Ένα πορτραίτο γεμάτο αγάπη και σημαντικές (γνωστές και άγνωστες) λεπτομέρειες για τον μεγάλο αρχηγό.
Για να θυμώμαστε εμείς οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι που είχαν την ατυχία να μην προλάβουν να τον δουν με τον δαφνοστεφανωμένο στο στήθος... Ένας ελάχιστος φόρος τιμής σε αυτόν που, ενώ λατρεύτηκε τόσο, επιλέγει να ζει μακριά από τη δημοσιότητα...
Ένας από τους ανθρώπους που κινήθηκε πάντα με το όχημα της καρδιάς του και που στη διαδρομή το όχημά του εξοντώθηκε από τους κάθε λογής ανέραστους, ήταν και ο ήρωάς μου. Ο Γιώργος Δεληκάρης .
"Ο Θεός της Κυριακής", ο άνθρωπος που χόρευε στο χορτάρι, που έκανε την μπάλα ένα με το κορμί του, που μετέτρεπε το γήπεδο σε θέατρο, που μας έκανε να νιώθουμε προνομιούχοι που ξεδίπλωνε το απαράμιλλο ταλέντο μπροστά μας. Όταν ο Γιώργος έκανε τα μαγικά του, το χειροκρότημα ερχόταν αυθόρμητα και όταν πετύχαινε ένα από τα μοναδικά του γκολ ο πανηγυρισμός μετατρεπόταν σε λατρεία.
Η σχέση του με τον Ολυμπιακό θυελλώδης, όπως όλοι οι μεγάλοι έρωτες. Ποτέ του δεν έκρυψε την λατρεία για την ερυθρόλευκη φανέλα που τον έκανε να οδεύει πολλές φορές αντίθετα από το προσωπικό του συμφέρον. Όπως τότε που όντας παίχτης του "Αργοναύτη" αρνήθηκε την τότε διαστημική προσφορά του 1.000.000 από τον Εθνικό για τις 150.000 δραχμές του Ολυμπιακού. Η ιστορία μόλις άρχιζε…
Ο Δεληκάρης ήταν φτιαγμένος, ήταν χειραφετημένος για το ποδόσφαιρο. Δεν προσποιούταν, ήταν. Η εικόνα του μοιάζει πραγματικά εξωπραγματική συγκρίνοντας τον με τους "κατασκευασμένους" παίχτες του σήμερα. Έμπαινε στο γήπεδο με τον αέρα του αλητάκου που όρμαγε στην αλάνα για να ευχαριστηθεί το παιχνίδι, με γραμμένη στο DNA του τη λέξη "αρχηγός", αναγκάζοντας ενδόμυχα τους άλλους να παραδεχτούν την ανωτερότητα που εξέπεμπε σε κάθε του κίνηση. Έχοντας να αντιμετωπίσει αντιπάλους που ανίκανοι καθώς ήταν να τον σταματήσουν στα ίσα, κατέφευγαν σε σκληρά μαρκαρίσματα, ο Γιώργος έμαθε να προσαρμόζεται στη σκληρότητα του εκάστοτε αντιπάλου νιώθοντας παράλληλα απεριόριστη περιφρόνηση για τους κακοποιούς του ποδοσφαίρου που αντιμετώπιζε κάθε Κυριακή.
Όμως όση σκληρότητα κι αν μπορούσε να αντέξει το κορμί του, η ευαίσθητη ψυχή του σφυρηλατημένη από την καλοσύνη και την αγνότητα, μάτωνε κάθε φορά που του φέρονταν άδικα και με σκληρότητα. Και δεν ήταν λίγες εκείνες οι φορές στο τότε διοικητικό καθεστώς του Ολυμπιακού. Παίχτες με ανύπαρκτη εμφάνιση και προσφορά έπαιρναν πολλαπλάσιες απολαβές από εκείνον που μάτωνε τη φανέλα, που παθιάζονταν μέσα στον αγωνιστικό χώρο για να σηκώσει ακόμη ψηλότερα το λάβαρο του Θρύλου. Όμως ο Γιώργος δεν νοιάζονταν για τα λεφτά αλλά για την στάση αυτών που κονομούσαν από τις μαγικές του αγωνιστικές ικανότητες και θησαύριζαν στην πλάτη του. Ο ίδιος είχε πει: "Δεν απαίτησα χρήματα. Δεν έχω πάρει πριμ ποτέ. Οι λόγοι της απουσίας μου δεν είναι οικονομικοί. Είμαι ευαίσθητος και με επηρέασε η ψυχρή στάση της διοίκησης."
Ευαίσθητος πάντα, ο Γιώργος υπέμενε με καρτερικότητα τα καψόνια κάποιων προπονητών που δεν ήταν ικανοί να έχουν υπό τις οδηγίες τους έναν τέτοιου βεληνεκούς παίχτη. Προπονητές που επιβάλλονταν ετσιθελικά από το καθεστώς της Χούντας και τον Ασλανίδη που τότε ήταν Γενικός Γραμματέας Αθλητισμού. Ένας από εκείνους τους περίεργους προπονητές ήταν ο διορισμένος Πετρόπουλος που την περίοδο 1970-1971 τον είχε θέσει εκτός ομάδας παρότι την ίδια περίοδο "πέταγε" με την Εθνική ομάδα. Όμως η παρεμβατικότητα των κρατικών φορέων εκείνη την εποχή που εξυπηρετούσαν συμφέροντα άλλων, τον έθεταν εκτός ομάδας επιβάλλοντας του υψηλότατα πρόστιμα με πρόσχημα αστείες αφορμές που στόχο είχαν να κλονίσουν το ηθικό του παίχτη.
Όμως εκείνος δεν σταματούσε σε όποιο τοίχο κι αν του έστηναν μπροστά του, δεν φοβόταν κανένα και δεν δίσταζε να εκφραστεί ελεύθερα ακόμα κι αν αυτό ενοχλούσε κάποιους που ήθελαν τους παίχτες πιστά πρόβατα χωρίς θέληση και τσαγανό να υπακούν διαταγές ανωτέρων. Σε ένα αγώνα κυπέλλου με τον Ολυμπιακό οι αντίπαλοι έχουν επιστρατεύσει όλα τα όπλα για να κερδίσουν την ομάδα του λιμανιού. Εκτός από κλαδέματα και αγκωνιές, ένας παράγοντας της τοπικής ομάδας έβγαζε το κόμπλεξ του στην επιφάνεια κολλημένος στα κάγκελα "Πούστηδες Αθηναίοι, ιδώ θα γεν' ο τάφος σας" Γυρίζει τότε ο Γιώργος και τον διορθώνει "Πειραιώτες!" Ο παράγοντας εξοργίζεται "Θα μι κανς ισυ τουν έξυπνου; Θα πιθάνς!". Τότε ο Γιώργος γυρίζει και με ένα συγκαταβατικό βλέμμα και με γλυκιά φωνή του απαντάει "Δεν είναι κακό που είσαι λίγο χαζούλης. Δεν είσαι ο μόνος. Αλλά πως τα βγάζεις πέρα στη ζωή; Από πού κάνουν πιπί ξέρεις;". Και άγαλμα ο παράγοντας!!
Όμως δεν δίσταζε και να επαναστατεί όταν έβλεπε πως οι άλλοι δεν ακολουθούσαν το δρόμο του πάθους και του αγώνα που είχε ο ίδιος σημαία του. Σε ένα αγώνα με τον ΠΑΟΚ στην Τούμπα έβγαλε την φανέλα του επειδή τσαντίστηκε με την κακή απόδοση των συμπαιχτών του. Το έκανε όχι γιατί περιφρονούσε την φανέλα (αν είναι ποτέ δυνατόν!) αλλά γιατί ένιωθε πως μια τόσο βαριά φανέλα πρέπει να την φοράει η καλύτερη ομάδα και αυτός εφόσον ήταν μέλος αυτής της ομάδας που δεν έπαιξε καλά (άσχετα με την προσωπική του εμφάνιση) δεν άξιζε να τη φοράει. Αυτός ήταν ο Γιώργος. Δεν γούσταρε τα ημίμετρα και τις μετριότητες. Δεν γούσταρε το καλό αλλά το καλύτερο, αδιαφορούσε για το ανώτερο γιατί ήταν αφοσιωμένος στο ανώτατο. Γι αυτό πέρασε και στη σφαίρα του μύθου.
Κάποτε ο Γουλανδρής του είχε πει: "Γιώργο, η μοίρα όλων των μεγάλων παιχτών και των μεγάλων καλλιτεχνών είναι να αγαπηθούν υπερβολικά και να μισηθούν παράλογα. Όσοι δεν αντέχουν κάνουν λάθος δουλειά". Τότε δεν ήξερε ούτε ο ίδιος πόσο προφητικά έμελλε να αποδειχθούν αυτά τα λόγια. Όμως το προβλεπόμενο πεπρωμένο για ένα παίχτη-καλλιτέχνη έπρεπε να εκπληρωθεί με κάθε θυσία. Και αυτή ήταν η κίνηση του υπέρτατου πόνου. Και για εκείνον και για τους εκατομμύρια οπαδούς του Ολυμπιακού που έβλεπαν μια σημαία τους να πηγαίνει στο εχθρικό στρατόπεδο. Αυτό του προστατευόμενου από τη χούντα Παναθηναϊκού. Για τον Γιώργο αυτές οι ελάχιστες εμφανίσεις με τον αιώνιο αντίπαλο ήταν μαχαιριές που δεν έχει καταφέρει ακόμα να ξεπεράσει. Ήταν σπαθιά που του έκοβαν την ψυχή σε κομμάτια και τον οδήγησαν σε κατάσταση τρέλας. Στο πρώτο του παιχνίδι με τη νέα του ομάδα εναντίον στον λατρεμένο του Ολυμπιακό είχε ζητήσει να μην παίξει. Ήταν στον πάγκο για ένα ημίχρονο περίπου, μέχρι την στιγμή που ο προπονητής του τού είπε να αρχίσει ζέσταμα γιατί θα έμπαινε μέσα. Στην άρνηση του Δεληκάρη ο προπονητής τον φοβέρισε με τιμωρία. Η λιτή απάντηση του Δεληκάρη "Στ' αρχ.. μου" ήταν οι τελευταίες του λέξεις πριν κατευθυνθεί προς την έξοδο του σταδίου.
Όπως ήταν φυσικό στο μικρό χρονικό διάστημα που έκατσε στην ομάδα της Αθήνας δεν κατάφερε να ξεδιπλώσει το ταλέντο του, μην δείχνοντας κάτι σημαντικό στους παράγοντες του Παναθηναϊκού που γρήγορα τον έθεσαν εκτός ομάδας. Δεν ήξεραν βλέπετε πως η φυγή του από την ομάδα της καρδιάς του και η πορεία του στον μεγάλο αντίπαλο δεν ήταν μια κίνηση κερδοσκοπική αλλά μια πράξη αντίδρασης. Αντίδρασης ενάντια σε αυτούς που του φέρθηκαν σαν σκουπίδι στον Ολυμπιακό ενώ εκείνος πρόσφερε τα πάντα, αντίδραση στην αδικία που έβλεπε να πνίγει την ομάδα από τα αποδυτήρια μέχρι τα κεντρικά γραφεία. Παντού παρεμβατικότητα, ψίθυροι, μυστικοπάθεια και κρυφτό. Αυτά ο μάγκας, ο άντρας, ο άνθρωπος με όλη τη σημασία των λέξεων, Δεληκάρης δεν μπορούσε να τα αντέξει. Επέλεξε τον αιώνιο αντίπαλο για να μπει στο μάτι εκείνων που νόμιζαν ότι εξαιτίας της αγάπης του θα τον είχαν υποχείριο για πάντα.
Όταν μπήκε σαν αντίπαλος στην πρεμιέρα του πρωταθλήματος ήταν όταν ο Ολυμπιακός είχε τιμωρηθεί να παίξει στην Πάτρα με τον Παναθηναϊκό, και τότε που όλοι κρεμασμένοι στα κάγκελα αποδοκίμαζαν τον Κυράστα και τον Αποστολάκη, χειροκροτούσαν τον Δεληκάρη, λέγοντάς του: "Ρε Γιώργο στο λιμάνι ήσουν βασιλιάς και 'δω είσαι αναπληρωματικός του Λιβαθηνού και του Κατσιάκου;" για να έρθει η απάντηση "Τι ήθελα και έμπλεξα με τους μαλάκες;!". Αυτός ήταν ο Δεληκάρης. Μπέσα για μπέσα, μαγκιά πειραιώτικη και άγρια ομορφιά. "Ο Τζορτζ Μπεστ της Ελλάδος" τον φώναζαν πολλοί και δεν είχαν άδικο. Όπως ο Ιρλανδός, έτσι και αυτός είχε τα δύο θανάσιμα χαρακτηριστικά: Μπαλαδόρος και καρδιοκατακτητής. Κυκλοφορούσε με ένα κόκκινο Άλφα Ρομέο, που στο κάθισμα του συνοδηγού κάθονταν μια πανέμορφη παρουσία, κάνοντας τα κοριτσόπουλα στις γειτονιές να αναστενάζουν…
Όπως όλοι οι αστέρες κάθε εποχής ο Γιώργος είχε πάντα στραμμένα τα φώτα της δημοσιότητας πάνω του, που προσπαθούσαν να κατανοήσουν τον ίδιο, να περιορίσουν στα όρια του λόγου τα τεράστια ποδοσφαιρικά και ατομικά του προσόντα, να ανακαλύψουν τον άνθρωπο πίσω από το μύθο. Όπως κάθε μεγάλος αποθεώθηκε και μισήθηκε. Αγαπήθηκε από τους Ολυμπιακούς, αυτούς που εκτίμησαν την ποδοσφαιρική τέχνη του και μισήθηκε από τους "Ολυμπιακάρες" αυτούς που υποκινούνταν από κάθε λογής συμφέροντα προβάλλοντας μια ψεύτικη εικόνα οπαδού και συνεχίζουν μέσα στα χρόνια να αναπαράγονται σαν μικρόβια φτάνοντας ακόμα και στη σημερινή εποχή… Αποθέωση και αποδοκιμασία - και ο Γιώργος να ισορροπεί ανάμεσα στην αγάπη που έδινε και την αδιαφορία που λάμβανε. Όχι, δεν άντεχε άλλο.
Μετά την ολοκληρωτική του φυγή από το ποδόσφαιρο πολλά ακούστηκαν και ακόμα περισσότερα γράφτηκαν. Κάποια από αυτά ήταν ότι το τότε καθεστώς βοήθησε στην μετακίνηση του στον αιώνιο αντίπαλο, ότι είδε πράγματα στον Παναθηναϊκό που τον έκαναν να νιώσει δυσφορία για το ποδόσφαιρο, ότι έπασχε από κάποια αρρώστια στην καρδιά. Αν και ποια από αυτά είναι αλήθεια ποτέ κανείς δεν έμαθε όμως τώρα πια δεν έχει πραγματικά σημασία. Σημασία έχει πως την μικρότερη ευθύνη για την φυγή του από την ομάδα του την είχε ο ίδιος ο παίχτης. Ο Ολυμπιακός ήταν και είναι πάντα σαν τον Δια. Τρώει με λαιμαργία τα πιο αγαπημένα και ταλαντούχα παιδιά του και προβάλλει προς τα έξω μια κατακεραυνωμένη εικόνα τους για να δικαιολογήσει τις λανθασμένες επιλογές του.
Για μένα, ο Γιώργος ο Δεληκάρης ποτέ δεν πήγε στον Παναθηναϊκό, ποτέ δεν φόρεσε την φανέλα με το τριφύλλι, πάντα ήταν το μαγκάκι και ο αλητάκος που είχε μια άγραφη ιστορία να εκπληρώσει. Να αγαπήσει και να αγαπηθεί, να πληγώσει και να πληγωθεί και να αναγνωριστεί μετά την εσπευσμένη απομάκρυνση του από τους αγωνιστικούς χώρους σε ηλικία μόλις 29 ετών. Γεννήθηκε Ολυμπιακός και αναγκάστηκε κάποτε να απαρνηθεί αυτό που τόσο λάτρευε, γεγονός που τον οδήγησε στην κατάθλιψη. Γι 'αυτό και μετά την απομάκρυνση από τους αγωνιστικούς χώρους χάθηκε από προσώπου γης και εμφανίζεται από ελάχιστα έως καθόλου στην δημοσιότητα διατηρώντας αυτό το συνεσταλμένο ύφος. Θα μπορούσε να θεωρηθεί καταραμένο είδωλο. Θα μπορούσε να θεωρηθεί συναισθηματικά χτυπημένος και πληγωμένος. Αυτό όμως που δεν μπορεί σίγουρα να του αμφισβητηθεί είναι ότι είναι Γαύρος με όλη τη σημασία που αυτή η λέξη περικλείει. Τη μαγκιά, τον τσαμπουκά, την αίσθηση ανωτερότητας, την απαράμιλλη ποδοσφαιρική ικανότητα, την μαγεία που εξέπεμπε, το χτύπημα από μοίρα και ανθρώπους και τέλος την αναγνώριση του μεγαλείου του από όλους. Αυτός ήταν ο δικός μου Γιώργος Δεληκαρης. Ο άνθρωπος που γνώρισε, αγάπησε, απάτησε την ομάδα του και απατήθηκε από εκείνη. Όμως δεν έπαψε στιγμή να νιώθει ερωτευμένος. Και αυτό έχει πραγματικά σημασία. Το ότι παράμεινε μέχρι σήμερα αθεράπευτα ερωτευμένος κι ας το κρύβει πίσω από τα δημοσιογραφικά φώτα που εκπορνεύουν κάθε έννοια συναισθήματος. Δεν με νοιάζει για κάτι ποδοσφαιρικά ανδρείκελα τύπου Αποστολάκη και Κυράστα που πουλήσανε την ψυχή τους για μια χούφτα χιλιάρικα αποδεικνύοντας πως δεν διαθέτουν ίχνος ηθικού φραγμού, και έχω συγχωρήσει από καιρό τον Γιώργο που έμελλε η πράξη αντίδρασης του να γίνει βραχνάς που τον έπνιγε τόσα χρόνια. ήταν η αυτοτιμωρία του που η νεανική του απερισκεψία τον οδήγησε σε αυτά τα μονοπάτια. Αυτήν την απερισκεψία πληρώνει μέχρι σήμερα σιωπηλά κλεισμένος στο σπίτι του, μακριά από κάθε είδος προβολής.
Είναι στιγμές που όταν κοιτάζω την ερυθρόλευκη σημαία και βλέπω πάνω της τον δαφνοστεφανωμένο να κυματίζει υπό τις εντολές του ανέμου, θαρρώ πως το πρόσωπο του εμβλήματος είναι το δικό του. Έτσι αγέρωχος και εκείνος κοίταζε τις προκλήσεις και έτσι το δικό του βλέμμα ταυτιζόταν με τις επιτυχίες, καθρεφτίζοντας εκείνο το τσίμπημα στην καρδιά που νιώθουμε όλοι όταν ξέρουμε πως υπηρετούμε αυτό που μάς οδηγεί στην ευτυχία που άλλοι το λένε ιδανικό, άλλοι πορεία και άλλοι πεπρωμένο. Για εκείνον ήταν και μοίρα.
Κι αν κάποτε μου ζητούσατε να περιγράψω το είδωλό μου, τότε δεν θα προσπαθούσα να σάς περιγράψω το Γιώργο, γιατί ήταν απερίγραπτος. Δεν θα προσπαθούσα να τον μιμηθώ γιατί ήταν αμίμητος και δεν θα τον συνέκρινα με κάποιο σημερινό παίχτη γιατί ήταν ασύγκριτος.
Το μόνο που θα έκανα θα ήταν να γράψω ένα κείμενο με τίτλο "Ο ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ"…