Απαίτηση αλιείας για την υγεία
Τα ψάρια και τα θαλασσινά είναι γνωστό ότι αποτελούν μια πολύτιμη πηγή πρωτεϊνών, απαραίτητων βιταμινών και ανόργανων στοιχείων. Επιπρόσθετα, οι διαιτητικές συστάσεις για την πλειονότητα του ευρωπαϊκού πληθυσμού προτείνουν την κατανάλωση μίας ή δύο μερίδων λιπαρών ψαριών (π.χ. σολομός ή κολιός) την εβδομάδα. Οι συστάσεις στηρίζονται στη γνώση ότι τα λιπαρά ψάρια είναι μια εξαίρετη πηγή ω-3 λιπαρών οξέων, τα οποία είναι ευεργετικά για την καρδιαγγειακή υγεία, καθώς επίσης και για την εμβρυική ανάπτυξη.
Πώς παράγονται τα ψάρια σας;
Παγκοσμίως, η κατανάλωση ψαριών έχει αυξηθεί σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), η διαθέσιμη ποσότητα ψαριών από την αλιεία έχει μειωθεί, αλλά η κατανάλωση έχει αυξηθεί τουλάχιστον κατά 10% την τελευταία δεκαετία, με την αύξηση αυτή να καλύπτεται από τα ψάρια ιχθυοτροφείου. Σήμερα υπολογίζεται ότι περίπου τα 2/3 των ψαριών στην ΕΕ πιάνονται απευθείας από τη θάλασσα. Παραδείγματα ψαριών που προέρχονται κυρίως από ιχθυοτροφεία είναι ο σολομός, η ιριδίζουσα πέστροφα και ο κυπρίνος, ενώ στα ψάρια ανοιχτής θάλασσας περιλαμβάνονται η ρέγγα, ο τόνος, ο κολιός και οι σαρδέλες. Για τα ψάρια ανοιχτής θάλασσας, το θρεπτικό περιεχόμενο και τα επίπεδα επιμόλυνσης εξαρτώνται από ποικιλία παραγόντων, οι οποίοι δεν είναι δυνατό να ελεγχθούν εύκολα. Συγκεκριμένα, στους παράγοντες περιλαμβάνονται το είδος του ψαριού, η εποχή, η διατροφή του, η τοποθεσία που ζει, το στάδιο ζωής και η ηλικία. Τα ψάρια που βρίσκονται σε υψηλότερη θέση στην τροφική αλυσίδα (π.χ. σολομός, τόνος, ξιφίας) μπορεί να συγκεντρώσουν μολυσματικά υλικά. Στα ψάρια που μεγαλώνουν με μεθόδους υδατοκαλλιέργειας – ή άλλες μεθόδους καλλιέργειας – είναι δυνατόν να επιτευχθεί πολύ στενότερος έλεγχος της διατροφής τους. Επιπλέον, στην ΕΕ ισχύουν αυστηρές νομοθετικές ρυθμίσεις σε σχέση με την επιμόλυνση στα ψάρια ιχθυοτροφείου.
Θρεπτική αξία των ψαριών ιχθυοτροφείου σε σύγκριση με τα ψάρια ανοιχτής θάλασσας
Τα ψάρια ιχθυοτροφείου σιτίζονται με μια ελεγχόμενη δίαιτα, η οποία βασίζεται συχνά σε ιχθυέλαια και ιχθυάλευρα. Μια τέτοια διατροφή δεν υπόκειται σε εποχιακές μεταβολές σαν αυτές που παρατηρούνται στα ψάρια ανοιχτής θάλασσας. Συνεπώς, η έρευνα έχει πλέον αποδείξει ότι τα επίπεδα λιπιδίων στα ψάρια ιχθυοτροφείου είναι περισσότερο σταθερά σε σύγκριση με τα επίπεδα στα ψάρια ανοιχτής θάλασσας.
Τα ιχθυάλευρα που χρησιμοποιούνται για τα σαρκοφάγα ψάρια ιχθυοτροφείου παράγονται κυρίως από ψάρια που δεν προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση, όπως η σαρδελόρεγγα (Clupea sprattus) και το καπελάν (Mallotus Villosus). Αυξανόμενη είναι, επίσης, η χρήση φυτικών πηγών ιχθυάλευρου ∙ ωστόσο, η πρακτική αυτή θα μπορούσε να προκαλέσει μείωση της ποσότητας ω-3 λιπαρών στα ψάρια ιχθυοτροφείου. Αυτή η επίπτωση είναι δυνατό να αναχαιτιστεί με την εφαρμογή σίτισης με τροφές που περιέχουν κρέας ψαριών για τις τελευταίες εβδομάδες.
Διατηρησιμότητα των ψαριών για τους καταναλωτές
Υπολογίζεται ότι αν διατηρηθούν οι σημερινές πρακτικές αλιείας, τα αποθέματα ψαριών θα εξαντληθούν μέσα στα επόμενα 40 χρόνια. Όσον αφορά τη ναυτική περιοχή της ΕΕ, μόνο λίγο περισσότερο από το 10% των κοπαδιών ψαριών είναι διατηρήσιμα. Είναι ξεκάθαρο, λοιπόν, ότι τα ψάρια ιχθυοτροφείου θα μπορούσαν να προσφέρουν μια μακροπρόθεσμη λύση στις αυξημένες ανάγκες της αγοράς.
Παρά το γεγονός ότι από μελέτες δεν προκύπτουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των ψαριών ιχθυοτροφείου και αυτών ανοικτής θάλασσας, οι καταναλωτές θεωρούν τα ψάρια ανοικτής θάλασσας ως πιο υγιεινά και πιο νόστιμα από τα ψάρια ιχθυοτροφείου. Ωστόσο, τα ψάρια ιχθυοτροφείου διαθέτουν αρκετά πλεονεκτήματα, όπως:
- Σταθερά αποθέματα
- Θρεπτικό περιεχόμενο σύμφωνα με προδιαγραφές
- Αυστηρός έλεγχος της γραμμής παραγωγής
- Φτηνότερα, σταθερότερες τιμές
- Ιχνηλασιμότητα
Η έρευνα έχει δείξει ότι, παρόλο που οι καταναλωτές δίνουν μεγάλη αξία στη διατήρηση της παραγωγής ψαριών και στα σχετικά με αυτήν ηθικά ζητήματα, το ενδιαφέρον αυτό δεν σχετίζεται απαραίτητα με τη νοοτροπία και την καταναλωτική συμπεριφορά. Η άρνηση της κατανάλωσης ψαριών ανοικτής θάλασσας έχει συσχετιστεί με ηθικά διλήμματα, ενώ η άρνηση για κατανάλωση ψαριών ιχθυοτροφείου σχετίζεται με την πεποίθηση για χαμηλότερη ποιότητα τροφίμων. Η υδατοκαλλιέργεια έχει, φυσικά, και αρνητικές περιβαλλοντικές συνέπειες: ανεξέλεγκτο ψάρεμα για την παραγωγή ιχθυοτροφών, αλλαγές φυσικού περιβάλλοντος, δημιουργία παραποτάμων και επιδράσεις στη βιοποικιλότητα, όταν τα ψάρια δραπετεύουν από τα σημεία εκτροφής. Ως απάντηση στα παραπάνω αποτελεί η χρηματοδότηση αρκετών προγραμμάτων στην ΕΕ, τα οποία στοχεύουν στη βελτίωση των υδατοκαλλιεργειών, έτσι ώστε να καλύπτονται οι καταναλωτικές ανάγκες με υπεύθυνο και διατηρήσιμο τρόπο.
Επιπρόσθετα, υπάρχει η πεποίθηση ότι τα ψάρια ιχθυοτροφείου είναι λιγότερο υγιεινά. Ωστόσο, λόγω του ελεγχόμενου περιβάλλοντος, οι ασθένειες σε μια υδατοκαλλιέργεια είναι περιορισμένες, βελτιώνοντας έτσι την ευημερία των ψαριών. Ένας σημαντικός στόχος των υδατοκαλλιεργειών είναι η εξασφάλιση ενός επιθυμητού επιπέδου ευημερίας, έτσι ώστε τα ψάρια ιχθυοτροφείου να μπορούν να συγκριθούν με τα «φυσικά» ψάρια ανοικτής θάλασσας.
Συνοπτικά
Για τον καταναλωτή τόσο τα ψάρια ιχθυοτροφείου όσο και τα ανοικτής θάλασσας είναι ασφαλή και θρεπτικά, χωρίς να παρατηρούνται σημαντικές διαφορές μεταξύ τους, υπό την προϋπόθεση ότι τα ψάρια ιχθυοτροφείου αναπτύσσονται σε κατάλληλες συνθήκες. Ως απάντηση στην υπερβολική αλιεία, τα ψάρια ιχθυοτροφείου αποτελούν μια εφαρμόσιμη εναλλακτική, η οποία μπορεί να καλύψει τις διαιτητικές συστάσεις για κατανάλωση περισσότερων ψαριών.
Περισσότερες πληροφορίες
EU project RAFOA (Researching Alternatives to Fish Oils in Aquaculture) -
http://www.rafoa.stir.ac.uk//
EU project AQUAMAX (Sustainable Aquafeeds to Maximise the Health Benefits of Farmed Fish for Consumers) - http://www.aquamaxip.eu//
EU project CONSENSUS (Towards Sustainable Aquaculture in Europe) -
http://www.euraquaculture.info/index.php?option=com_content&task=view&id=21&Itemid=60References