Βόμβες διασποράς ευθύνης σε υπουργούς και βουλευτές
Δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά και σχετικά με την επικείμενη (ή φημολογούμενη ή προτεινόμενη ή εξορκιζόμενη) αναδιάρθρωση, ο καπνός καθιστά εντελώς αποπνικτική την ατμόσφαιρα.
Κοινή διαπίστωση είναι πως κατά της αναδιάρθρωσης τάσσονται αυτή τη στιγμή μόνο όσοι συνέταξαν το (αποτυχημένο, όπως αποδεικνύεται) πρόγραμμα λιτότητας και «εξόδου από την κρίση», έναντι του οποίου δόθηκε το δάνειο των 110 δις ευρώ.
Χθες, από την έδρα του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον διαψεύσεις έκαναν τόσο ο επικεφαλής του Ταμείου, όσο και ο υπουργός των Οικονομικών κ. Παπακωνσταντίνου, ο οποίος ωστόσο πρόσθεσε πως κατά την παραμονή του στην Ουάσιγκτον εξήγησε στα στελέχη του ΔΝΤ ότι για να υλοποιηθούν οι αλλαγές στον φοροεισπρακτικό μηχανισμό απαιτείται χρονικό διάστημα 18 μηνών.
Πρόκειται για σημαντική ομολογία αποτυχίας, αλλά και πολιτικής απάτης. Τον Οκτώβριο του 2009 είχε προταχθεί πρόγραμμα εκατό ημερών για την ανάταξη της οικονομίας (που προφανώς περιλάμβανε και την είσπραξη των φόρων), ενώ τώρα, 19 μήνες μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, πληροφορούμεθα μέσω Ουάσιγκτον ότι χρειάζονται άλλοι 18 μήνες. Μιλούμε δηλαδή συνολικά για μια ολόκληρη κοινοβουλευτική θητεία, ενώ αποδεικνύεται ότι η εξαγγελία περί 100 πρώτων ημερών αποτέλεσε ανέξοδη επανάληψη παλιού προπαγανδιστικού πυροτεχνήματος.
Είναι πλέον σαφές ότι οι δανειστές, αν και βλέπουν ότι το χρέος της Ελλάδας, ένα χρέος 340 δις ευρώ, δεν μπορεί να αποπληρωθεί υπό κανονικές συνθήκες, προσπαθούν να υπερασπιστούν το πρόγραμμά τους.
Στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, ο επικεφαλής του ΔΝΤ Ντομινίκ Στρος-Καν δήλωσε πως «δεν έχει αλλάξει τίποτε όσον αφορά στην πρόθεση της Ελλάδας να αποπληρώσει το σύνολο του χρέους της. Ο όρος για να λάβει η Ελλάδα το δάνειο ήταν ότι θα το αποπληρώσει. Τελεία και παύλα».
Προφανώς οι δύο χθεσινοί διαψεύδοντες (Στρος-Καν και Παπακωνσταντίνου) συμφώνησαν σε έναν όρο που ΔΕΝ ήταν ρεαλιστικός. Και δεν θέλουν να το παραδεχθούν.
Αυτό μαρτυρά και η χθεσινή ενόχληση του κ. Παπακωνσταντίνου σχετικά με την συνέντευξη Σημίτη στο «Βήμα της Κυριακής», στην οποία ο πρώην πρωθυπουργός τάχθηκε υπέρ μιας καλά προετοιμασμένης και συμφωνημένης με τους εταίρους αναδιάρθρωση.
Ο κ. Παπακωσταντίνου είπε ότι η δημόσια συζήτηση γύρω από αυτό το θέμα «δεν βοηθάει τη χώρα», ξεκαθάρισε ότι «δεν παίζει τέτοιο σενάριο» ενώ δεν έκρυψε και την ενόχλησή του για την εντός του ΠΑΣΟΚ κριτική στο πρόσωπό του, σχετικά με την ακολουθούμενη πολιτική. Κάλεσε τους επικριτές του να πουν με ποιον τρόπο θα σταματήσει η χώρα να ξοδεύει περισσότερα από όσα εισπράττει, ενώ υπογράμμισε πως δεν ασκεί προσωπική πολιτική, αλλά την κυβερνητική και πως ο ίδιος κρίνεται από τους Έλληνες πολίτες «και βεβαίως ανά πάσα στιγμή από τον πρωθυπουργό».
Με μια διαφορά: Η ακολουθούμενη πολιτική και το περιεχόμενο της δανειακής σύμβασης χαράχθηκαν, αποφασίσθηκαν και εξειδικεύθηκαν από τον κ. Παπακωνσταντίνου και το επιτελείο του. Ούτε ζητήθηκε η γνώμη των υπολοίπων (επικριτών σήμερα), ούτε έλαβαν μέρος στην κατάρτιση του προγράμματος – ούτε καν οι υπόλοιποι υπουργοί.
Η δική τους ευθύνη – οπωσδήποτε πολύ σοβαρή – είναι ότι ψήφισαν το Μνημόνιο χωρίς να ξέρουν και χωρίς να καταλαβαίνουν τι ψηφίζουν. Ψήφισαν διότι ο πρωθυπουργός (που έχει αναθέσει τα οικονομικά στον κ. Παπακωνσταντίνου) και ο υπουργός των Οικονομικών τους έβαλαν το μαχαίρι στον λαιμό και κράτησαν μυστικό το κείμενο μέχρι την ώρα της ψήφισής του.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι τον πρώτο καιρό της εφαρμογής του Μνημονίου και των πρώτων επισκέψεων της τρόικας, εκδηλώνονταν συνεχείς διαφωνίες μεταξύ του κ. Παπακωνσταντίνου και της κ. Κατσέλη, ακόμη και ενώπιον της τρόικας. Με αποτέλεσμα μετά τον ανασχηματισμό, η κ. Κατσέλη να βρεθεί στο υπουργείο Εργασίας και ο κ. Παπακωνσταντίνου να παραμείνει απόλυτος κυρίαρχος.
Είναι σαφές ότι τώρα ο κ. Παπακωνσταντίνου εξαπολύει βόμβες διασποράς της ευθύνης, το ίδιο φονικές για το πολιτικό σύστημα (όπως προκύπτει και από τις δημοσκοπήσεις), όσο και οι βόμβες διασποράς που εξαπολύει ο Καντάφι με στόχο τον άμαχο πληθυσμό.
Βέβαια, το υπουργικό συμβούλιο και οι βουλευτές – καθώς και όσα από τα άλλα κόμματα ψήφισαν το Μνημόνιο – δεν λογίζονται «άμαχος πληθυσμός». Το πρόβλημα είναι ότι τα βομβίδια Παπακωνσταντίνου τελικά πλήττουν τον πραγματικό άμαχο πληθυσμό της χώρας, δηλαδή τον ελληνικό λαό.
Πάντως, από εδώ και πέρα, όσοι εκ των υπουργών ή άλλων στελεχών με δηλώσεις τους υπερασπίζονται τον (εντελώς ασαφή) «Οδικό Χάρτη», είτε ως «τελευταία ευκαιρία», είτε ως ρεαλιστικό, δικαίως θα παρασυρθούν κατά την πτώση των αρχιτεκτόνων ενός σχεδίου που «δεν βγαίνει».
Κοινή διαπίστωση είναι πως κατά της αναδιάρθρωσης τάσσονται αυτή τη στιγμή μόνο όσοι συνέταξαν το (αποτυχημένο, όπως αποδεικνύεται) πρόγραμμα λιτότητας και «εξόδου από την κρίση», έναντι του οποίου δόθηκε το δάνειο των 110 δις ευρώ.
Χθες, από την έδρα του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον διαψεύσεις έκαναν τόσο ο επικεφαλής του Ταμείου, όσο και ο υπουργός των Οικονομικών κ. Παπακωνσταντίνου, ο οποίος ωστόσο πρόσθεσε πως κατά την παραμονή του στην Ουάσιγκτον εξήγησε στα στελέχη του ΔΝΤ ότι για να υλοποιηθούν οι αλλαγές στον φοροεισπρακτικό μηχανισμό απαιτείται χρονικό διάστημα 18 μηνών.
Πρόκειται για σημαντική ομολογία αποτυχίας, αλλά και πολιτικής απάτης. Τον Οκτώβριο του 2009 είχε προταχθεί πρόγραμμα εκατό ημερών για την ανάταξη της οικονομίας (που προφανώς περιλάμβανε και την είσπραξη των φόρων), ενώ τώρα, 19 μήνες μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, πληροφορούμεθα μέσω Ουάσιγκτον ότι χρειάζονται άλλοι 18 μήνες. Μιλούμε δηλαδή συνολικά για μια ολόκληρη κοινοβουλευτική θητεία, ενώ αποδεικνύεται ότι η εξαγγελία περί 100 πρώτων ημερών αποτέλεσε ανέξοδη επανάληψη παλιού προπαγανδιστικού πυροτεχνήματος.
Είναι πλέον σαφές ότι οι δανειστές, αν και βλέπουν ότι το χρέος της Ελλάδας, ένα χρέος 340 δις ευρώ, δεν μπορεί να αποπληρωθεί υπό κανονικές συνθήκες, προσπαθούν να υπερασπιστούν το πρόγραμμά τους.
Στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, ο επικεφαλής του ΔΝΤ Ντομινίκ Στρος-Καν δήλωσε πως «δεν έχει αλλάξει τίποτε όσον αφορά στην πρόθεση της Ελλάδας να αποπληρώσει το σύνολο του χρέους της. Ο όρος για να λάβει η Ελλάδα το δάνειο ήταν ότι θα το αποπληρώσει. Τελεία και παύλα».
Προφανώς οι δύο χθεσινοί διαψεύδοντες (Στρος-Καν και Παπακωνσταντίνου) συμφώνησαν σε έναν όρο που ΔΕΝ ήταν ρεαλιστικός. Και δεν θέλουν να το παραδεχθούν.
Αυτό μαρτυρά και η χθεσινή ενόχληση του κ. Παπακωνσταντίνου σχετικά με την συνέντευξη Σημίτη στο «Βήμα της Κυριακής», στην οποία ο πρώην πρωθυπουργός τάχθηκε υπέρ μιας καλά προετοιμασμένης και συμφωνημένης με τους εταίρους αναδιάρθρωση.
Ο κ. Παπακωσταντίνου είπε ότι η δημόσια συζήτηση γύρω από αυτό το θέμα «δεν βοηθάει τη χώρα», ξεκαθάρισε ότι «δεν παίζει τέτοιο σενάριο» ενώ δεν έκρυψε και την ενόχλησή του για την εντός του ΠΑΣΟΚ κριτική στο πρόσωπό του, σχετικά με την ακολουθούμενη πολιτική. Κάλεσε τους επικριτές του να πουν με ποιον τρόπο θα σταματήσει η χώρα να ξοδεύει περισσότερα από όσα εισπράττει, ενώ υπογράμμισε πως δεν ασκεί προσωπική πολιτική, αλλά την κυβερνητική και πως ο ίδιος κρίνεται από τους Έλληνες πολίτες «και βεβαίως ανά πάσα στιγμή από τον πρωθυπουργό».
Με μια διαφορά: Η ακολουθούμενη πολιτική και το περιεχόμενο της δανειακής σύμβασης χαράχθηκαν, αποφασίσθηκαν και εξειδικεύθηκαν από τον κ. Παπακωνσταντίνου και το επιτελείο του. Ούτε ζητήθηκε η γνώμη των υπολοίπων (επικριτών σήμερα), ούτε έλαβαν μέρος στην κατάρτιση του προγράμματος – ούτε καν οι υπόλοιποι υπουργοί.
Η δική τους ευθύνη – οπωσδήποτε πολύ σοβαρή – είναι ότι ψήφισαν το Μνημόνιο χωρίς να ξέρουν και χωρίς να καταλαβαίνουν τι ψηφίζουν. Ψήφισαν διότι ο πρωθυπουργός (που έχει αναθέσει τα οικονομικά στον κ. Παπακωνσταντίνου) και ο υπουργός των Οικονομικών τους έβαλαν το μαχαίρι στον λαιμό και κράτησαν μυστικό το κείμενο μέχρι την ώρα της ψήφισής του.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι τον πρώτο καιρό της εφαρμογής του Μνημονίου και των πρώτων επισκέψεων της τρόικας, εκδηλώνονταν συνεχείς διαφωνίες μεταξύ του κ. Παπακωνσταντίνου και της κ. Κατσέλη, ακόμη και ενώπιον της τρόικας. Με αποτέλεσμα μετά τον ανασχηματισμό, η κ. Κατσέλη να βρεθεί στο υπουργείο Εργασίας και ο κ. Παπακωνσταντίνου να παραμείνει απόλυτος κυρίαρχος.
Είναι σαφές ότι τώρα ο κ. Παπακωνσταντίνου εξαπολύει βόμβες διασποράς της ευθύνης, το ίδιο φονικές για το πολιτικό σύστημα (όπως προκύπτει και από τις δημοσκοπήσεις), όσο και οι βόμβες διασποράς που εξαπολύει ο Καντάφι με στόχο τον άμαχο πληθυσμό.
Βέβαια, το υπουργικό συμβούλιο και οι βουλευτές – καθώς και όσα από τα άλλα κόμματα ψήφισαν το Μνημόνιο – δεν λογίζονται «άμαχος πληθυσμός». Το πρόβλημα είναι ότι τα βομβίδια Παπακωνσταντίνου τελικά πλήττουν τον πραγματικό άμαχο πληθυσμό της χώρας, δηλαδή τον ελληνικό λαό.
Πάντως, από εδώ και πέρα, όσοι εκ των υπουργών ή άλλων στελεχών με δηλώσεις τους υπερασπίζονται τον (εντελώς ασαφή) «Οδικό Χάρτη», είτε ως «τελευταία ευκαιρία», είτε ως ρεαλιστικό, δικαίως θα παρασυρθούν κατά την πτώση των αρχιτεκτόνων ενός σχεδίου που «δεν βγαίνει».