Ο πόλεμος μέσα στον πόλεμο: Το πρώτο θύμα είναι η αλήθεια!
Το «πρωτόκολλο» ακολουθείται πιστά και σ’ αυτόν τον πόλεμο. Ένα ιδιότυπο πρωτόκολλο που θέλει τις επιχειρήσεις προπαγάνδας να ξεκινούν σχεδόν ταυτόχρονα με την στρατιωτική δράση. Ο πόλεμος διεξάγεται πάντα σε δύο μέτωπα – σ’ αυτό των στρατιωτικών επιχειρήσεων και σ’ αυτό της προπαγάνδας. Και αυτό ισχύει τόσο στους δίκαιους, όσο και στους άδικους πολέμους.
Ήδη από τις πρώτες ώρες της επίθεσης των συμμαχικών δυνάμεων κατά του καθεστώτος Καντάφι στη Λιβύη, το απόγευμα του περασμένου Σαββάτου, άρχισαν οι ανακοινώσεις και οι διαψεύσεις περί κατάρριψης αεροπλάνων.
Είναι κανόνας που ισχύει από καταβολής κόσμου και πολεμικών αναμετρήσεων. Τα επιτελεία των αντιμαχομένων πλευρών προετοιμάζουν και εκτελούν την επικοινωνιακή τους στρατηγική το ίδιο προσεκτικά όσο και τις επιχειρήσεις στα πεδία των μαχών.
Ο σκοπός όλων των πλευρών κοινός: Να εξασφαλιστεί η συναίνεση της κοινής γνώμης, αλλά και η παραπληροφόρησή της, ώστε να μην γνωρίζει τις συνέπειες του πολέμου. Αλλά ούτε και τα πραγματικά αίτιά του. Το κάνουν όλοι, το κάνει και ο Καντάφι, που ανακοινώνει νίκες και καταρρίψεις αεροσκαφών του εχθρού και εξοπλισμού του λαού με ένα εκατομμύριο όπλα. Το κάνουν όλοι, το κάνουν και οι Σύμμαχοι, που μιλούν μόνο για αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής καταστροφής, αλλά αποφεύγουν συστηματικά να αναφερθούν σε θύματα και λάθη ή να προφέρουν τη λέξη «πετρέλαιο»!
Σχεδόν ταυτόχρονα με την έναρξη ενός πολέμου ξεκινά και ο αγώνας για την διασταύρωση των πληροφοριών. Κάθε άλλο παρά τυχαία, τον καιρό που
μαινόταν ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Αμερικανός βουλευτής Χίραμ Τζόνσον είχε διατυπώσει την περίφημη φράση-αφορισμό: Η αλήθεια είναι το πρώτο θύμα του πολέμου.
Από αυτήν την φράση ο διάσημος δημοσιογράφος Φίλιπ Νάιτλι, δανείστηκε τον τίτλο του βιβλίου του που έμελλε να γίνει η «Βίβλος» των πολεμικών ανταποκριτών: «Το πρώτο θύμα». Ο Νάιτλι υποστηρίζει ότι οι ειδήσεις σχετικά με τα πολεμικά γεγονότα χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: Σ’ αυτές που αναφέρονται σ’ αυτά καθαυτά τα πολεμικά γεγονότα και σ’ εκείνες που τα δικαιολογούν.
Κάθε φορά, με την έναρξη κάθε πολέμου, δίκαιου ή αδίκου, αρχίζει και ο πόλεμος των πληροφοριών. Ο λογοκριμένος πόλεμος. Ο πόλεμος μέσα στον πόλεμο. Από την Κριμαία ώς τον Α΄ και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, από το Βιετνάμ ως το Αφγανιστάν, από τη Γιουγκοσλαβία ως τον πρώτο, τον δεύτερο και τον τρίτο πόλεμο του Κόλπου, αλλά και σ’ όλους, τους εκατοντάδες πολέμους που ξέσπασαν σε όλες τις γωνιές της γης, η αλήθεια υπήρξε πάντοτε ο μεγάλος ηττημένος. Το έλεγε, άλλωστε, και ο Ουίνστον Τσόρτσιλ: «Σε καιρό πολέμου, η αλήθεια είναι κάτι το τόσο πολύτιμο, που είναι ανάγκη να την προστατεύουμε ανάμεσα σε πολλά μαξιλάρια ψεμάτων»!
Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την ευθύνη της προπαγάνδας και της λογοκρισίας στις ΗΠΑ είχε η Επιτροπή Κρηλ. Αποστολή της ήταν να διοχετεύει ειδήσεις που ευνοούσαν την πολεμική προσπάθεια και να εξαφανίζει αυτές που έριχναν και τον παραμικρό σπόρο αμφιβολίας. Επίλεκτο στέλεχος της Επιτροπής ήταν ο Εντουαρντ Μπερνέις, ανιψιός του Σίγκμουντ Φρόιντ, «πατέρας» των δημοσίων σχέσεων, θαυμαστής του οποίου υπήρξε ο υπουργός Προπαγάνδας και Δημόσιας Διαφώτισης της ναζιστικής Γερμανίας, Γιόζεφ Γκέμπελς.
Τα πήγαν καλά. Αρκεί να θυμηθούμε ότι σ’ εκείνο το σφαγείο που ήταν ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η προπαγάνδα κατάφερε να πείσει τους στρατιώτες των συμμάχων ότι… το έντερο των Γερμανών είχε υποστεί κάποια μετάλλαξη, ώστε να μπορούν να καταπίνουν αμάσητους τους ανθρώπους!
Στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Πρόεδρος Ρούζβελτ αποφάσισε για πρώτη φορά να διαχωρίσει την προπαγάνδα από τη λογοκρισία. Τον τομέα της προπαγάνδας ανέλαβε η Υπηρεσία Γεγονότων και Στατιστικών, που αργότερα μετονομάσθηκε σε Υπηρεσία Πολεμικών Πληροφοριών. Ο προϋπολογισμός της μόνο τον πρώτο χρόνο του πολέμου έφθασε τα 40 εκατομμύρια δολάρια και επικεφαλής της είχε τεθεί ο συγγραφέας, αναλυτής και πρώην δημοσιογράφος των «Τάιμς της Νέας Υόρκης», Ελμερ Ντέιβις.
Επικεφαλής της Υπηρεσίας Λογοκρισίας ήταν ο Μπάιρον Πράις, πρώην αρχισυντάκτης του ειδησεογραφικού πρακτορείου «Ασοσιέητεντ Πρες». Στα γραφεία της διαβάζονταν εκατομμύρια επιστολές, ελέγχονταν τα τηλεγραφήματα, μαγνητοφωνούνταν τηλεφωνήματα, λογοκρίνονταν ταινίες. Η Υπηρεσία είχε επίσης την ευθύνη του ελέγχου τήρησης του «Κώδικα Πολεμικής Δεοντολογίας» από τις εφημερίδες και τους ραδιοφωνικούς σταθμούς.
Για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο μεγάλος συγγραφέας Τζον Στάινμπεκ, πολεμικός ανταποκριτής εκείνη την εποχή, είχε γράψει: «Γίναμε όλοι κομμάτι της πολεμικής προσπάθειας. Την ακολουθήσαμε και την αγκαλιάσαμε. Βαθμιαία έγινε κομμάτι του εαυτού μας ότι η αλήθεια έπρεπε αυτομάτως να μένει μυστική. Με αυτό δεν εννοώ ότι λέγαμε ψέματα. Γράψαμε, όμως, μόνο για τη μια πλευρά του πολέμου. Αλλά εκείνη την εποχή πιστεύαμε με πάθος πως αυτό ήταν το καλύτερο που είχαμε να κάνουμε».
Οι δημοσιογράφοι αντιμετωπίζονταν ως ένα ακόμη τμήμα των στρατιωτικών μονάδων. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος με τον οποίο καλύφθηκε η Απόβαση στη Νορμανδία. Οι δημοσιογράφοι φορτώθηκαν σε ένα τρένο στη Σκωτία ένα μήνα νωρίτερα και έμειναν εκεί για μια εβδομάδα. Όταν η επιχείρηση ξεκίνησε όλα είχαν ρυθμιστεί στην εντέλεια. Διαπιστεύτηκαν 558 δημοσιογράφοι, φωτογράφοι και κάμεραμεν, υπήρχαν λογοκριτές στα πλοία και στις παραλίες. Τα ραδιοφωνικά κυκλώματα ήσαν περιορισμένα, αλλά υπήρχαν ειδικά αεροπλάνα και ταχύπλοα που μετέφεραν τις πληροφορίες στο Λονδίνο, ενώ ο ίδιος ο Αϊζενχάουερ ενημέρωνε συστηματικά τέσσερις ανταποκριτές της επιλογής του.
Κατά την πρώτη ημέρα, οι ανταποκριτές έστειλαν συνολικά 700.000 λέξεις, αλλά χρόνια αργότερα διαπιστώθηκε πως από τα ρεπορτάζ τους δεν προέκυπτε η παραμικρή ουσία. Όσο για τους ανταποκριτές του ραδιοφώνου, αυτοί φρόντισαν να δραματοποιήσουν όσο το δυνατόν περισσότερο αυτά που έβλεπαν, συχνά υποδυόμενοι τους ηθοποιούς. «Αγαπητοί ακροατές, είναι τρομερό. Πρέπει να διακόψω, να πάρω μια ανάσα»…
Ακόμη και στις μέρες μας εξακολουθούν να έρχονται στο φως τα ψέματα εκείνου του δίκαιου πολέμου. Πρόσφατα, στην ταινία του Κλιντ Ηστγουντ «Οι σημαίες των προγόνων μας», ο διάσημος ηθοποιός και σκηνοθέτης απομυθοποίησε την περίφημη φωτογραφία που τράβηξε ο φωτογράφος Τζο Ρόζενταλ με τους στρατιώτες να υψώνουν την αστερόεσσα στο όρος Σουριμπάτσι της Ιβο Τζίμα. Αποκάλυψε πως το περιστατικό συνέβη κάτω από λιγότερο δύσκολες και επικίνδυνες συνθήκες.
Αν και στην περίπτωση της Λιβύης δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο Καντάφι είχε προχωρήσει σε μια άνευ προηγουμένου ανθρωπιστική καταστροφή, οι συνέπειες της συμμαχικής επίθεσης θα φανούν – και θα εξαρτηθούν – από την διάρκεια και την έκβαση των επιχειρήσεων και από την κατάσταση στην οποία θα βρεθεί η Λιβύη την επόμενη ημέρα.
Αυτή τη φορά, η προετοιμασία της διεθνούς κοινής γνώμης είχε συντελεστεί – είχε φροντίσει γι’ αυτό ο Καντάφι – με πιο «ομαλό» τρόπο. Η επιχείρηση είχε γίνει αποδεκτή πριν καν ξεκινήσει, με λιγοστές εξαιρέσεις στην Ελλάδα και στον κόσμο. Μάλιστα, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ κατηγορήθηκε επειδή καθυστέρησε να εκδώσει την απόφασή του.
«Μικρές νιφάδες χιονιού»
Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο σε όλες τις περιπτώσεις. Ακόμη και μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001, η επέμβαση στο Αφγανιστάν – και κυρίως στο Ιράκ – έπρεπε να αιτιολογηθεί προπαγανδιστικά. Σ’ αυτήν την εκστρατεία, σημαντικό ρόλο έπαιξαν τα μέσα ενημέρωσης.
Παρά το γεγονός ότι το δίκαιο σπάνια βρίσκεται στη μια πλευρά, τα μέσα ενημέρωσης θα θέσουν σε αντιπαράθεση το «Καλό» και το «Κακό». Ο «Κακός» θα δαιμονοποιηθεί και θα ταυτιστεί με τον Χίτλερ. Ο «Καλός» θα παρουσιαστεί ως θεματοφύλακας του πολιτισμού και του ανθρωπισμού.
Αποδείχθηκε αυτό, όταν έγιναν γνωστά τα εσωτερικά σημειώματα (ονομάσθηκαν «μικρές νιφάδες χιονιού») του Αμερικανού πρώην υπουργού Άμυνας Ντόναλντ Ράμσφελντ προς τους υφισταμένους του στο Πεντάγωνο, προσφέροντάς τους προπαγανδιστικά επιχειρήματα υπέρ του πολέμου: «Οι μουσουλμάνοι είναι τεμπέληδες», «Συνδέστε το Ιράκ με το Ιράν». «Μιλάτε για τη Σομαλία, τις Φιλιππίνες κλπ. Κάντε τον αμερικανικό λαό να συνειδητοποιήσει ότι είναι περικυκλωμένος από βίαιους εξτρεμιστές σε όλον τον κόσμο».
Από τα υπουργεία Άμυνας έχουν κατά καιρούς κυκλοφορήσει και ειδικά φυλλάδια «χειρισμού» των δημοσιογράφων. Τα πρώτα κυκλοφόρησαν στον Πόλεμο του Βιετνάμ. Περιλαμβάνουν οδηγίες προς τους στρατιωτικούς που έρχονται σε επαφή με τους δημοσιογράφους: Να δείχνετε πάντα «ανοιχτοί», διαφανείς και συνεργάσιμοι. Ποτέ μην επιχειρείτε συνοπτική καταστολή ή άμεσο έλεγχο. Προτιμάτε να υποβαθμίζετε και όχι να κρύβετε τις ανεπιθύμητες ειδήσεις. Ελέγχετε την έμφαση με την οποία παρουσιάζονται οι ειδήσεις και όχι τις ίδιες τις ειδήσεις. Αντισταθμίζετε τις κακές ειδήσεις με καλές ειδήσεις. Ακόμη και αν γνωρίζετε τις συνέπειες των λαθών σας, καθυστερήστε τις ανακοινώσεις προφασιζόμενοι ότι διεξάγεται έρευνα, έως ότου αμβλυνθεί το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης. Τα ψέματα επιτρέπονται μόνο όταν είναι βέβαιο ότι δεν θα αποκαλυφθούν διαρκούντος του πολέμου.
Δεν πρόκειται για κάτι το καινούργιο. Οι Ρωμαίοι παρουσίαζαν τους υπό κατάκτηση λαούς ως ανθρωποφάγους. Οι σταυροφορίες προβλήθηκαν ως αναγκαίες για να πάψουν οι Σαρακηνοί, πλάσματα διαβολικά, να διαφεντεύουν τον Τάφο του Ιησού. Ο Άγιος Αυγουστίνος, ο πρώτος ιδεολόγος του «δίκαιου πολέμου», υποστήριζε ήδη από τον 4ο αιώνα πως από πουθενά δεν πρέπει να προκύπτει ότι ο πόλεμος γίνεται για εκδίκηση, επιθυμία για κυριαρχία και άλλα ταπεινά ένστικτα.
Στον πόλεμο κατά της Γιουγκοσλαβίας, έκαναν την εμφάνισή τους δύο μεγάλα επιχειρησιακά ψέματα: Οι «έξυπνες βόμβες» και τα «χειρουργικά χτυπήματα», που εντάχθηκαν στην «εναλλακτική ενημέρωση». Ο συνταγματάρχης Κρόουλι, είχε πει: «Πρέπει να σχεδιάζεις την επικοινωνιακή σου πολιτική με την ίδια προσοχή με την οποία σχεδιάζεις τη στρατηγική σου». Και ο Ρόμπερτ Λίχτερ, Πρόεδρος του Κέντρου Μέσων Ενημέρωσης της Ουάσιγκτον, είχε αποφανθεί: «Για να πουλήσεις έναν πόλεμο σε μια Δημοκρατία, πρέπει να δαιμονοποιήσεις τον εχθρό σου ή να αποδείξεις ότι τα ελατήριά σου είναι ανθρωπιστικά». Γι’ αυτό και στον καιρό του πολέμου της Γιουγκοσλαβίας, ο Χαβιέ Σολάνα γινόταν έξω φρενών κάθε φορά που άκουγε τη λέξη «πόλεμος». «Δεν είναι πόλεμος, σας λέω», φώναζε. «Είναι μια στρατιωτική επιχείρηση για να επιβληθούν οι αξίες της Δύσης»!
Η προπαγανδιστική εκστρατεία είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα. Η διεθνής κοινή γνώμη ουδέποτε πληροφορήθηκε το περιεχόμενο της Συμφωνίας του Ραμπουϊγιέ, αφού κάτι τέτοιο δεν θα επέτρεπε τη δικαιολόγηση της επέμβασης. Με πρωτοσέλιδα είχαν τότε «σκοτώσει» τον Κοσοβάρο ηγέτη Ισμαήλ Ρουγκόβα και τον δημοσιογράφο Βετόν Σουρόι και με μονόστηλα στις μέσα σελίδες τους «ανέστησαν». Ένας στρατηγός είχε πει: «Συνήθως γνωρίζαμε τις συνέπειες των λαθών μας. Λέγαμε όμως ότι διεξάγουμε έρευνα και ότι οι υποθέσεις ήσαν πολλές. Δεν αποκαλύπταμε την αλήθεια παρά μόνο δεκαπέντε ημέρες αργότερα, όταν πια είχε αμβλυνθεί το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης».
«Οταν τα πάθη καταλαγιάσουν ίσως ακόμη και να ακούσουμε τις εξομολογήσεις αυτών που τα επινόησαν», έγραψε ο Φίλιπ Νάιτλι στον «Ιντιπέντεντ». Έτσι, οι άμαχοι της σφαγής του Ρατσάκ, που χρησίμευσαν για την ηθική νομιμοποίηση της επέμβασης, αποδείχθηκε πως ήσαν πτώματα επιμελώς τοποθετημένα εκ των υστέρων. Οι κατά τον Γερμανό υπουργό τότε Αμυνας Σάρπινγκ νεκροί άμαχοι του χωριού Ρόγκοβο αποδείχθηκαν ουτσεκάδες, χάρη στη μαρτυρία αυτόπτη μάρτυρα παρατηρητή του ΟΑΣΕ. Η ανήλικη Κοσοβάρα Ραϊμόντα που έκανε το γύρο των καναλιών περιγράφοντας πώς σκοτώθηκε η αδελφή της, ομολόγησε τελικά ότι είχε πει ψέματα. Και ο αποθανών υπουργός τότε των Εξωτερικών της Βρετανίας Ρόμπιν Κουκ ανακοίνωσε την εκτέλεση είκοσι Αλβανών δασκάλων μπροστά στα μάτια των μαθητών τους στο χωριό Γκόντεν. Αλλά το χωριό δεν είχε πάνω από πενήντα μαθητές και αν γινόταν δεκτός ο ισχυρισμός του, τότε θα έπρεπε να δεχθούμε πως κάπου στο Κόσοβο υπήρχε ένα χωριό με τη μεγαλύτερη αναλογία μαθητών και δασκάλων στον κόσμο.
Μετά την παύση των βομβαρδισμών, η «Ουόλ Στρητ Τζέρναλ», παραδέχθηκε πως κακώς έγραφε τα περί εθνοκάθαρσης. Την ίδια περίοδο, ο Τζέιμι Σέι είχε δηλώσει πως τα ψέματα δεν αποδίδουν (Lies do not work). Η αλήθεια είναι ότι απέδωσαν μια χαρά.
Ο δημοσιογράφος Ρόμπερτ Φισκ έγραψε: «Από την αρχή οι περισσότεροι από τους συναδέλφους μας υποδύθηκαν τον ρόλο της αγέλης στις καθημερινές ενημερώσεις, αποφεύγοντας να υποβάλλουν στον εκπρόσωπο του ΝΑΤΟ Τζέιμι Σέι και το παραμικρό ενοχλητικό ερώτημα».
Κάθε άλλο παρά τυχαία, αν και στον πόλεμο στο Κοσσυφοπέδιο είχε διαπιστευτεί ο αριθμός-ρεκόρ των 2.700 δημοσιογράφος, ο Βρετανός ιστορικός Άλαστερ Χορν υποστήριξε πως το Κοσσυφοπέδιο κατέληξε «στην πιο μυστική στρατιωτική εκστρατεία της ζώσας μνήμης».
Με την εισβολή στο Αφγανιστάν και αργότερα στο Ιράκ, οι δημοσιογράφοι χωρίσθηκαν σε τρεις κατηγορίες. Εμφανίσθηκε η καινοτομία των «ενσωματωμένων» δημοσιογράφων, που ακολουθούσαν τα στρατιωτικά τμήματα και έβλεπαν με τα μάτια των επιτιθεμένων. Η κατηγορία των δημοσιογράφων που έμειναν στην Βαγδάτη, μετέδιδε τα ρεπορτάζ της υπό το στρες των βομβαρδισμών, με το συναίσθημα να κυριαρχεί. Και η κατηγορία των δημοσιογράφων που έπαιρναν μέρος στις ενημερώσεις στο Κατάρ και στην Ουάσιγκτον. Στις πρώτες σειρές κάθονταν οι προνομιούχοι, Αμερικανοί και Βρετανοί. Κι’ αν κανένας τολμούσε να υποβάλει κάποια ενοχλητική ερώτηση, το καθιερωμένο πείραγμα, με υποβόσκουσα απειλή, ήταν η φράση: «Σε βλέπω στα τελευταία καθίσματα με τους Γάλλους και τους Γερμανούς». Είπαν πως στους δημοσιογράφους εκείνους τίποτε δεν έφερνε μεγαλύτερη ανατριχίλα από τον κίνδυνο να χάσουν τα προνομιακά τους καθίσματα στην πρώτη σειρά.
Το λεξικό του πολέμου
Κάθε πόλεμος έχει τη δική του επικοινωνιακή προβολή, τις δικές του «κυρίαρχες λέξεις», το δικό του «λεξικό». Στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας ακούσαμε για πρώτη φορά για «παράπλευρες απώλειες», «ανθρωπιστική επέμβαση», «διεθνή στρατιωτική δράση», «φιλικά πυρά». Στον πόλεμο του Ιράκ επινοήθηκε ο όρος «στόχοι ευκαιρίας». Ο πόλεμος του Αφγανιστάν προβλήθηκε ως «ο πρώτος του 21ου αιώνα», επινοήθηκε ο όρος «Δεκαετής Πόλεμος» - ώστε να προετοιμαστεί η κοινή γνώμη για τη διάρκειά του – ενώ τη διάρκεια είχαν στο νου τους και όσοι ονόμαζαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του «Διαρκή Δικαιοσύνη» και «Διαρκή Ελευθερία». Η διάρκεια κυριαρχεί και στην κωδική ονομασία της επέμβασης στη Λιβύη: «Αυγή της Οδύσσειας»!
Τη διάρκεια είχε άλλωστε στο νου του και ο Πρόεδρος Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι, όταν επέλεγε τη ακόλουθη προπαγανδιστική τακτική για να περιγράψει τον Ψυχρό Πόλεμο και την κούρσα των εξοπλισμών, στις 20 Ιανουαρίου 1961, ημέρα της ορκωμοσίας του: «Η σάλπιγγα μας καλεί ξανά. Δεν μας καλεί στη μάχη, αν και σε μάχη βρισκόμαστε. Δεν μας καλεί στα όπλα, αν και θα χρειαστούμε όπλα. Αλλά μας καλεί να σηκώσουμε το βάρος ενός μακροχρόνιου αγώνα που θα διεξάγεται στο λυκαυγές, χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει...».
Στους τελευταίους πολέμους επανεμφανίσθηκε και το στρατιωτικό δόγμα «Σοκ και Δέος». Τόσο στα πεδία των μαχών, όσο και στο πεδίο της ενημέρωσης. «Δεν το καταλαβαίνουμε», είχε πει ο Αμερικανός υπουργός Αμυνας Ντόναλντ Ράμσφελντ, όταν ο απόστρατος αεροπόρος Χάρλαν Ούλμαν επέμεινε ότι το δόγμα «Σοκ και Δέος» έπρεπε να εφαρμοστεί τόσο στον στρατιωτικό, όσο και στον επικοινωνιακό τομέα. Το κατάλαβε όταν ο Ούλμαν του διηγήθηκε την ιστορία του Σουν Τσου, πολεμιστή και φιλοσόφου της αρχαίας Κίνας που πρώτος έθεσε τα θεμέλια του συγκεκριμένου δόγματος. Ο Σουν Τσου επρόκειτο να προσληφθεί ως στρατηγός από τον αυτοκράτορα. Αντί εξετάσεων, ο αυτοκράτορας του ζήτησε να διδάξει τις παλλακίδες του να περπατούν με στρατιωτικό βηματισμό. Εκείνες, μόλις άκουσαν το στρατηγό να τις διατάζει, άρχισαν να χαχανίζουν. «Έχω τον έλεγχο;», ρώτησε ο Σουν Τσου. Ο αυτοκράτορας ένευσε καταφατικά. Τότε ο στρατηγός έκοψε με το σπαθί του το κεφάλι της πρώτης τη τάξει παλλακίδας. Αμέσως μετά, οι υπόλοιπες ανέπτυξαν έναν άψογο στρατιωτικό βηματισμό. Χρόνια αργότερα, ο απαγχονισμός του Σαντάμ, σε πλήρη συγχρονισμό με τα δελτία ειδήσεων, χρησιμοποιήθηκε για να προκληθεί φόβος, δέος και παραδειγματισμός.
Τον Ιανουάριο του 2006 αποκαλύφθηκε από τους Λος Αντζελες Τάιμς πως η εταιρία Λίνκολν Γκρουπ, που ανήκε στον 30χρονο Βρετανό Κρίστιαν Μπέιλι, είχε συνάψει με το Πεντάγωνο συμβόλαιο 100 εκ δολαρίων για να «βοηθήσει» στον «πόλεμο της πληροφόρησης» στο Ιράκ, μεταδίδοντας την αμερικανική προπαγάνδα στον ιρακινό Τύπο. Αγόραζε χώρο σε ιρακινές εφημερίδες για «ρεπορτάζ» που γράφονταν από το τμήμα ψυχολογικών επιχειρήσεων του αμερικανικού στρατού. Παράλληλα, πλήρωνε Ιρακινούς δημοσιογράφους για να γράφουν ευνοϊκά άρθρα. Έγινε δε γνωστό πως για μια είδηση ή για ένα άρθρο, οι τιμές κυμαίνονται από 40 ως 2.000 δολάρια. Από δημοσίευμα των Νιου Γιορκ Τάιμς προέκυψε πως μέχρι τη στιγμή της αποκάλυψης είχαν δημοσιευθεί περισσότερα από 1.000 άρθρα σε 12 ως 15 ιρακινές και αραβικές εφημερίδες. Όπως έγινε γνωστό γράφτηκαν στο Κέντρο Τύπου της Φαγιετβίλ της Βόρειας Καρολίνας, καλά εξοπλισμένο, με στρατιωτικούς σε ρόλους συντακτών και παραγωγών. Μόνο η μονάδα ψυχολογικών επιχειρήσεων του Φορτ Μπραγκ, αριθμεί 1.200 μέλη, που παράγουν αυτά τα «αληθινά μηνύματα» όπως τα αποκαλούν οι αξιωματικοί.
Στη μάχη της ενημέρωσης μπήκαν και οι μπλόγκερς. Αλλά το Πεντάγωνο επέβαλε στους ένστολους μπλόγκερς να υποβάλλουν για έγκριση τα κείμενά τους πριν τα ανεβάσουν στο Διαδίκτυο. Εδώ και τρία χρόνια, οι Αμερικανοί στρατιώτες δεν έχουν πρόσβαση σε 13 συνολικά ιστότοπους σχετικούς με τον πόλεμο. Από την άλλη πλευρά, δημιουργήθηκε και ιστότοπος με βίντεο από τα «κατορθώματα» του αμερικανικού στρατού στο Ιράκ.
Πόλεμος προπαγάνδας – και μάλιστα πολύ σκληρός – διεξήχθη και στη διάρκεια του πολέμου στον Καύκασο, τον Αύγουστο του 2008, όταν η άποψη που επιχειρήθηκε να προβληθεί ως κυρίαρχη ήταν πως η «κακή» Ρωσία εισέβαλε στην «δημοκρατική» Γεωργία, η οποία ουδέποτε εισέβαλε στην Οσετία! Με αποτέλεσμα οι Οσετοί να γίνουν έξω φρενών και στρεφόμενοι κατά της δυτικής προπαγάνδας να διαμαρτυρηθούν: «Σε λίγο θα μας πείτε ότι αυτοβομβαρδιστήκαμε»!
Ακόμη και το CNN αναγκάστηκε δυο φορές να ανασκευάσει (για την υποτιθέμενη κατάληψη του Γκόρι από τον ρωσικό στρατό και για την υποτιθέμενη κατάληψη του γεωργιανού λιμανιού Πότι). Δυο φορές διαψεύστηκε ο βομβαρδισμός του αγωγού Μπακού – Τυφλίδας-Τσεϊχάν που ουδέποτε συνέβη, αλλά αυτήν την πληροφορία διοχέτευαν οι Γεωργιανοί.
Όπως βλέπετε, η γραμμή είναι ευθεία και έρχεται από μακριά. «Μην αφήσετε την αλήθεια να σκοτώσει ένα ωραίο ρεπορτάζ», έλεγε στα τέλη του 19ου αιώνα ο κίτρινος εκδότης Ράντολφ Χηρστ. «Έχουμε εμπλακεί σε έναν πόλεμο που δεν θελήσαμε ποτέ», διακήρυσσε ο Αδόλφος Χίτλερ. «Οι στρατιώτες μας μάχονται υπερασπιζόμενοι το έθνος, την τέχνη και το πνεύμα», διαβεβαίωνε ο Γκέμπελς.
«Ο πόλεμος του Βιετνάμ δεν χάθηκε στα πεδία των μαχών, αλλά στα σαλόνια των αμερικανικών σπιτιών», είχε αποφανθεί ο Μάρσαλ Μακλούαν. «Ο πόλεμος τελείωσε. Οι δημοσιογράφοι ηττήθηκαν!», ανακοίνωσε μετά το τέλος του πρώτου Πολέμου στον Κόλπο, ανώτατος αξιωματικός.
Στα τέλη του προπερασμένου αιώνα, τον καιρό που προετοιμαζόταν ο αμερικανοϊσπανικός πόλεμος και έπρεπε παράλληλα να προετοιμαστεί και η αμερικανική κοινή γνώμη για την αποστολή στρατευμάτων στην Κούβα, ο κίτρινος εκδότης Ουϊλλιαμ Ράντολφ Χηρστ έστειλε στο νησί τον ζωγράφο Ρέμινγκτον για να ταχυδρομεί σκίτσα από τον πόλεμο.
Μετά από λίγες ημέρες παραμονής στην Κούβα, ο Ρέμινγκτον έστειλε στον εργοδότη του το ακόλουθο τηλεγράφημα: «Εδώ όλα είναι ήσυχα. Δεν θα γίνει πόλεμος. Παρακαλώ να επιστρέψω στην πατρίδα. Ρέμινγκτον». Για να πάρει αμέσως την απάντηση: «Παρακαλώ να παραμείνετε. Εσείς θα προμηθεύσετε τις εικόνες και εγώ θα προμηθεύσω τον πόλεμο. Χηρστ».
Αυτές τις μέρες παρακολουθούμε δύο μέτωπα – της Ιαπωνίας και της Λιβύης. Ήδη το Τόκιο έχει καταγγελθεί για απόπειρα απόκρυψης της πραγματικής κατάστασης σχετικά με το πυρηνικό δυστύχημα (όπως είχε κατηγορηθεί και η Ρωσία επί Τσερνόμπιλ).
Άλλαξαν τα πράγματα. Τώρα ενδιαφέρονται οι Ιάπωνες να μην γίνει γνωστή στον κόσμο η έκταση της καταστροφής. Τότε, όταν υπέστησαν τις συνέπειες της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι, αυτοί που προσπαθούσαν να κρύψουν τα αποτελέσματα εκείνης της «δοκιμής» ήταν οι Σύμμαχοι.
Το 1945, ο δημοσιογράφος της «Ντέιλι Εξπρές» Γουίλφρεντ Μπάρτσετ, που κάλυπτε τα πολεμικά γεγονότα στην Ιαπωνία, κατάφερε να απομακρυνθεί από το τμήμα στο οποίο ήταν ενσωματωμένος και να περιγράψει τις συνέπειες στη Χιροσίμα στο περίφημο άρθρο του «Η ατομική πανούκλα». Έγινε ο ήρωας των Ιαπώνων και ο μεγάλος εχθρός των Αμερικανών, που τον αποκάλεσαν επίσημα «τσαρλατάνο». Σήμερα, θα συνέβαινε το ακριβώς αντίθετο…
Από το περασμένο Σάββατο, ανάμεσα σε σαπουνόπερες και διαφημίσεις, βλέπουμε ξανά στις τηλεοράσεις πολεμικές επιχειρήσεις. Πολύ κοντά μας. Στη Μεσόγειο. Στη γειτονιά μας. Έχουν και πάλι ανακοινωθεί «χειρουργικά χτυπήματα». Αλλά και πάλι βομβαρδιζόμαστε με αντικρουόμενες πληροφορίες που δύσκολα επαληθεύονται. Και αυτή τη φορά, η προπαγανδιστική εκστρατεία συνοψίζεται στην περίφημη φράση: «Μην τους πεις τίποτε. Στο τέλος πες τους ποιος κέρδισε»!
Ήδη από τις πρώτες ώρες της επίθεσης των συμμαχικών δυνάμεων κατά του καθεστώτος Καντάφι στη Λιβύη, το απόγευμα του περασμένου Σαββάτου, άρχισαν οι ανακοινώσεις και οι διαψεύσεις περί κατάρριψης αεροπλάνων.
Είναι κανόνας που ισχύει από καταβολής κόσμου και πολεμικών αναμετρήσεων. Τα επιτελεία των αντιμαχομένων πλευρών προετοιμάζουν και εκτελούν την επικοινωνιακή τους στρατηγική το ίδιο προσεκτικά όσο και τις επιχειρήσεις στα πεδία των μαχών.
Ο σκοπός όλων των πλευρών κοινός: Να εξασφαλιστεί η συναίνεση της κοινής γνώμης, αλλά και η παραπληροφόρησή της, ώστε να μην γνωρίζει τις συνέπειες του πολέμου. Αλλά ούτε και τα πραγματικά αίτιά του. Το κάνουν όλοι, το κάνει και ο Καντάφι, που ανακοινώνει νίκες και καταρρίψεις αεροσκαφών του εχθρού και εξοπλισμού του λαού με ένα εκατομμύριο όπλα. Το κάνουν όλοι, το κάνουν και οι Σύμμαχοι, που μιλούν μόνο για αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής καταστροφής, αλλά αποφεύγουν συστηματικά να αναφερθούν σε θύματα και λάθη ή να προφέρουν τη λέξη «πετρέλαιο»!
Σχεδόν ταυτόχρονα με την έναρξη ενός πολέμου ξεκινά και ο αγώνας για την διασταύρωση των πληροφοριών. Κάθε άλλο παρά τυχαία, τον καιρό που
μαινόταν ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Αμερικανός βουλευτής Χίραμ Τζόνσον είχε διατυπώσει την περίφημη φράση-αφορισμό: Η αλήθεια είναι το πρώτο θύμα του πολέμου.
Από αυτήν την φράση ο διάσημος δημοσιογράφος Φίλιπ Νάιτλι, δανείστηκε τον τίτλο του βιβλίου του που έμελλε να γίνει η «Βίβλος» των πολεμικών ανταποκριτών: «Το πρώτο θύμα». Ο Νάιτλι υποστηρίζει ότι οι ειδήσεις σχετικά με τα πολεμικά γεγονότα χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: Σ’ αυτές που αναφέρονται σ’ αυτά καθαυτά τα πολεμικά γεγονότα και σ’ εκείνες που τα δικαιολογούν.
Κάθε φορά, με την έναρξη κάθε πολέμου, δίκαιου ή αδίκου, αρχίζει και ο πόλεμος των πληροφοριών. Ο λογοκριμένος πόλεμος. Ο πόλεμος μέσα στον πόλεμο. Από την Κριμαία ώς τον Α΄ και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, από το Βιετνάμ ως το Αφγανιστάν, από τη Γιουγκοσλαβία ως τον πρώτο, τον δεύτερο και τον τρίτο πόλεμο του Κόλπου, αλλά και σ’ όλους, τους εκατοντάδες πολέμους που ξέσπασαν σε όλες τις γωνιές της γης, η αλήθεια υπήρξε πάντοτε ο μεγάλος ηττημένος. Το έλεγε, άλλωστε, και ο Ουίνστον Τσόρτσιλ: «Σε καιρό πολέμου, η αλήθεια είναι κάτι το τόσο πολύτιμο, που είναι ανάγκη να την προστατεύουμε ανάμεσα σε πολλά μαξιλάρια ψεμάτων»!
Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την ευθύνη της προπαγάνδας και της λογοκρισίας στις ΗΠΑ είχε η Επιτροπή Κρηλ. Αποστολή της ήταν να διοχετεύει ειδήσεις που ευνοούσαν την πολεμική προσπάθεια και να εξαφανίζει αυτές που έριχναν και τον παραμικρό σπόρο αμφιβολίας. Επίλεκτο στέλεχος της Επιτροπής ήταν ο Εντουαρντ Μπερνέις, ανιψιός του Σίγκμουντ Φρόιντ, «πατέρας» των δημοσίων σχέσεων, θαυμαστής του οποίου υπήρξε ο υπουργός Προπαγάνδας και Δημόσιας Διαφώτισης της ναζιστικής Γερμανίας, Γιόζεφ Γκέμπελς.
Τα πήγαν καλά. Αρκεί να θυμηθούμε ότι σ’ εκείνο το σφαγείο που ήταν ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η προπαγάνδα κατάφερε να πείσει τους στρατιώτες των συμμάχων ότι… το έντερο των Γερμανών είχε υποστεί κάποια μετάλλαξη, ώστε να μπορούν να καταπίνουν αμάσητους τους ανθρώπους!
Στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Πρόεδρος Ρούζβελτ αποφάσισε για πρώτη φορά να διαχωρίσει την προπαγάνδα από τη λογοκρισία. Τον τομέα της προπαγάνδας ανέλαβε η Υπηρεσία Γεγονότων και Στατιστικών, που αργότερα μετονομάσθηκε σε Υπηρεσία Πολεμικών Πληροφοριών. Ο προϋπολογισμός της μόνο τον πρώτο χρόνο του πολέμου έφθασε τα 40 εκατομμύρια δολάρια και επικεφαλής της είχε τεθεί ο συγγραφέας, αναλυτής και πρώην δημοσιογράφος των «Τάιμς της Νέας Υόρκης», Ελμερ Ντέιβις.
Επικεφαλής της Υπηρεσίας Λογοκρισίας ήταν ο Μπάιρον Πράις, πρώην αρχισυντάκτης του ειδησεογραφικού πρακτορείου «Ασοσιέητεντ Πρες». Στα γραφεία της διαβάζονταν εκατομμύρια επιστολές, ελέγχονταν τα τηλεγραφήματα, μαγνητοφωνούνταν τηλεφωνήματα, λογοκρίνονταν ταινίες. Η Υπηρεσία είχε επίσης την ευθύνη του ελέγχου τήρησης του «Κώδικα Πολεμικής Δεοντολογίας» από τις εφημερίδες και τους ραδιοφωνικούς σταθμούς.
Για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο μεγάλος συγγραφέας Τζον Στάινμπεκ, πολεμικός ανταποκριτής εκείνη την εποχή, είχε γράψει: «Γίναμε όλοι κομμάτι της πολεμικής προσπάθειας. Την ακολουθήσαμε και την αγκαλιάσαμε. Βαθμιαία έγινε κομμάτι του εαυτού μας ότι η αλήθεια έπρεπε αυτομάτως να μένει μυστική. Με αυτό δεν εννοώ ότι λέγαμε ψέματα. Γράψαμε, όμως, μόνο για τη μια πλευρά του πολέμου. Αλλά εκείνη την εποχή πιστεύαμε με πάθος πως αυτό ήταν το καλύτερο που είχαμε να κάνουμε».
Οι δημοσιογράφοι αντιμετωπίζονταν ως ένα ακόμη τμήμα των στρατιωτικών μονάδων. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος με τον οποίο καλύφθηκε η Απόβαση στη Νορμανδία. Οι δημοσιογράφοι φορτώθηκαν σε ένα τρένο στη Σκωτία ένα μήνα νωρίτερα και έμειναν εκεί για μια εβδομάδα. Όταν η επιχείρηση ξεκίνησε όλα είχαν ρυθμιστεί στην εντέλεια. Διαπιστεύτηκαν 558 δημοσιογράφοι, φωτογράφοι και κάμεραμεν, υπήρχαν λογοκριτές στα πλοία και στις παραλίες. Τα ραδιοφωνικά κυκλώματα ήσαν περιορισμένα, αλλά υπήρχαν ειδικά αεροπλάνα και ταχύπλοα που μετέφεραν τις πληροφορίες στο Λονδίνο, ενώ ο ίδιος ο Αϊζενχάουερ ενημέρωνε συστηματικά τέσσερις ανταποκριτές της επιλογής του.
Κατά την πρώτη ημέρα, οι ανταποκριτές έστειλαν συνολικά 700.000 λέξεις, αλλά χρόνια αργότερα διαπιστώθηκε πως από τα ρεπορτάζ τους δεν προέκυπτε η παραμικρή ουσία. Όσο για τους ανταποκριτές του ραδιοφώνου, αυτοί φρόντισαν να δραματοποιήσουν όσο το δυνατόν περισσότερο αυτά που έβλεπαν, συχνά υποδυόμενοι τους ηθοποιούς. «Αγαπητοί ακροατές, είναι τρομερό. Πρέπει να διακόψω, να πάρω μια ανάσα»…
Ακόμη και στις μέρες μας εξακολουθούν να έρχονται στο φως τα ψέματα εκείνου του δίκαιου πολέμου. Πρόσφατα, στην ταινία του Κλιντ Ηστγουντ «Οι σημαίες των προγόνων μας», ο διάσημος ηθοποιός και σκηνοθέτης απομυθοποίησε την περίφημη φωτογραφία που τράβηξε ο φωτογράφος Τζο Ρόζενταλ με τους στρατιώτες να υψώνουν την αστερόεσσα στο όρος Σουριμπάτσι της Ιβο Τζίμα. Αποκάλυψε πως το περιστατικό συνέβη κάτω από λιγότερο δύσκολες και επικίνδυνες συνθήκες.
Αν και στην περίπτωση της Λιβύης δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο Καντάφι είχε προχωρήσει σε μια άνευ προηγουμένου ανθρωπιστική καταστροφή, οι συνέπειες της συμμαχικής επίθεσης θα φανούν – και θα εξαρτηθούν – από την διάρκεια και την έκβαση των επιχειρήσεων και από την κατάσταση στην οποία θα βρεθεί η Λιβύη την επόμενη ημέρα.
Αυτή τη φορά, η προετοιμασία της διεθνούς κοινής γνώμης είχε συντελεστεί – είχε φροντίσει γι’ αυτό ο Καντάφι – με πιο «ομαλό» τρόπο. Η επιχείρηση είχε γίνει αποδεκτή πριν καν ξεκινήσει, με λιγοστές εξαιρέσεις στην Ελλάδα και στον κόσμο. Μάλιστα, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ κατηγορήθηκε επειδή καθυστέρησε να εκδώσει την απόφασή του.
«Μικρές νιφάδες χιονιού»
Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο σε όλες τις περιπτώσεις. Ακόμη και μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001, η επέμβαση στο Αφγανιστάν – και κυρίως στο Ιράκ – έπρεπε να αιτιολογηθεί προπαγανδιστικά. Σ’ αυτήν την εκστρατεία, σημαντικό ρόλο έπαιξαν τα μέσα ενημέρωσης.
Παρά το γεγονός ότι το δίκαιο σπάνια βρίσκεται στη μια πλευρά, τα μέσα ενημέρωσης θα θέσουν σε αντιπαράθεση το «Καλό» και το «Κακό». Ο «Κακός» θα δαιμονοποιηθεί και θα ταυτιστεί με τον Χίτλερ. Ο «Καλός» θα παρουσιαστεί ως θεματοφύλακας του πολιτισμού και του ανθρωπισμού.
Αποδείχθηκε αυτό, όταν έγιναν γνωστά τα εσωτερικά σημειώματα (ονομάσθηκαν «μικρές νιφάδες χιονιού») του Αμερικανού πρώην υπουργού Άμυνας Ντόναλντ Ράμσφελντ προς τους υφισταμένους του στο Πεντάγωνο, προσφέροντάς τους προπαγανδιστικά επιχειρήματα υπέρ του πολέμου: «Οι μουσουλμάνοι είναι τεμπέληδες», «Συνδέστε το Ιράκ με το Ιράν». «Μιλάτε για τη Σομαλία, τις Φιλιππίνες κλπ. Κάντε τον αμερικανικό λαό να συνειδητοποιήσει ότι είναι περικυκλωμένος από βίαιους εξτρεμιστές σε όλον τον κόσμο».
Από τα υπουργεία Άμυνας έχουν κατά καιρούς κυκλοφορήσει και ειδικά φυλλάδια «χειρισμού» των δημοσιογράφων. Τα πρώτα κυκλοφόρησαν στον Πόλεμο του Βιετνάμ. Περιλαμβάνουν οδηγίες προς τους στρατιωτικούς που έρχονται σε επαφή με τους δημοσιογράφους: Να δείχνετε πάντα «ανοιχτοί», διαφανείς και συνεργάσιμοι. Ποτέ μην επιχειρείτε συνοπτική καταστολή ή άμεσο έλεγχο. Προτιμάτε να υποβαθμίζετε και όχι να κρύβετε τις ανεπιθύμητες ειδήσεις. Ελέγχετε την έμφαση με την οποία παρουσιάζονται οι ειδήσεις και όχι τις ίδιες τις ειδήσεις. Αντισταθμίζετε τις κακές ειδήσεις με καλές ειδήσεις. Ακόμη και αν γνωρίζετε τις συνέπειες των λαθών σας, καθυστερήστε τις ανακοινώσεις προφασιζόμενοι ότι διεξάγεται έρευνα, έως ότου αμβλυνθεί το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης. Τα ψέματα επιτρέπονται μόνο όταν είναι βέβαιο ότι δεν θα αποκαλυφθούν διαρκούντος του πολέμου.
Δεν πρόκειται για κάτι το καινούργιο. Οι Ρωμαίοι παρουσίαζαν τους υπό κατάκτηση λαούς ως ανθρωποφάγους. Οι σταυροφορίες προβλήθηκαν ως αναγκαίες για να πάψουν οι Σαρακηνοί, πλάσματα διαβολικά, να διαφεντεύουν τον Τάφο του Ιησού. Ο Άγιος Αυγουστίνος, ο πρώτος ιδεολόγος του «δίκαιου πολέμου», υποστήριζε ήδη από τον 4ο αιώνα πως από πουθενά δεν πρέπει να προκύπτει ότι ο πόλεμος γίνεται για εκδίκηση, επιθυμία για κυριαρχία και άλλα ταπεινά ένστικτα.
Στον πόλεμο κατά της Γιουγκοσλαβίας, έκαναν την εμφάνισή τους δύο μεγάλα επιχειρησιακά ψέματα: Οι «έξυπνες βόμβες» και τα «χειρουργικά χτυπήματα», που εντάχθηκαν στην «εναλλακτική ενημέρωση». Ο συνταγματάρχης Κρόουλι, είχε πει: «Πρέπει να σχεδιάζεις την επικοινωνιακή σου πολιτική με την ίδια προσοχή με την οποία σχεδιάζεις τη στρατηγική σου». Και ο Ρόμπερτ Λίχτερ, Πρόεδρος του Κέντρου Μέσων Ενημέρωσης της Ουάσιγκτον, είχε αποφανθεί: «Για να πουλήσεις έναν πόλεμο σε μια Δημοκρατία, πρέπει να δαιμονοποιήσεις τον εχθρό σου ή να αποδείξεις ότι τα ελατήριά σου είναι ανθρωπιστικά». Γι’ αυτό και στον καιρό του πολέμου της Γιουγκοσλαβίας, ο Χαβιέ Σολάνα γινόταν έξω φρενών κάθε φορά που άκουγε τη λέξη «πόλεμος». «Δεν είναι πόλεμος, σας λέω», φώναζε. «Είναι μια στρατιωτική επιχείρηση για να επιβληθούν οι αξίες της Δύσης»!
Η προπαγανδιστική εκστρατεία είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα. Η διεθνής κοινή γνώμη ουδέποτε πληροφορήθηκε το περιεχόμενο της Συμφωνίας του Ραμπουϊγιέ, αφού κάτι τέτοιο δεν θα επέτρεπε τη δικαιολόγηση της επέμβασης. Με πρωτοσέλιδα είχαν τότε «σκοτώσει» τον Κοσοβάρο ηγέτη Ισμαήλ Ρουγκόβα και τον δημοσιογράφο Βετόν Σουρόι και με μονόστηλα στις μέσα σελίδες τους «ανέστησαν». Ένας στρατηγός είχε πει: «Συνήθως γνωρίζαμε τις συνέπειες των λαθών μας. Λέγαμε όμως ότι διεξάγουμε έρευνα και ότι οι υποθέσεις ήσαν πολλές. Δεν αποκαλύπταμε την αλήθεια παρά μόνο δεκαπέντε ημέρες αργότερα, όταν πια είχε αμβλυνθεί το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης».
«Οταν τα πάθη καταλαγιάσουν ίσως ακόμη και να ακούσουμε τις εξομολογήσεις αυτών που τα επινόησαν», έγραψε ο Φίλιπ Νάιτλι στον «Ιντιπέντεντ». Έτσι, οι άμαχοι της σφαγής του Ρατσάκ, που χρησίμευσαν για την ηθική νομιμοποίηση της επέμβασης, αποδείχθηκε πως ήσαν πτώματα επιμελώς τοποθετημένα εκ των υστέρων. Οι κατά τον Γερμανό υπουργό τότε Αμυνας Σάρπινγκ νεκροί άμαχοι του χωριού Ρόγκοβο αποδείχθηκαν ουτσεκάδες, χάρη στη μαρτυρία αυτόπτη μάρτυρα παρατηρητή του ΟΑΣΕ. Η ανήλικη Κοσοβάρα Ραϊμόντα που έκανε το γύρο των καναλιών περιγράφοντας πώς σκοτώθηκε η αδελφή της, ομολόγησε τελικά ότι είχε πει ψέματα. Και ο αποθανών υπουργός τότε των Εξωτερικών της Βρετανίας Ρόμπιν Κουκ ανακοίνωσε την εκτέλεση είκοσι Αλβανών δασκάλων μπροστά στα μάτια των μαθητών τους στο χωριό Γκόντεν. Αλλά το χωριό δεν είχε πάνω από πενήντα μαθητές και αν γινόταν δεκτός ο ισχυρισμός του, τότε θα έπρεπε να δεχθούμε πως κάπου στο Κόσοβο υπήρχε ένα χωριό με τη μεγαλύτερη αναλογία μαθητών και δασκάλων στον κόσμο.
Μετά την παύση των βομβαρδισμών, η «Ουόλ Στρητ Τζέρναλ», παραδέχθηκε πως κακώς έγραφε τα περί εθνοκάθαρσης. Την ίδια περίοδο, ο Τζέιμι Σέι είχε δηλώσει πως τα ψέματα δεν αποδίδουν (Lies do not work). Η αλήθεια είναι ότι απέδωσαν μια χαρά.
Ο δημοσιογράφος Ρόμπερτ Φισκ έγραψε: «Από την αρχή οι περισσότεροι από τους συναδέλφους μας υποδύθηκαν τον ρόλο της αγέλης στις καθημερινές ενημερώσεις, αποφεύγοντας να υποβάλλουν στον εκπρόσωπο του ΝΑΤΟ Τζέιμι Σέι και το παραμικρό ενοχλητικό ερώτημα».
Κάθε άλλο παρά τυχαία, αν και στον πόλεμο στο Κοσσυφοπέδιο είχε διαπιστευτεί ο αριθμός-ρεκόρ των 2.700 δημοσιογράφος, ο Βρετανός ιστορικός Άλαστερ Χορν υποστήριξε πως το Κοσσυφοπέδιο κατέληξε «στην πιο μυστική στρατιωτική εκστρατεία της ζώσας μνήμης».
Με την εισβολή στο Αφγανιστάν και αργότερα στο Ιράκ, οι δημοσιογράφοι χωρίσθηκαν σε τρεις κατηγορίες. Εμφανίσθηκε η καινοτομία των «ενσωματωμένων» δημοσιογράφων, που ακολουθούσαν τα στρατιωτικά τμήματα και έβλεπαν με τα μάτια των επιτιθεμένων. Η κατηγορία των δημοσιογράφων που έμειναν στην Βαγδάτη, μετέδιδε τα ρεπορτάζ της υπό το στρες των βομβαρδισμών, με το συναίσθημα να κυριαρχεί. Και η κατηγορία των δημοσιογράφων που έπαιρναν μέρος στις ενημερώσεις στο Κατάρ και στην Ουάσιγκτον. Στις πρώτες σειρές κάθονταν οι προνομιούχοι, Αμερικανοί και Βρετανοί. Κι’ αν κανένας τολμούσε να υποβάλει κάποια ενοχλητική ερώτηση, το καθιερωμένο πείραγμα, με υποβόσκουσα απειλή, ήταν η φράση: «Σε βλέπω στα τελευταία καθίσματα με τους Γάλλους και τους Γερμανούς». Είπαν πως στους δημοσιογράφους εκείνους τίποτε δεν έφερνε μεγαλύτερη ανατριχίλα από τον κίνδυνο να χάσουν τα προνομιακά τους καθίσματα στην πρώτη σειρά.
Το λεξικό του πολέμου
Κάθε πόλεμος έχει τη δική του επικοινωνιακή προβολή, τις δικές του «κυρίαρχες λέξεις», το δικό του «λεξικό». Στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας ακούσαμε για πρώτη φορά για «παράπλευρες απώλειες», «ανθρωπιστική επέμβαση», «διεθνή στρατιωτική δράση», «φιλικά πυρά». Στον πόλεμο του Ιράκ επινοήθηκε ο όρος «στόχοι ευκαιρίας». Ο πόλεμος του Αφγανιστάν προβλήθηκε ως «ο πρώτος του 21ου αιώνα», επινοήθηκε ο όρος «Δεκαετής Πόλεμος» - ώστε να προετοιμαστεί η κοινή γνώμη για τη διάρκειά του – ενώ τη διάρκεια είχαν στο νου τους και όσοι ονόμαζαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του «Διαρκή Δικαιοσύνη» και «Διαρκή Ελευθερία». Η διάρκεια κυριαρχεί και στην κωδική ονομασία της επέμβασης στη Λιβύη: «Αυγή της Οδύσσειας»!
Τη διάρκεια είχε άλλωστε στο νου του και ο Πρόεδρος Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι, όταν επέλεγε τη ακόλουθη προπαγανδιστική τακτική για να περιγράψει τον Ψυχρό Πόλεμο και την κούρσα των εξοπλισμών, στις 20 Ιανουαρίου 1961, ημέρα της ορκωμοσίας του: «Η σάλπιγγα μας καλεί ξανά. Δεν μας καλεί στη μάχη, αν και σε μάχη βρισκόμαστε. Δεν μας καλεί στα όπλα, αν και θα χρειαστούμε όπλα. Αλλά μας καλεί να σηκώσουμε το βάρος ενός μακροχρόνιου αγώνα που θα διεξάγεται στο λυκαυγές, χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει...».
Στους τελευταίους πολέμους επανεμφανίσθηκε και το στρατιωτικό δόγμα «Σοκ και Δέος». Τόσο στα πεδία των μαχών, όσο και στο πεδίο της ενημέρωσης. «Δεν το καταλαβαίνουμε», είχε πει ο Αμερικανός υπουργός Αμυνας Ντόναλντ Ράμσφελντ, όταν ο απόστρατος αεροπόρος Χάρλαν Ούλμαν επέμεινε ότι το δόγμα «Σοκ και Δέος» έπρεπε να εφαρμοστεί τόσο στον στρατιωτικό, όσο και στον επικοινωνιακό τομέα. Το κατάλαβε όταν ο Ούλμαν του διηγήθηκε την ιστορία του Σουν Τσου, πολεμιστή και φιλοσόφου της αρχαίας Κίνας που πρώτος έθεσε τα θεμέλια του συγκεκριμένου δόγματος. Ο Σουν Τσου επρόκειτο να προσληφθεί ως στρατηγός από τον αυτοκράτορα. Αντί εξετάσεων, ο αυτοκράτορας του ζήτησε να διδάξει τις παλλακίδες του να περπατούν με στρατιωτικό βηματισμό. Εκείνες, μόλις άκουσαν το στρατηγό να τις διατάζει, άρχισαν να χαχανίζουν. «Έχω τον έλεγχο;», ρώτησε ο Σουν Τσου. Ο αυτοκράτορας ένευσε καταφατικά. Τότε ο στρατηγός έκοψε με το σπαθί του το κεφάλι της πρώτης τη τάξει παλλακίδας. Αμέσως μετά, οι υπόλοιπες ανέπτυξαν έναν άψογο στρατιωτικό βηματισμό. Χρόνια αργότερα, ο απαγχονισμός του Σαντάμ, σε πλήρη συγχρονισμό με τα δελτία ειδήσεων, χρησιμοποιήθηκε για να προκληθεί φόβος, δέος και παραδειγματισμός.
Τον Ιανουάριο του 2006 αποκαλύφθηκε από τους Λος Αντζελες Τάιμς πως η εταιρία Λίνκολν Γκρουπ, που ανήκε στον 30χρονο Βρετανό Κρίστιαν Μπέιλι, είχε συνάψει με το Πεντάγωνο συμβόλαιο 100 εκ δολαρίων για να «βοηθήσει» στον «πόλεμο της πληροφόρησης» στο Ιράκ, μεταδίδοντας την αμερικανική προπαγάνδα στον ιρακινό Τύπο. Αγόραζε χώρο σε ιρακινές εφημερίδες για «ρεπορτάζ» που γράφονταν από το τμήμα ψυχολογικών επιχειρήσεων του αμερικανικού στρατού. Παράλληλα, πλήρωνε Ιρακινούς δημοσιογράφους για να γράφουν ευνοϊκά άρθρα. Έγινε δε γνωστό πως για μια είδηση ή για ένα άρθρο, οι τιμές κυμαίνονται από 40 ως 2.000 δολάρια. Από δημοσίευμα των Νιου Γιορκ Τάιμς προέκυψε πως μέχρι τη στιγμή της αποκάλυψης είχαν δημοσιευθεί περισσότερα από 1.000 άρθρα σε 12 ως 15 ιρακινές και αραβικές εφημερίδες. Όπως έγινε γνωστό γράφτηκαν στο Κέντρο Τύπου της Φαγιετβίλ της Βόρειας Καρολίνας, καλά εξοπλισμένο, με στρατιωτικούς σε ρόλους συντακτών και παραγωγών. Μόνο η μονάδα ψυχολογικών επιχειρήσεων του Φορτ Μπραγκ, αριθμεί 1.200 μέλη, που παράγουν αυτά τα «αληθινά μηνύματα» όπως τα αποκαλούν οι αξιωματικοί.
Στη μάχη της ενημέρωσης μπήκαν και οι μπλόγκερς. Αλλά το Πεντάγωνο επέβαλε στους ένστολους μπλόγκερς να υποβάλλουν για έγκριση τα κείμενά τους πριν τα ανεβάσουν στο Διαδίκτυο. Εδώ και τρία χρόνια, οι Αμερικανοί στρατιώτες δεν έχουν πρόσβαση σε 13 συνολικά ιστότοπους σχετικούς με τον πόλεμο. Από την άλλη πλευρά, δημιουργήθηκε και ιστότοπος με βίντεο από τα «κατορθώματα» του αμερικανικού στρατού στο Ιράκ.
Πόλεμος προπαγάνδας – και μάλιστα πολύ σκληρός – διεξήχθη και στη διάρκεια του πολέμου στον Καύκασο, τον Αύγουστο του 2008, όταν η άποψη που επιχειρήθηκε να προβληθεί ως κυρίαρχη ήταν πως η «κακή» Ρωσία εισέβαλε στην «δημοκρατική» Γεωργία, η οποία ουδέποτε εισέβαλε στην Οσετία! Με αποτέλεσμα οι Οσετοί να γίνουν έξω φρενών και στρεφόμενοι κατά της δυτικής προπαγάνδας να διαμαρτυρηθούν: «Σε λίγο θα μας πείτε ότι αυτοβομβαρδιστήκαμε»!
Ακόμη και το CNN αναγκάστηκε δυο φορές να ανασκευάσει (για την υποτιθέμενη κατάληψη του Γκόρι από τον ρωσικό στρατό και για την υποτιθέμενη κατάληψη του γεωργιανού λιμανιού Πότι). Δυο φορές διαψεύστηκε ο βομβαρδισμός του αγωγού Μπακού – Τυφλίδας-Τσεϊχάν που ουδέποτε συνέβη, αλλά αυτήν την πληροφορία διοχέτευαν οι Γεωργιανοί.
Όπως βλέπετε, η γραμμή είναι ευθεία και έρχεται από μακριά. «Μην αφήσετε την αλήθεια να σκοτώσει ένα ωραίο ρεπορτάζ», έλεγε στα τέλη του 19ου αιώνα ο κίτρινος εκδότης Ράντολφ Χηρστ. «Έχουμε εμπλακεί σε έναν πόλεμο που δεν θελήσαμε ποτέ», διακήρυσσε ο Αδόλφος Χίτλερ. «Οι στρατιώτες μας μάχονται υπερασπιζόμενοι το έθνος, την τέχνη και το πνεύμα», διαβεβαίωνε ο Γκέμπελς.
«Ο πόλεμος του Βιετνάμ δεν χάθηκε στα πεδία των μαχών, αλλά στα σαλόνια των αμερικανικών σπιτιών», είχε αποφανθεί ο Μάρσαλ Μακλούαν. «Ο πόλεμος τελείωσε. Οι δημοσιογράφοι ηττήθηκαν!», ανακοίνωσε μετά το τέλος του πρώτου Πολέμου στον Κόλπο, ανώτατος αξιωματικός.
Στα τέλη του προπερασμένου αιώνα, τον καιρό που προετοιμαζόταν ο αμερικανοϊσπανικός πόλεμος και έπρεπε παράλληλα να προετοιμαστεί και η αμερικανική κοινή γνώμη για την αποστολή στρατευμάτων στην Κούβα, ο κίτρινος εκδότης Ουϊλλιαμ Ράντολφ Χηρστ έστειλε στο νησί τον ζωγράφο Ρέμινγκτον για να ταχυδρομεί σκίτσα από τον πόλεμο.
Μετά από λίγες ημέρες παραμονής στην Κούβα, ο Ρέμινγκτον έστειλε στον εργοδότη του το ακόλουθο τηλεγράφημα: «Εδώ όλα είναι ήσυχα. Δεν θα γίνει πόλεμος. Παρακαλώ να επιστρέψω στην πατρίδα. Ρέμινγκτον». Για να πάρει αμέσως την απάντηση: «Παρακαλώ να παραμείνετε. Εσείς θα προμηθεύσετε τις εικόνες και εγώ θα προμηθεύσω τον πόλεμο. Χηρστ».
Αυτές τις μέρες παρακολουθούμε δύο μέτωπα – της Ιαπωνίας και της Λιβύης. Ήδη το Τόκιο έχει καταγγελθεί για απόπειρα απόκρυψης της πραγματικής κατάστασης σχετικά με το πυρηνικό δυστύχημα (όπως είχε κατηγορηθεί και η Ρωσία επί Τσερνόμπιλ).
Άλλαξαν τα πράγματα. Τώρα ενδιαφέρονται οι Ιάπωνες να μην γίνει γνωστή στον κόσμο η έκταση της καταστροφής. Τότε, όταν υπέστησαν τις συνέπειες της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι, αυτοί που προσπαθούσαν να κρύψουν τα αποτελέσματα εκείνης της «δοκιμής» ήταν οι Σύμμαχοι.
Το 1945, ο δημοσιογράφος της «Ντέιλι Εξπρές» Γουίλφρεντ Μπάρτσετ, που κάλυπτε τα πολεμικά γεγονότα στην Ιαπωνία, κατάφερε να απομακρυνθεί από το τμήμα στο οποίο ήταν ενσωματωμένος και να περιγράψει τις συνέπειες στη Χιροσίμα στο περίφημο άρθρο του «Η ατομική πανούκλα». Έγινε ο ήρωας των Ιαπώνων και ο μεγάλος εχθρός των Αμερικανών, που τον αποκάλεσαν επίσημα «τσαρλατάνο». Σήμερα, θα συνέβαινε το ακριβώς αντίθετο…
Από το περασμένο Σάββατο, ανάμεσα σε σαπουνόπερες και διαφημίσεις, βλέπουμε ξανά στις τηλεοράσεις πολεμικές επιχειρήσεις. Πολύ κοντά μας. Στη Μεσόγειο. Στη γειτονιά μας. Έχουν και πάλι ανακοινωθεί «χειρουργικά χτυπήματα». Αλλά και πάλι βομβαρδιζόμαστε με αντικρουόμενες πληροφορίες που δύσκολα επαληθεύονται. Και αυτή τη φορά, η προπαγανδιστική εκστρατεία συνοψίζεται στην περίφημη φράση: «Μην τους πεις τίποτε. Στο τέλος πες τους ποιος κέρδισε»!