οι οποίες θα χρειάζονταν άλλα 1.000 χρόνια για να ξαναποκτηθούν (γύρω στον 4ο αιώνα π.Χ.).

Έτσι, ενδυναμώνεται το βασικό συμπέρασμα ότι τα Ελληνικά φύλα εμφορούνταν από μια θεμελιώδη κλίση προς την τεχνολογία, ήδη από την αυγή της προϊστορίας.

Ανθρωπιστική Στάση

Τα Ελληνικά φύλα είχαν αναπτύξει από πολύ νωρίς μιαν ανθρωπιστικότερη αντίληψη της ζωής, εν συγκρίσει, ίσως, με άλλους σπουδαίους προγενέστερους λαούς, όπως οι Βαβυλώνιοι και οι Αιγύπτιοι. Εάν κάτι τέτοιο γίνει αποδεκτό (πράγμα που μάλλον φαίνεται να συμβαίνει), τότε μπορεί κανείς να συμπεράνει βασίμως ότι οι Έλληνες θα είχαν πρόσθετο κίνητρο να αναπτύξουν εκείνες τις τεχνολογίες, οι οποίες θα ευόδωναν την επί Γης ανθρώπινη ύπαρξη, κι όχι απλώς την επιβίωση. Η αποξήρανση της τεράστιας λίμνης της Κωπαΐδας, με διώρυγες 25 χλμ., αποδείκνυε μεγάλες ικανότητες υδραυλικής μηχανικής.


Ας υπενθυμίσουμε λοιπόν διαγωνίως μερικά από τα συστατικά αυτής της Ελληνικής ροπής προς την ανθρωποκεντρικότητα, εκ περισσού, έστω:

Τάσεις για απομυθοποίηση της κοσμολογίας: αναγνώριση της Γης ως ουράνιου σφαιρικού σώματος (Αρίσταρχος, Ερατοσθένης). Εξάλλου, κινητική αιτία της ύλης δεν είναι κάποιος «νους», αλλά η δύναμη της βαρύτητας των σωμάτων (Δημόκριτος).
Ανθρωποκεντρική τάση μέσα στα ίδια τα θρησκευτικά περιβάλλοντα: το Δελφικό «γνώθι σαυτόν» αλλά και η ανθρωπική κάθαρση του ίδιου του Απόλλωνος μετά τον (απελευθερωτικό, παρά ταύτα) φόνο του Πύθωνος.
Η γενναία προβληματική των προσωκρατικών: «Αν τ’ άλογα είχαν χέρια, θα ζωγράφιζαν το θεό τους άλογο» (Ξενοφάνης).
Η αδιαπραγμάτευτη ανθρωπική στάση ζωής του Σωκράτους, ο οποίος (κατά τον Κικέρωνα) έφερε τη φιλοσοφία από τον ουρανό στη Γη, «Ου το ζην περί πλείστον ποιητέον, αλλάτίο ευ ζην» (Κρίτων).
Η ρητή ανθρωποκεντρική θεμελίωση της Ηθικής του Αριστοτέλη. «Κανονίζομεν τας πράξεις ημών ηδονής και λύπης».
Η απελευθέρωση του ανθρώπινου σώματος στις Ελληνικές πλαστικές τέχνες. (Παράβαλλε και την Ελληνιστική επιρροή στην τέχνη αναπαράστασης του Βούδα στη Γανδάρα: χαμογελαστό πρόσωπο ανθρώπου, αντί για το σύμβολο μιας πατούσας μόνον).
Ο φοβερός στίχος του (περσικού) Χορού στους «Πέρσες» του Αισχύλου: «Δούλοι και υπήκοοι κανενός δεν είναι αυτοί» (οι Έλληνες).
Ίσως να έχει εδώ τη θέση της και η χεγκελιανή αλληγορία της ήττας της (Αιγυπτιακής) Σφιγγός από τον «έλλογον» Ελληνα Οιδίποδα.


Αντί δε συμπεράσματος, θα ταίριαζε εδώ να υπενθυμίσουμε και της ίδιας της τεχνολογίας την απομυθοποίηση, όταν αποσυνδέθηκε από τoν Μύθο κι αναγνωρίστηκε ως «προϊόν ανάγκης, μέσω εμπειρίας και μίμησης της φύσεως» (δύο χιλιάδες χρόνια πριν από τον Μαρξ). Πρόκειται για την ώριμη άποψη του Μοσχίωνος, τραγικού ποιητή του 3ου αιώνα π.Χ. Οι Έλληνες είχαν επιτύχει τη συστηματική ύδρευση των πόλεων και είχαν αναπτύξει την οδοποιία και τη γεφυροποιία

Όπως λέγαμε και στην αρχή, είναι εύλογο να αναμένονται κάμποσες φιλοτεχνολογικές συνέπειες ενός τέτοιου ανθρωπισμού, πρόσθετες εκείνων που ήδη προβλέπονταν από την Προμηθεϊκή παρέμβαση. Αφού στο κέντρο βάρους της Ελληνικής ψυχοσύνθεσης δεν βρίσκεται η επέκεινα ζωή (παρά την αναμφισβήτητη ευλάβεια όλων) ούτε ο δεσπότης (παρά τις περιπέτειες της νεογέννητης δημοκρατίας), οι ανθρώπινες ανάγκες θα πρέπει να υπηρετηθούν σ’ όλο τους το εύρος: ανάγκες για την επιβίωση, για τη γνώση και για την έκφραση.

α) Η επιβίωση ήταν στόχος προφανής όλων των λαών. Γι’ αυτό και η Βαβυλωνιακή και η Αιγυπτιακή τεχνολογία, πέραν των θρησκευτικής εμπνεύσεως μεγαλουργημάτων (όπως ναοί γιγαντιαίοι και πυραμίδες κάδε είδους), έδωσαν σπουδαία επιτεύγματα και στα εγγειοβελτιωτικά έργα μεγάλης κλίμακας. Ανάλογα επιτεύγματα δεν έλειψαν από την αρχαιοελληνική τεχνολογία: Μυκηναϊκές αποξηράνσεις λιμνών και υδατοφράγματα μεγάλα, καθώς και ποικίλα μεταγενέστερα αρδευτικά έργα.

Οι Έλληνες όμως σ' αυτής της κατηγορίας τα έργα πρόσθεσαν τις συστηματικές υδρεύσεις των πόλεων, τους γερανούς και τις αντλίες, αλλά και την οδοποιία και τη γεφυροποιία. Στην ίδια κατηγορία θα κατέτασσε κανείς και τις τεχνικοεπιστημονικές βελτιώσεις στη μεταλλουργία του αργύρου, τις οποίες πέτυχαν οι Αθηναίοι στο Λαύριο ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ., για να φτάσουν μια παραγωγή 25 τόνων καθαρό ασήμι κατ' έτος (μηχανοποίηση στην ανύψωση φορτίων, ελικοειδή πλυντήρια, μαζική εκκαμίνευοη κ.ά.). Στις ανάγκες «επιβίωσης» θα μπορούσε κανείς να κατατάξει και τη στρατιωτική τεχνολογία - αλλά, για ποικίλους λόγους.

β) Αντίθετα, επείγομαι να περάσω στις ανθρώπινες ανάγκες για τη γνώση, ανάγκες ιδιαζόντως Ελληνικές. Εκεί, έχουμε από τη μια μεριά το γνωστό φαινόμενο της τεχνολογικής επιτάχυνσης στις Ελληνίδες χώρες μετά τον 6ο αιώνα π.Χ. (εξαιτίας του παραγωγικού «υμέναιου» με τη νεογέννητη Ελληνική επιστήμη), ενώ από mv άλλη έχουμε το «αντίδωρο» ας πούμε της τεχνολογίας προς την επιστήμη, την παραγωγή δηλαδή πλήθους μετρητικών οργάνων ακριβείας, όπως:

Μέτρηση χρόνου (ακριβή υδραυλικά ωροσκοπεία).
Μέτρηση αποστάσεων (οδόμετρον).
Τοπογραφικά όργανα (χωροβάτης, διόπτρα).
Αστρονομικά όργανα (αστρολάβοι, αναλογικός υπολογιστής των Αντικυθήρων κ.ά.).

Αυτό το οιονεί κλειστό κύκλωμα επιστήμη - τεχνολογία - επιστήμη, φαίνεται πως είναι άλλη μια κατάφαση της τεχνικοφιλίας των αρχαίων Ελλήνων, εμπνεόμενης όμως, ετούτη τη φορά, από μιαν ιδιάζουσα Ελληνική ανθρωποκεντρική στάση. (Μια στάση που δεν θα επιζούσε μετά την αναϊεράρχηοη αξιών που συνέβη μετά τις αρχές της πρώτης Χριστιανικής χιλιετίας).

γ) Τέλος, οι ανάγκες για την έκφραση υπηρετήθηκαν ιδιαιτέρως από την αρχαιοελληνική τεχνολογία, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι (σ’ όλους τους πολιτισμούς) η τέχνη στηρίζεται πάντα στην τεχνική. Εδώ, στην περίπτωση της αρχαίας Ελλάδας, η ιδιάζουσα τεχνολογική νοοτροπία του λαού έδωσε τη δυνατότητα να πραγματωθούν περισσότερες, καλλιτεχνικές εμπνεύσεις:

Θα εφευρεθεί η ύδραυλις (το σημερινό «όργανο») από τον Κτησίβιο (4ος αιώνας π.Χ.), ως συνδυασμός (α) σειράς αυλών και (β) της εμβολοφόρου αντλίας του Κτησιβίου. Αργότερα, ο Ηρών θα προσθέσει και μια «φτερωτή» (Αιολική ενέργεια), για να μη χρειάζεται μυϊκή δύναμη να τρομπάρει την αντλία.
Η κατασκευή των έγχορδων μουσικών οργάνων θα διευκολυνθεί μετά τη μαθηματικοποίηση των ήχων από τους Πυθαγορείους.
Τα ποικίλα «διασκεδαστικά» αυτόματα των Αλεξανδρινών, ιδίως δε τα μηχανικά θεατρικά έργα του Ήρωνος αποτελούν ίσως την κορωνίδα αυτού του τεχνο/τεχνικού διαλόγου.
Το ίδιο όπως και ο «από μηχανής Θεός» των αρχαίων θεάτρων (συστήματα γερανών και καταπακτών), που θα συμβάλει στην ενάργεια των δρωμένων.

Το συμπέρασμα μου και απ' αυτήν τη γρήγορη αναδρομή, είναι ότι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν πρόσθετους λόγους να εκτιμούν την τεχνολογία όταν απολάμβαναν τα αγαθά αποτελέσματα της σε τόσο πολλούς τομείς του βίου συγχρόνως.


Ύστερες Πολιτικές και Οικονομικές Συγκυρίες

Είχαν εφεύρει πλήθως μετρητικά όργανα ακριβείας, όπως υδραυλικά ωροσκοπεία, οδόμετρον, χωροβάτη, διόπτρα, αστρολάβους. Ο (πολιτισμικά και οικονομικά) ενοποιημένος χώρος της επικράτειας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αλλά και των επιγόνων του (για ένα διάστημα τουλάχιστον), φαίνεται ότι συνήργησε σε μια περαιτέρω ανάπτυξη της τεχνικοφιλίας των «μετεχόντων της Ελληνικής παιδείας».

Η ανάπτυξη αυτή φαίνεται από την αύξηση του πλήθους των τεχνικών συγγραφέων, από την αύξηση του αριθμού των εφευρέσεων, από τη μεγέθυνση των επιμέρους επιτευγμάτων (λ.χ. η τριήρης είχε εκτόπισμα 70 τόνων, αλλά τα πλοία του Πτολεμαίου Δ΄, του Φιλοπάτορος, θα έχουν εκτόπισμα 2.500 τόνων), μπορεί δε να αποδοθεί συνοπτικά στις ακόλουθες πιθανές αιτίες:

Περαιτέρω εντατικοποίηση της παραγωγικής σχέσης τεχνολογίας και επιστήμης. (Το Μουσείο της Αλεξανδρείας ήταν ένα είδος National Science Foundation). Αργότερα, ο διάσημος Αλεξανδρινός μαθηματικός Πάππος (3ος αιώνας μ.Χ.) θα πει ότι «η επιστήμη της Μηχανικής είναι χρήσιμη για πλήθος εφαρμογών στην καθημερινή ζωή, κι ακολουθείται εμμόνως απ’ όλους τους μαθηματικούς». Από τον καιρό του Αρχιμήδους, είχε περάσει η εποχή του δήθεν «αδιάφορου» επιστήμονα.
Μεγάλη συγκέντρωση πληροφοριών χάρις στη Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας, όταν (σταδιακά) θα καταστραφεί, η ανθρωπότητα θα χάσει άγνωοτο σε μας σήμερα θησαυρό.
Στροφή στα ενδιαφέροντα του (μορφωμένου, τουλάχιστον) πολίτη των Ελληνιστικών χρόνων: αντί για γενικές κοσμολογικές θεωρίες, τώρα ψάχνουν τον κόσμο «από μέσα προς τα έξω», μ' έναν τρόπο που προαναγγέλλει τον Γαλιλαίο. Τώρα, πολύ περισσότερο αρέσκονται στη μέτρηση και στην κατασκευή. Η ανατομική των πτωμάτων θα αναπτυχθεί στην Αλεξάνδρεια (λ.χ. Ερασίστρατος, 3ος αιώνας π.Χ.), για ν’ απαγορευθεί αργότερα και να ξαναρχίσει για λίγο μόνον, χίλια διακόσια χρόνια αργότερα, στο Σαλέρνο.
Οι μεγάλοι συγγραφείς μηχανικοί δεν είναι πλέον κτηματίες ή στρατηγοί. Ο Κτηοίβιος ήταν γιος κουρέα, ενώ ο Ήρων ήταν στην αρχή τσαγκάρης. Η εποχή της αριστοκρατικής στάσης του Ξενοφώντος έναντι των Βάναυσων τεχνών είχε περάσει.
Οι πηγές ενέργειας είχαν αρχίσει να διευρύνονται. Στη μυϊκή ενέργεια ανθρώπων και ζώων είχαν προστεθεί το ξυλοκάρβουνο και λίγος λιγνίτης (Θεόφραστος, ''Περί Λίθων''), ενώ οι νερόμυλοι είχαν αρχίσει να διαδίδονται ήδη από το τέλος της 1ης χιλιετίας π.Χ.
Η Ελληνοποίηση στη γλώσσα, τα ήθη, αλλά και οι λίγο ως πολύ ευκολότερες επικοινωνίες των λαών, δημιούργησαν ένα κοσμοπολίτικο κλίμα (ευνοϊκό για την τεχνολογία κι αυτό).

Παρόλ’ αυτά, η Ελληνιστική άνθηση της τεχνικοφιλίας δεν μπορούσε ακόμη να οδηγήσει σε μια τεχνολογική επανάσταση. Δεν είχαμε φτάσει σε κρίσιμες στάθμες οικονομικών μεγεθών, τεχνικής παιδείας, αλλά και επίλυσης προβλημάτων της δυναμικής. Κυριαρχούσε όμως ακόμη το Ελληνικό Προμηθεϊκό πάθος «δια της Τεχνολογίας προς τον Άνθρωπο», όπως το είχε διατυπώσει επιγραμματικότατα κι ο Αριστοτέλης (Πολιτικά): «Αν τα όργανα, επειδή τα διατάσσουμε ή επειδή προαισθάνονται, επιτελούσαν τη δουλειά τους μόνα τους, δεν θα 'χαν οι δεσπότες ανάγκη από δούλους».