02/06/2011
Πρόκειται για μια πρωτοφανή ανανέωση εμπιστοσύνης και νομιμοποίηση, που αυτή τη στιγμή τους επιτρέπει να υποστηρίζουν πως θα ισχύσει και σ’ αυτήν την περίπτωση η γνωστή ρήση «Ο τρώσας και ιάσεται».
«Εμείς θα σας σώσουμε», διακηρύσσουν, καθώς η πρώτη αμηχανία έχει ήδη εξελιχθεί σε επιθετικότητα. «Θέλετε δεν θέλετε, δεν έχετε άλλους. Ούτε προτείνετε κάτι συγκεκριμένο. Νεφελώματα για το δέον γενέσθαι καταθέτετε στις συνελεύσεις των συγκεντρώσεών σας. Ο καθένας ανάλογα με την ιδεοληψία του και την δική του πολιτική – κομματική προέλευση, κι’ ας την έχει πια απαρνηθεί».
Είναι ανάγκη τώρα να υπάρξουν συγκεκριμένες προτάσεις και να απαιτηθεί η υιοθέτησή τους εδώ και τώρα:
-Άμεση κατάργηση, χωρίς να περιμένουμε την προθεσμία για συνταγματική αναθεώρηση, του άρθρου 86 που οδηγεί στην γρήγορη παραγραφή. Αν τόσο πολύ κόπτονται για την συνταγματική τάξη, ας πάρουν τη γνώμη του λαού με δημοψήφισμα.
-Νόμος που θα τιμωρήσει τους υπευθύνους τώρα και θα έχει αναδρομική ισχύ μόνο για τα πολιτικά πρόσωπα – το έκαναν στη Βρετανία και δεν μίλησε κανείς, ενώ ήδη βρίσκονται στη φυλακή πέντε πρώην υπουργοί και βουλευτές και για πολύ πιο αστεία αιτία (τα γελοία βουλευτικά έξοδα).
-Άμεσες αλλαγές στη δομή των κομμάτων, κατάργηση του αρχηγοκεντρισμού και επιλογή των υποψηφίων από τον ίδιο τον λαό που θα αποτελέσει το εκλεκτορικό σώμα το οποίο θα δίνει τα χρίσματα. Αν δεν μπορούν ή δεν θέλουν, ας αυτοκαταργηθούν. Το κενό θα συμπληρωθεί αμέσως.
Και το τελευταίο και πιο ουσιαστικό:
-Άμεση κατάργηση του πελατειακού κράτους όχι στα λόγια, αλλά με συνταγματική επιταγή, βάσει της οποίας δεν θα έχει δικαίωμα να θέτει υποψηφιότητα όποιος προεκλογικά δίνει την παραμικρή υπόσχεση σε προσωπικό επίπεδο, ενώ θα αφαιρείται μετεκλογικά η έδρα από όποιον παραλαμβάνει αιτήματα και διεκπεραιώνει ρουσφέτια.
Μόνο έτσι μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα επιστρέψει η ηθική στην πολιτική και θα βρεθούν οι ικανοί, οι άξιοι και οι ανιδιοτελείς στην Βουλή και στην εξουσία.
Αυτή τη στιγμή, η χώρα είναι σα να ξυπνά από έναν βαθύ λήθαργο. Ανακαλύπτει τα ψέματα, τις ανεπάρκειες, τη σαπίλα πάνω στην οποία έχτιζε το μέλλον της.
Είναι ωραία η ώρα που ξυπνά το «Μεγάλο Κτήνος», όπως αποκαλούσε τον λαό ο Αλεξάντερ Χάμιλτον (που έλεγε πως όταν το Μεγάλο Κτήνος ξυπνά, ανακαλύπτει πως είναι ελεύθερο και νιώθει την ανάγκη κάτι να κάνει με την ελευθερία του. Αλλά, πρόσθετε, μόλις την έχει ανακαλύψει και δεν ξέρει τι να την κάνει).
Είναι ωραία αυτή η ώρα, αλλά και επικίνδυνη. Πολύ εύκολα μπορεί να εμφανιστεί ένας ή και περισσότεροι «σωτήρες», που θα μας οδηγήσουν με μαθηματική ακρίβεια μετά από λίγα χρόνια στην επόμενη καταστροφή.
Ρίξτε μια ματιά στην Ιταλία. Όταν, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η «Επιχείρηση Καθαρά Χέρια» σάρωσε τα πάντα. Κόμματα εξαφανίστηκαν, πολλά άλλαξαν το όνομά τους, καινούργιοι σχηματισμοί έκαναν την εμφάνισή τους (Ελιά, Μαργαρίτα, Forza Italia (αργότερα Πόλος), ένας πρωθυπουργός, ο Μπεττίνο Κράξι, πέθανε στην υπερορία, πολιτικοί και επιχειρηματίες που διαπλέκονταν μεταξύ τους πήδηξαν από τα παράθυρα.
Σωστή κοσμογονία, αλλά το σύστημα αποδείχθηκε πολύ ανθεκτικό. Δεν μιλώ μόνο για τον Μπερλουσκόνι, ιδιοκτήτη των περισσοτέρων μέσων ενημέρωσης – αυτός είναι το καινούργιο σύμπτωμα. Μιλώ και για την άλλη πλευρά, τον Ρομάνο Πρόντι, για παράδειγμα, που αφού η πρωθυπουργία του (μετά τεχνοκρατών) αποδείχθηκε μια από τις πιο καταστροφικές, βρήκε καταφύγιο στην προεδρία της Κομισιόν (όταν η προηγούμενη Κομισιόν, υπό τον Σαντέρ, παραιτήθηκε ολόκληρη, βουτηγμένη στα σκάνδαλα).
Μιλώ και για τον Αντόνιο Ντι Πιέτρο, τον «δικαστή με τα καθαρά χέρια», που κατέληξε στην πολιτική χωρίς τελικά να προσφέρει τίποτε στον δημόσιο βίο και χρόνια αργότερα κατάπληκτοι πληροφορηθήκαμε πως ο γιος του ανθρώπου που είχε μετατρέψει την τήβεννο σε θεατρικό κοστούμι, συνελήφθη για διαφθορά.
Αυτές τις μέρες, σφίγγει ο κλοιός γύρω από το Κοινοβούλιο. Μούντζες, βρισιές (κλέφτες, προδότες – δεν υπάρχει και τίποτε χειρότερο), αλλά αυτοί συνεχίζουν να παρελαύνουν από τα τηλεοπτικά παράθυρα σα να μην συμβαίνει τίποτε.
«Τους φτύνουν και νομίζουν ότι ψιχαλίζει», μου είπε μια κυρία προχθές στην συγκέντρωση. «Τόσο θράσος;».
Αλλά είναι το λιγότερο (θράσος). Το περισσότερο (θράσος) είναι ότι στην πατρίδα μας επιζητούν θέσεις και αξιώματα και επιδιώκουν να κυβερνήσουν άνθρωποι με μηδενικές γνώσεις και ικανότητες.
Είναι σα να αναλαμβάνει κάποιος να οδηγήσει ένα διαστημικό λεωφορείο (με κόσμο μέσα), ενώ δεν ξέρει να οδηγεί ούτε ποδήλατο.
Αυτό το θράσος, αυτή η ανικανότητα, αυτή η αναρρίχηση μέσω των πελατειακών σχέσεων, οδήγησε στην εξουσία τους «οδηγούς του διαστημικού λεωφορείου» και την χώρα στην καταστροφή, που σήμερα έχει τόσο πολύ εξοργίσει τον κόσμο.
Αν όλα πήγαιναν καλά, αν κυβερνούσαν και νομοθετούσαν άνθρωποι με ικανότητες και αξία και εντιμότητα, που θα φρόντιζαν για την ευημερία της χώρας και του λαού, θα συζητούσαμε αν είναι 300 ή 200; Αν πληρώνονται καλά ή όχι;
Ας ξεκαθαρίσουμε, λοιπόν, μερικά πράγματα:
Ένας βουλευτής δεν είναι κακός εκπρόσωπος του λαού επειδή πληρώνεται. Και δεν γίνεται αυτόματα καλός εκπρόσωπος του λαού αν πάψει να πληρώνεται. Μια Βουλή δεν είναι λιγότερο αποδοτική και περισσότερο άχρηστη αν αριθμεί 300 μέλη. Και δεν πρόκειται να γίνει αποτελεσματικότερη και περισότερο χρήσιμη αν τα μέλη της μειωθούν στο μισό. (Εκτός κι’ αν αποφασίσουμε πως του λοιπού θα έχουμε βουλευτές και κοινοβούλιο για καθαρά διακοσμητικούς λόγους).
Το πρόβλημα, λοιπόν, βρίσκεται στο γεγονός ότι μέχρι σήμερα στην Ελλάδα το σώμα των βουλευτών συναποτελείται από «παιδιά του κομματικού σωλήνα», εκλεκτούς των αρχηγών ή ανθρώπους που στηρίζονται στα ρουσφέτια και κατορθώνουν να εκλέγονται χωρίς καμία ικανότητα ή άλλη περγαμηνή.
Για να διατηρήσουν το αξίωμά τους – μετατρεπόμενοι σε επαγγελματίες πολιτικούς – δεν ασχολούνται με τα καθήκοντα για τα οποία έχουν εκλεγεί.
Γυρίζουν εδώ κι’ εκεί, «κάνουν γραφείο» ακούγοντας απίθανα αιτήματα, χάνουν τον χρόνο τους σε γάμους και πανηγύρια και επιστρέφουν από τις περιφέρειές τους ή από τις γειτονιές της Αθήνας τη Δευτέρα το απόγευμα, εξουθενωμένοι, χωρίς στην ουσία να έχουν κάνει τίποτε για το δημόσιο συμφέρον. Χωρίς να έχουν προλάβει να μελετήσουν ούτε ένα νομοσχέδιο, χωρίς να έχουν διαβάσει, ηρεμήσει, σκεφθεί, φανταστεί, διαλογιστεί.
Αν τύχει και βρεθεί κανένας που δεν θέλει να τα κάνει όλα αυτά, κάποιος που θα καθίσει να μελετήσει, να κατεβάσει καμιά ιδέα που θα ωφελήσει τη χώρα, να ενημερωθεί για να ενημερώσει με τη σειρά του μια ξένη αντιπροσωπεία, απλώς αυτός ο άνθρωπος ΔΕΝ εκλέγεται.
Αυτά συνέβαιναν μέχρι και τις τελευταίες εκλογές στη χώρα. Και άλλα, πολύ χειρότερα, που συνοψίζονται σε μια κυνική σχέση μεταξύ εκλογέων και εκλεγομένων, μια αφόρητη συναλλαγή που αφυδατώνει και εξουδετερώνει κάθε δημιουργική ορμή.
Υπάρχει μια δική μου ιστορία, στην οποία αποφεύγω να αναφερθώ για εύλογους λόγους. Είναι, όμως, τόσο χαρακτηριστική, που αξίζει να την μοιραστώ μαζί σας:
Ως βουλευτής (θυμίζω ότι συνειδητά, και για τους λόγους που θα διαβάσετε, αλλά και για άλλους που φαντάζεστε, δεν ήμουν υποψήφια το 2009), δέχθηκα το τηλεφώνημα μιας κυρίας που μου ζήτησε να της βρω έναν γιατρό στο Ναυτικό Νοσοκομείο, προκειμένου να βάλει τον ναύτη γιο της (ο οποίος λόγω άλλου ρουσφετιού υπηρετούσε ήδη σε θέρετρο αξιωματικών), για λίγες μέρες στο νοσοκομείο.
Για ποιον λόγο; Μα επειδή ήταν Αύγουστος, έκανε ζέστη και «τα καημένα τα παιδιά κάθε μεσημέρι έπρεπε να τοποθετούν γύρω από τα τραπέζια τις καρέκλες των αξιωματικών, κάτω από το λιοπύρι»! Με ενημέρωσε, βέβαια, πως μετά τους έστελναν για βουτιά στη θάλασσα, αλλά και πάλι, ας έβρισκα τον γιατρό που θα του έδινε την άδεια μέχρι να περάσει ο καύσωνας!
Ένιωσα μεγάλη ντροπή – και για κείνη και για μένα – μάζεψα όση ψυχραιμία μου είχε απομείνει και απάντησα:
«Δεν θα σου μιλήσω γι’ αυτούς που υπηρετούν στον Έβρο ή στα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου. Θα σου μιλήσω ως μητέρα. Μην τον καταδικάζεις. Μην τον μάθεις πως κάθε φορά που ζεσταίνεται θα υπάρχει κάποιος για να τηλεφωνεί και να τον δροσίζει. Διότι δεν θα είναι έτσι όταν βγει στη ζωή. Μην τον στείλεις εκεί έξω αφοπλισμένο».
Δυο χρόνια μετά, μου ξανατηλεφώνησε για να μου πει: «Δεν φαντάζομαι να περιμένεις κάτι από μένα. Διότι το παιδί ζεσταινόταν και εσύ μου έκανες μαθήματα πατριωτισμού»! (Παρεμπιπτόντως με ενημέρωσε πως τότε το είχε λύσει το πρόβλημά της. Προφανώς με την βοήθεια άλλου βουλευτή, που δεν ντράπηκε να τηλεφωνεί στο Ναυτικό Νοσοκομείο και να ζητά ψεύτικες αναρρωτικές άδειες).
Δεν μας φταίνε, λοιπόν, ούτε οι μισθοί, ούτε ο αριθμός των βουλευτών.
Ακόμη και ένα ευρώ να δίνεις σε κάποιον που ασχολείται με την εφίδρωση ενός (ήδη προνομιούχου) ναύτη και αυτό (το ευρώ) πάει χαμένο.
Ακόμη και πενήντα βουλευτές να έχεις, αν και οι πενήντα ασχολούνται με τα ρουσφέτια προκειμένου να εξασφαλίσουν την επανεκλογή τους, άχρηστοι είναι. Και αχρηστεύουν, εξουδετερώνουν όσους προσπαθούν να κάνουν ευσυνείδητα τη δουλειά τους, διότι ποτέ ένας κούκος δεν έφερε την άνοιξη.
Αυτές τις μέρες η «Πλατεία» ψάχνει ένα κοινό αίτημα που θα αλλάξει τα πράγματα.
Αυτές τις μέρες όλοι (άλλοι με ειλικρινές ενδιαφέρον και άλλοι ειρωνικά και με υστεροβουλία) διερωτώνται τι θέλει τελικά ο κόσμος που ξεχύνεται στους δρόμους.
Αυτές τις μέρες ακούγονται διάφορες προτάσεις. Άμεση Δημοκρατία, συνελεύσεις, συνταγματικές αλλαγές, κατάργηση προνομίων, κατάργηση ασυλίας (αυτή η τελευταία συγχέεται με την ατιμωρησία, ενώ η βουλευτική ασυλία ισχύει σε όλον τον κόσμο ώστε να μην μπορούν τα συμφέροντα να απειλούν και να κρατούν ομήρους με μηνύσεις και αγωγές αυτούς που δουλειά τους είναι να προστατεύουν τα συμφέροντα του λαού).
Το καθολικό αίτημα είναι να απομακρυνθεί από την Βουλή το υπάρχον πολιτικό προσωπικό που μας οδήγησε στην καταστροφή. «Δεν θα φύγουμε, αν δεν φύγουν», είναι το σύνθημα. Και είναι σωστό.
Το πιθανότερο, όμως, είναι αυτοί που θα φύγουν (ήδη προχθές κάποιοι φυγαδεύτηκαν μέσω του Εθνικού Κήπου), να αντικατασταθούν από άλλους, παρόμοιους.
Το έχω πει και δεν θα κουραστώ να το επαναλάβω όσες φορές κι’ αν χρειαστεί:
Το βασικό αίτημα της Πλατείας πρέπει να είναι μόνο ένα: Κάτω το ρουσφέτι! Συνταγματική διάταξη εδώ και τώρα που θα απαγορεύει το ρουσφέτι επί ποινή απώλειας της έδρας και λουκέτο σε όλα τα πολιτικά – βουλευτικά γραφεία. Η επικοινωνία των βουλευτών με τον λαό θα επιτρέπεται (θα επιβάλλεται, καλύτερα) μόνο σε λαϊκές συνελεύσεις, σε συναντήσεις με ομάδες πολιτών, όπου θα τίθενται γενικά και όχι προσωπικά θέματα.
Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι ακόμη και το ατομικό καλό δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί παρά μόνο μέσω του (κατά Αριστοτέλη) Κοινού Καλού.
Τώρα πια, ακόμη και εκείνοι (και δεν είναι λίγοι) που «εξυπηρετήθηκαν» από βουλευτικά γραφεία, διαπιστώνουν πως μαζί με το Κοινό Καλό χάθηκε και το ατομικό καλό. Αγωνιούν για τις θέσεις των συμβασιούχων, βλέπουν τους μισθούς και τις συντάξεις να περικόπτονται, πληρώνουν άφθονους άμεσους και έμμεσους φόρους, τρέμουν για τις αποταμιεύσεις τους στις τράπεζες, βλέπουν τη χώρα να καταστρέφεται, να βυθίζεται στην ανυποληψία και να χάνει την εθνική της κυριαρχία.
Η κυρία που φοβόταν μήπως ζεσταθεί ο γιος της, ίσως τον βλέπει τώρα να λιώνει στην ανεργία, την ώρα που η σύνταξή της έχει υποστεί αλλεπάλληλες καθιζήσεις. Αλλά κάποτε, αντάλλαξε την ψήφο της με ένα πλαστό πιστοποιητικό ασθενείας.
Είναι βέβαιο ότι ο πολιτικός που ασχολείται με τέτοια θέματα και δεν διστάζει να παίρνει μέρος σε πάσης φύσεως εξαπατήσεις, το κάνει επειδή γνωρίζει πως δεν διαθέτει άλλα προσόντα για να αναρριχηθεί και να παραμείνει στη θέση του.
Αυτού του είδους οι πολιτικοί οδήγησαν τη χώρα στην καταστροφή. Αυτού του είδους οι πολιτικοί δεν μπορούν ούτε τώρα να καθίσουν να σκεφθούν προκειμένου να βρουν κάποιες λύσεις. Αυτού του είδους οι πολιτικοί ψήφισαν το Μνημόνιο χωρίς να το διαβάσουν, με μοναδική έννοια και πρεμούρα να μην πέσει η κυβέρνηση και βρεθούν ξανά στην ανάγκη να πάρουν τους δρόμους και τις γειτονιές και τα χωριά μαζεύοντας ψήφους.
Αν δια ροπάλου απαγορευτεί αυτή η πρακτική, αυτού του είδους οι άνθρωποι δεν θα επιχειρήσουν να ασχοληθούν ξανά με την πολιτική. Δεν θα μπορούν να σταθούν, διότι δεν θα έχουν άλλα προσόντα να επιδείξουν.
Θα ζεσταίνονται λίγο παραπάνω οι στρατιώτες τον Αύγουστο, αλλά μετά θα ζουν σε μια χώρα που ευημερεί και σε μια πατρίδα που δεν θα σκύβει ταπεινωμένη το κεφάλι…